|
Υπάρχουν πολλοί
λόγοι για τους οποίους δεν είναι σκόπιμο ο πρόεδρος Ντόναλντ
Τραμπ να πιέζει το Κογκρέσο να εγκρίνει εκτεταμένες
φορολογικές μειώσεις, αλλά ένας από αυτούς ίσως δεν έχει
λάβει την προσοχή που του αξίζει: τα δημοσιονομικά και τα
εμπορικά ελλείμματα συνδέονται στενά. Όταν αυξάνεται το
πρώτο, τείνει να αυξάνεται και το δεύτερο. Έτσι, ενώ ο Τραμπ
διαταράσσει την παγκόσμια οικονομία προσπαθώντας —μάταια— να
εξαλείψει το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ, στην πράξη ωθεί το
Κογκρέσο να το διευρύνει.
Ιδού πώς λειτουργεί
αυτό. Οι Ηνωμένες Πολιτείες εισάγουν σημαντικό όγκο αγαθών
από το εξωτερικό και πληρώνουν για αυτά με δολάρια. Επειδή
όμως τα δολάρια δεν έχουν χρησιμότητα εκτός ΗΠΑ, οι
χώρες-εξαγωγείς τα επανατοποθετούν στην αμερικανική
οικονομία. Ένα μέρος αυτών των κεφαλαίων καταλήγει, άμεσα ή
έμμεσα, σε επιχειρήσεις που αναπτύσσουν υποδομές όπως κέντρα
δεδομένων, εγκαταστάσεις φυσικού αερίου ή συγκροτήματα
κατοικιών. Άλλο μέρος διοχετεύεται σε κρατικά ομόλογα και
έντοκα γραμμάτια, με τα οποία η ομοσπονδιακή κυβέρνηση
χρηματοδοτεί το διογκούμενο έλλειμμα προϋπολογισμού. (Το
αντίστροφο επίσης ισχύει, σε μικρότερο βαθμό, όταν οι ΗΠΑ
εξάγουν αγαθά, αφού οι εισαγωγές υπερβαίνουν τις εξαγωγές.)
Η αύξηση του
δημοσιονομικού ελλείμματος θα μπορούσε θεωρητικά να καλυφθεί
από Αμερικανούς επενδυτές, όμως αυτό θα σήμαινε ότι αυτοί θα
απέσυραν κεφάλαια από ιδιωτικές επενδύσεις προς κρατικά
ομόλογα. Εναλλακτικά, θα πρέπει οι ξένες χώρες να αυξήσουν
τις τοποθετήσεις τους σε δολάρια. Και πώς θα αποκτήσουν
περισσότερα δολάρια; Μέσω των εισαγωγών που θα ενισχυθούν
από τις φορολογικές μειώσεις — γερμανικά αυτοκίνητα,
κινεζικά ηλεκτρονικά, και εισαγόμενη μπύρα, που οι
Αμερικανοί θα αγοράσουν με τα επιπλέον διαθέσιμα χρήματα.
Κατά κανόνα, όταν το
έλλειμμα του προϋπολογισμού διευρύνεται, η κυβέρνηση
αναγκάζεται να αυξήσει τον δανεισμό, κάτι που προκαλεί άνοδο
στα επιτόκια. Τα υψηλότερα επιτόκια οδηγούν σε ενίσχυση του
δολαρίου, γεγονός που καθιστά ακριβότερα τα αμερικανικά
προϊόντα για τους ξένους και φθηνότερα τα ξένα προϊόντα για
τους Αμερικανούς. Αυτό έχει ως συνέπεια την περαιτέρω αύξηση
του εμπορικού ελλείμματος.
Στο πλαίσιο αυτό, οι
φορολογικές μειώσεις που ζητά ο Τραμπ από το Κογκρέσο θα
επιτείνουν το έλλειμμα του προϋπολογισμού και, κατ’
επέκταση, το εμπορικό έλλειμμα. Μπορεί να φαίνεται
αντιφατικό, όμως είναι μία από τις σπάνιες περιπτώσεις στις
οποίες οι περισσότεροι οικονομολόγοι συμφωνούν.
Το έλλειμμα του
προϋπολογισμού βρίσκεται ήδη σε ανησυχητικά επίπεδα, και τα
σχέδια φορολογικών περικοπών του Τραμπ αναμένεται να το
διογκώσουν ακόμη περισσότερο. Το προηγούμενο έτος, οι ΗΠΑ
κατέγραψαν έλλειμμα 1,8 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, ή περίπου
6% του ΑΕΠ – ποσοστό που ξεπερνά σχεδόν όλες τις ιστορικές
περιόδους, πλην του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, της
χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 και της πανδημίας
Covid-19.
Κι αυτό, μάλιστα, εν μέσω ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης και
χωρίς να συντρέχουν έκτακτες συνθήκες.
Το Γραφείο
Προϋπολογισμού του Κογκρέσου προβλέπει πως το έλλειμμα θα
παραμείνει, κατά μέσο όρο, στο 6% του ΑΕΠ την επόμενη
δεκαετία, προκαλώντας συνεχή αύξηση του χρέους. Οι νέες
δημοσιονομικές κατευθύνσεις που ψήφισε το Κογκρέσο, με
τεράστιες φορολογικές ελαφρύνσεις και μέτριες αυξήσεις
δαπανών, αναμένεται να προσθέσουν επιπλέον 7 τρισ. δολάρια
στο δημόσιο χρέος έως το 2034, σύμφωνα με την Επιτροπή για
Υπεύθυνο Ομοσπονδιακό Προϋπολογισμό. Το αποτέλεσμα θα είναι
να φτάσει το δημοσιονομικό έλλειμμα στο 8% του ΑΕΠ ή και
περισσότερο.
Παρά τις εξαγγελίες
της Υπηρεσίας Κυβερνητικής Αποτελεσματικότητας (DOGE),
οι πρωτογενείς δημόσιες δαπάνες έχουν αυξηθεί κατά περίπου
9% από την ανάληψη καθηκόντων του Τραμπ, σε σύγκριση με την
αντίστοιχη περσινή περίοδο. Ταυτόχρονα, η Υπηρεσία
Εσωτερικών Εσόδων (IRS)
έχει υποστεί σημαντική μείωση προσωπικού, γεγονός που
δυσχεραίνει τη συλλογή φόρων. Και τα έσοδα από δασμούς δεν
επαρκούν για να καλύψουν το κενό, ούτε οι προτεινόμενες
περικοπές δαπανών στον νέο προϋπολογισμό του Τραμπ.
Η αύξηση του
δημοσιονομικού ελλείμματος κατά 2% του ΑΕΠ συνεπάγεται
σχεδόν ισόποση αύξηση στο εμπορικό έλλειμμα – ή στο έλλειμμα
του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, όπως αποκαλείται από
τους οικονομολόγους – το οποίο έτσι μπορεί να φτάσει το 6%
του ΑΕΠ, από το 4%. Το τελικό μέγεθός του, βέβαια, εξαρτάται
και από άλλους παράγοντες στην οικονομία.
Δεν υπάρχει εγγενές
πρόβλημα με την ύπαρξη εμπορικού ελλείμματος. Οι εισαγωγές
είναι επιθυμητές και ωφέλιμες. Ούτε αποτελούν πρόβλημα τα
διμερή ελλείμματα: είναι φυσικό να έχουμε έλλειμμα με χώρες
όπως το Λεσότο, που μας εξάγει διαμάντια αλλά δεν εισάγει
πολλά από εμάς, όπως και πλεόνασμα με χώρες όπως η Βραζιλία,
που έχει ανάγκη τους ενεργειακούς μας πόρους.
Ωστόσο, το μέγεθος
έχει σημασία. Ένα υπερβολικά υψηλό εμπορικό έλλειμμα απαιτεί
συνεχή εισροή ξένων κεφαλαίων και εξωτερικό δανεισμό,
γεγονός που καθιστά την οικονομία πιο ευάλωτη σε διεθνείς
διακυμάνσεις και μπορεί να μειώσει την ευημερία των
μελλοντικών γενεών μέσω της αποπληρωμής αυτών των δανείων.
Σύμφωνα με έναν πρακτικό κανόνα, εμπορικό έλλειμμα της τάξης
του 3%–6% του ΑΕΠ απαιτεί επαρκή αιτιολόγηση, ενώ όταν
ξεπερνά το 6%, συνήθως αποτελεί σοβαρό πρόβλημα. Επιπλέον
φορολογικές μειώσεις θα μας φέρουν πιο κοντά σε αυτό το
σημείο.
Το εμπορικό έλλειμμα
των ΗΠΑ έχει τις ρίζες του στην ίδια τη χώρα, καθώς
συνδέεται άμεσα με το δημοσιονομικό έλλειμμα, το οποίο
απαιτεί σημαντική εξωτερική χρηματοδότηση. Αυτά τα δίδυμα
προβλήματα μπορούν να περιοριστούν μόνο αν η χώρα αρχίσει να
ζει σύμφωνα με τις δυνατότητές της – κάτι που η ομοσπονδιακή
κυβέρνηση μέχρι στιγμής δεν επιτυγχάνει. Τουλάχιστον, το
Κογκρέσο θα μπορούσε να θέσει ως στόχο να μη χειροτερέψει
περαιτέρω την κατάσταση με νέους δανεισμούς που επιτείνουν
την ήδη επικίνδυνη τροχιά του χρέους.
|