Με τις
συζητήσεις γύρω από τον πληθωρισμό καις τις επιπτώσεις στην
παγκόσμια οικονομία να είναι non – stop και το πρόβλημα,
χωρίς υπερβολή, να στοιχειώνει κατά τους τελευταίους μήνες
τις αγορές, με τον Ιανουάριο να είναι ένας από τους
χειρότερους χρηματιστηριακούς μήνες των τελευταίων ετών.
Όπως σχολίασε σε άρθρο γνώμης στο Bloomberg, ο
Conor Sen, μπαίνοντας
στο 2022, η ελπίδα ήταν ότι οι βελτιώσεις στη λειτουργία της
εφοδιαστικής αλυσίδας και οι μέτριες αυξήσεις των επιτοκίων
από πλευράς της ομοσπονδιακής κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ
(Federal Reserve) θα επέστρεφαν την οικονομία των ΗΠΑ στον
υγιή τρόπο επέκτασης τον οποίο απολάμβανε το 2019.
Η επιτάχυνση του πληθωρισμού και τα εταιρικά στοιχεία
υποδηλώνουν ότι αυτό είναι πολύ λιγότερο πιθανό να συμβεί σε
σχέση με ό,τι φαινόταν πριν από λίγους μήνες.
Η Fed βρίσκεται στριμωγμένη στη γωνία: είναι άραγε καλύτερο
να αυξήσει επιθετικά τα επιτόκια για να μειώσει τον
πληθωρισμό, ακόμα και αν, μέσω αυτού του μέτρου, κινδυνεύει
να ρίξει την οικονομία σε ύφεση; Ή μήπως θα πρέπει να
ανεχθεί ένα κάπως υψηλότερο επίπεδο πληθωρισμού από τον
στόχο του 2% προκειμένου να διατηρήσει την οικονομία σε
αναπτυξιακή τροχιά, περιμένοντας ταυτόχρονα να αποκλιμακωθεί
η τάση αύξησης των τιμών; Δεδομένου ότι πρόκειται για δύο
ατελείς επιλογές, η δεύτερη μοιάζει σαφώς προτιμότερη.
Η επίλυση αυτού του ζητήματος ξεκινά με την αμφισβήτηση του
σεναρίου του 2022 το οποίο οραματιζόταν η Fed στην έναρξη
του έτους. Στη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου, η Fed προέβλεπε
ανάπτυξη 4% για το πραγματικό ΑΕΠ των ΗΠΑ και μέσο δομικό
πληθωρισμό 2,7% για το 2022. Μια ισχυρή έκθεση για τις
θέσεις εργασίας τον Ιανουάριο εν μέσω του κύματος της
μετάλλαξης Όμικρον καθιστά μάλλον εύλογη την πρόβλεψη για το
ΑΕΠ - το πρόβλημα ωστόσο βρίσκεται στην πλευρά του
πληθωρισμού.
Ο δείκτης τιμών προσωπικής κατανάλωσης, το προτιμώμενο μέτρο
του πληθωρισμού για την Fed, διαμορφώθηκε σε ετήσια βάση σε
5,4%, 5,9% και 6,1% τους τελευταίους τρεις μήνες μέχρι και
τον Δεκέμβριο. Κάτι ανάλογο θα πρέπει να περιμένουμε για τον
Ιανουάριο, με βάση τα στοιχεία για τον πληθωρισμό τιμών
καταναλωτή που ανακοινώθηκαν την Πέμπτη. Για να φτάσουμε
οπουδήποτε κοντά στην πρόβλεψη της Fed για μέσο δομικό
πληθωρισμό 2,7% για ολόκληρο το έτος θα πρέπει να δούμε
μετρήσεις κοντά στο 2% ή κάτω από αυτό σε ετήσια βάση πολύ
σύντομα - και αυτό να διατηρηθεί για τους επόμενους μήνες.
Δεν υπάρχει προηγούμενο τέτοιου είδους ταχείας επιβράδυνσης
του πληθωρισμού εκτός περιόδων ύφεσης. Για να είμαστε
δίκαιοι, η οικονομία παραμένει διαταραγμένη από τις
επιπτώσεις της πανδημίας. Στις τηλεδιασκέψεις για τα
αποτελέσματά τους τον περασμένο μήνα, εταιρείες που
κυμαίνονται από κατασκευαστές κατοικιών έως την Chipotle
διατηρούν ελπίδες ότι οι συνθήκες όσον αφορά τον πληθωρισμό
και την εφοδιαστική αλυσίδα θα "χαλαρώσουν" φέτος. Δεν
περιμένουν ωστόσο αυτό να συμβεί μέσα στους επόμενους
λίγους μήνες.
Αυτό θέτει τη Fed μπροστά σε μια απροσδόκητη και ανεπιθύμητη
κατάσταση. Μια συνεχιζόμενη τάση πληθωρισμού κοντά στο 5% ή
υψηλότερα για τους επόμενους αρκετούς μήνες - και ποιος θα
τολμούσε να έχει υπερβολική αυτοπεποίθηση να πραγματοποιεί προβλέψεις
για το μέλλον πέραν λίγων μηνών; - θα ήταν σχεδόν ίδια
κατάσταση με εκείνη που βλέπουμε τους τελευταίους μήνες.
Κάτι τέτοιο ωστόσο θα αποδεικνυόταν εντελώς ασυμβίβαστο με
εκείνο που έχει προβλέψει η Fed και αυτό που υποδεικνύει ότι
είναι διατεθειμένη να ανεχθεί. Το ερώτημα είναι τι πρέπει να
κάνουν οι επιτελείς της γι' αυτό.
Εάν ο πληθωρισμός δεν πρόκειται να επιβραδυνθεί δραματικά
από μόνος του, τότε η χρήση της νομισματικής πολιτικής για
τη δημιουργία ενός αποτελέσματος που να ταιριάζει με τις
προβλέψεις της Fed μέχρι το τέλος του έτους θα απαιτούσε
πιθανότατα τόσο δραστικές αυξήσεις επιτοκίων που θα
αποσταθεροποιούσαν τις χρηματοπιστωτικές αγορές και θα
προκαλούσαν ύφεση. Σε αυτή την περίπτωση, η σταθερότητα
τιμών την οποία επιδιώκει η Fed θα επιτυγχανόταν, αλλά με
τεράστιο κόστος.
Η καλύτερη εναλλακτική είναι να αποδεχθούμε προς το παρόν
ότι δεν θα έχουμε το είδος του οικονομικού περιβάλλοντος το
οποίο ελπίζαμε να επιτύχουμε για φέτος και ότι πρέπει να
επιλέξουμε ανάμεσα σε δύο μη ιδανικές επιλογές. Η πρόοδος
όσον αφορά τον έλεγχο του πληθωρισμού θα πρέπει να συνεχίσει
να αποτελεί στόχο και, αν αυτό σημαίνει την έναρξη της
διαδικασίας αύξησης των επιτοκίων με αύξηση 50 μονάδων βάσης
τον Μάρτιο, όπως οι αγορές έχουν αρχίσει να προσδοκούν
ολοένα και περισσότερο, ας είναι.
Μόλις όμως καταστεί σαφές ότι σημειώνεται κάποια πρόοδος στη
μείωση του πληθωρισμού, η Fed θα πρέπει να επιδείξει υπομονή
στην προσπάθειά της προς ένα πιο επιθυμητό πληθωριστικό
επίπεδο.
Καλύτερα να αλλάξουμε πορεία - αναγνωρίζοντας ότι η επίτευξη
πληθωρισμού 2% βραχυπρόθεσμα θα έβλαπτε περισσότερο απ’ ό,τι
θα εξυπηρετούσε - παρά να επιδεινώσουμε τις επιπτώσεις ενός
σφάλματος και να επιφέρουμε μια ύφεση την οποία κανείς δεν
επιθυμεί.
Ένα περιβάλλον "αναπτυξιο-πληθωρισμού" - συνδυασμός ταχείας
ανάπτυξης και θερμού πληθωρισμού - μπορεί να μην είναι το
ιδανικό αποτέλεσμα, ωστόσο υπερπηδά τον σκόπελο μιας
περιττής ύφεσης η οποία θα κινδύνευε να προκληθεί από την
επιμονή στην τήρηση ενός αυθαίρετου βραχυπρόθεσμου
πληθωριστικού στόχου.
|