Οι επενδυτές σε
μεγάλες εταιρείες καταναλωτικών αγαθών πρέπει να συνεχίσουν
το παιχνίδι επιλογής μετοχών, διότι η υπερβολική διοχέτευση
ρευστού σε ψώνια μετά την πανδημία τελειώνει.
Οι καταναλωτές, που ολοένα και περισσότερο υπολογίζουν τις
δαπάνες τους, αρχίζουν και επηρεάζουν την ισχύ των
επιχειρήσεων στο να τιμολογούν αγαθά και υπηρεσίες. Οι
προειδοποιήσεις για τα κέρδη σε κλάδους, που ποικίλλουν από
τα είδη πολυτελείας, την υψηλή ραπτική και τα τρόφιμα έως
τις αεροπορικές εταιρείες, αναζωπυρώνουν τις ανησυχίες για
μία επιβράδυνση της αμερικανικής οικονομίας αλλά και άλλων
ισχυρών.
Όπως έγραψε σε
πρόσφατη ανάλυση του το Reuters oι εν λόγω προβληματισμοί
προξένησαν, μεταξύ άλλων αιτιών, τις μαζικές πωλήσεις στις
διεθνείς κεφαλαιαγορές προσφάτως με αποτέλεσμα να αφαιρεθούν
σχεδόν 4,8 εκατ. δολάρια από τη χρηματιστηριακή αξία
παγκοσμίων ομίλων μόλις σε τρεις ημέρες. Οπότε, όσοι
επιλέγουν μετοχές πρέπει τώρα να εντοπίσουν εκείνες τις
επιχειρήσεις που δεν θα υποφέρουν από την εξομάλυνση του
μοντέλου κατανάλωσης, πόσο μάλλον από μία οικονομική ύφεση.
«Οι καταναλωτές μπόρεσαν να απορροφήσουν τις αυξήσεις τιμών
χάρις και στα υψηλότατα επίπεδα των αποταμιεύσεων διαρκούσης
της πανδημίας, αλλά πλέον η φάση αυτή λήγει», όπως παρατηρεί
η Κιάρα Ρομπά, επικεφαλής του μετοχικού κεφαλαίου LDI στην
Generali Asset Management στο Παρίσι. «Η περίοδος του
δευτέρου τριμήνου δείχνει σημάδια επιβράδυνσης των
καταναλωτικών εξόδων με επακόλουθη προσπάθεια από τις
εταιρείες να μειώσουν τις τιμές για να τονώσουν την
αγοραστική κίνηση».
Οι έρευνες
επιχειρηματικής δραστηριότητας της S&P Global τον Ιούλιο
έδειξαν ότι οι εταιρείες σε ΗΠΑ και Ευρωζώνη δεν ήταν σε
θέση να μετακυλίσουν το υψηλότερο κόστος τόσο εύκολα όσο
πριν, όπως οι Nestle και Ryanair στην Ευρώπη και οι
McDonald’s, Visa και Worldline στις ΗΠΑ. Οι τιμές των
μετοχών των ομίλων συχνά υποχωρούν. Σαράντα εταιρείες έχουν
αναθεωρήσει προς τα κάτω τις προβλέψεις τους μέχρι στιγμής
αυτή την περίοδο στην Ευρώπη, δήλωσε την Τρίτη η BofA, οι
περισσότερες σε διάστημα ενός έτους και πλέον, ενώ στην
πλειονότητά τους το αποδίδουν στην υποτονική ζήτηση. Κι αυτό
παραδόξως αναφέρουν και οι αμερικανικοί όμιλοι. Η δε
βιομηχανία ειδών πολυτελείας με τα υψηλά περιθώρια κέρδους
δεν έχει ξεφύγει ούτε κι αυτή. Η Saint Laurent, θυγατρική
του ομίλου Kering, μείωσε τις τιμές της τσάντας Loulou στη
Γαλλία, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στις ΗΠΑ και στην Κίνα κατά
10%-15% τον Μάιο.
Πρόκειται για μία
κίνηση πολύ σπάνια για τον κλάδο, όπως είπε η Barclays, η
οποία ίσως φανερώνει ότι ο όμιλος παραδέχθηκε το επιθετικό
των προηγούμενων αυξήσεων. Επειτα από τρία χρόνια άνω του
μέσου όρου αυξήσεων ο πληθωρισμός των τιμών στον κλάδο ειδών
πολυτελείας δείχνει σημάδια επιστροφής στο μακροπρόθεσμο
εύρος του 5%-7% ή χαμηλότερα, δήλωσε ο Λούκα Σόλκα, αναλυτής
της Bernstein στο Λονδίνο. Κατά την Τζίλιαν Ντίζεν, ανώτερη
διευθύντρια χαρτοφυλακίου πελατών στην Pictet Asset
Management, οι τελευταίες ανακοινώσεις κερδών δείχνουν
περισσότερο την πόλωση των καταναλωτών παρά την απώλεια
ισχύος στην τιμολόγηση αγαθών και υπηρεσιών. |