Πριν από εκατό
χρόνια τέτοιες μέρες, τον Νοέμβριο του 1923, οι Γερμανοί
έσπρωχναν σε καροτσάκια βουνά από χαρτονομίσματα με τα οποία
θα αγόραζαν ένα καρβέλι ψωμί. Τότε ένα δολάριο είχε φτάσει
να ισοδυναμεί με ένα τρισ. γερμανικά μάρκα. Σήμερα,
η Γερμανία διατηρεί ακόμη τη φήμη της οικονομικής δύναμης
αλλά η ανάμνηση του υπερπληθωρισμού έχει αφήσει βαθιά
σημάδια στο συλλογικό ασυνείδητο του γερμανικού λαού. Το
«ποτέ ξανά» είναι πλέον δόγμα.
Όπως έγραφε σε
πρόσφατο δημοσίευμα του ο Guardian, υπήρξε θεαματική η
ανάκαμψη της Γερμανίας από το τριπλό πλήγμα που δέχθηκε το
πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα με την κατάρρευση του νομίσματος
το 1923, τη Μεγάλη Υφεση και την ήττα στον Β΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο. Τόσο θεαματική ώστε τις δεκαετίες 1950 και 1960 να
αποκαλείται «το οικονομικό θαύμα της Γερμανίας». Σήμερα,
όμως, έχει και πάλι πρόβλημα. Οπως σχολιάζει σχετικό
δημοσίευμα της βρετανικής εφημερίδας Guardian, το πρόβλημα
σήμερα δεν είναι τόσο σοβαρό όσο πριν από έναν αιώνα, αλλά
σίγουρα η γερμανική οικονομία έχει δεχθεί πλήγμα από
τον πόλεμο στην Ουκρανία, την επιβράδυνση της Κίνας και την
αντιστροφή της παγκοσμιοποίησης. Η Γερμανία έχει βαθύτερα
προβλήματα όπως τη γήρανση του πληθυσμού της και του
βιομηχανικού της μοντέλου. Τα τελευταία στοιχεία από τον
μεταποιητικό τομέα εμφανίζουν τη Γερμανία σαν μια αναλογική
οικονομία που αγωνίζεται να μεταβεί στην ψηφιακή εποχή.
Η βιομηχανική παραγωγή μειώνεται επί πέντε συναπτούς μήνες
και είναι μειωμένη κατά 7% σε σύγκριση με τα προ πανδημίας
επίπεδα. Το ΔΝΤ προεξοφλεί πως η Γερμανία θα είναι η
μοναδική ανεπτυγμένη οικονομία που θα διολισθήσει σε ύφεση
φέτος. Και ο Κάρστεν Μπρζέσκι, στέλεχος της ING, αναφέρει
πως τα προβλήματά της προέρχονται εν μέρει από τον
οικονομικό κύκλο αλλά είναι και διαρθρωτικής φύσης. Η
οικονομία της συρρικνώθηκε τον Ιούλιο και τον Σεπτέμβριο και
πιθανότατα θα συμβεί το ίδιο και το τελευταίο τρίμηνο του
έτους και επομένως θα είναι σε ύφεση.
Κάποιοι πιστεύουν
πως η Γερμανία είναι και πάλι ο μεγάλος ασθενής της Ευρώπης,
αλλά εγώ δεν νομίζω πως ισχύει κάτι τέτοιο, λέει ο πρόεδρος
της Bundesbank.
Κατάφερε να βρει
εναλλακτικούς προμηθευτές ενέργειας για να αναπληρώσει την
έλλειψη του ρωσικού φυσικού αερίου αλλά πληρώνει περισσότερα
για την ενέργεια και έχουν πληγεί οι βιομηχανίες εντάσεως
ενέργειας. Οι καλές της επιδόσεις προ πανδημίας οφείλονταν
στη μεγάλη ζήτηση από την Κίνα για τα γερμανικά προϊόντα.
Αλλά τώρα αυτή έχει μειωθεί. Στο μεταξύ, οι
αυτοκινητοβιομηχανίες της έχουν δεχθεί διπλό πλήγμα, από τα
φτηνά ηλεκτροκίνητα οχήματα της Κίνας και από τις
επιδοτήσεις που προσφέρει η Ουάσιγκτον σε όσες πράσινες
επενδύσεις γίνουν εντός ΗΠΑ. Σύμφωνα με τον Μπρζέσκι, «οι
εταιρείες έπρεπε να έχουν αντιληφθεί την αλλαγή που ερχόταν
και να έχουν προσαρμοστεί προκαταβολικά», ενώ ο Ντέιβιντ
Μαρς, πρόεδρος του ινστιτούτου OMFIF, εκτιμά πως τα
προβλήματα της Γερμανίας δεν είναι παροδικά όπως άλλες φορές
που ανέκαμπτε. «Ισως αυτή τη φορά να είναι αλλιώς», τονίζει.
Από τη στιγμή που η Αγκελα Μέρκελ έκλεισε τους πυρηνικούς
σταθμούς το 2011 λίγους μήνες μετά το ατύχημα στη
Φουκουσίμα, η Γερμανία εξαρτήθηκε πλήρως από το φτηνό ρωσικό
αέριο. Και το χειρότερο ήταν πως την ίδια στιγμή άλλες
οικονομίες της Ευρωζώνης κατόρθωναν να γίνουν πιο αυτάρκεις.
Μιλώντας στον Guardian ο Μαρς δηλώνει βέβαιος πως αν η
Γερμανία είχε ακόμη το νόμισμά της θα το υποτιμούσε για να
ανακτήσει την ανταγωνιστικότητά της.
Η πανίσχυρη κεντρική
τράπεζα της Γερμανίας, η Bundesbank, αναδείχθηκε σε σύμβολο
της μεταπολεμικής επιτυχίας της χώρας. Επιθετικά ανεξάρτητη,
ανέλαβε το καθήκον να διασφαλίσει πως η οικονομία της
Γερμανίας δεν θα επιστρέψει ποτέ στις μαύρες ημέρες του 1923
όταν ένα γραμματόσημο κόστιζε τόσο όσο κοστίζει σήμερα μια
έπαυλη. Από την ίδρυση της ΕΚΤ πριν από 25 χρόνια, η
Bundesbank δεν είναι πλέον αυτή που καθορίζει τα επιτόκια
ούτε έχει την ευθύνη για τη σταθερότητα των τιμών. Ο
πρόεδρος της, όμως, Τζοακίμ Νάγκελ, διατηρεί μεγάλη επιρροή
τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό της χώρας. Μιλώντας
προ ημερών στο Λονδίνο, παραδέχθηκε πως ήταν λάθος της
Γερμανίας να εξαρτηθεί σε τέτοιο βαθμό από το ρωσικό φυσικό
αέριο. Δήλωσε, ωστόσο, αισιόδοξος πως η οικονομία της
Γερμανίας θα μπορέσει και πάλι να ανακάμψει. Οπως
χαρακτηριστικά τόνισε: «Κάποιοι πιστεύουν πως η Γερμανία
είναι και πάλι ο μεγάλος ασθενής της Ευρώπης, αλλά εγώ δεν
νομίζω πως ισχύει κάτι τέτοιο».
Τόνισε επίσης πως η
Γερμανία είναι μια μεγάλη ανοικτή οικονομία εκτεθειμένη στα
προβλήματα της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας και στην
επιβράδυνση της Κίνας. Ως εκ τούτου δεν αποτελεί έκπληξη το
ότι αντιμετωπίζει πρόβλημα, αλλά «δεν προβλέπουμε ανώμαλη
προσγείωση». Και κατέληξε στο συμπέρασμα πως η χώρα του έχει
μεγάλες δυνατότητες για να ανακάμψει και οι επιχειρήσεις της
θα ανταποκριθούν στις προκλήσεις όπως έχουν κάνει και στο
παρελθόν. |