|
Η παγκόσμια
κυριαρχία του δολαρίου τίθεται υπό αμφισβήτηση. Παρά τις
δηλώσεις του Ντόναλντ Τραμπ ότι η απώλεια του δολαρίου ως
παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος θα ισοδυναμούσε με «ήττα
σε πόλεμο», ο ίδιος ενδέχεται να συμβάλει ακριβώς σε αυτή
την έκβαση. Η παγκόσμια αποδοχή ενός νομίσματος βασίζεται
στην εμπιστοσύνη προς τη σταθερότητα και τη ρευστότητά του.
Αυτή η εμπιστοσύνη στο δολάριο φθείρεται σταδιακά, ιδιαίτερα
όσο οι ΗΠΑ δείχνουν όλο και πιο απρόβλεπτες, εσωστρεφείς και
σε κάποιες περιπτώσεις, εχθρικές. Ποιος θα στηριχτεί σε μια
χώρα που επιβάλλει δασμούς ακόμη και στους συμμάχους της;
Αν και υπάρχει
διάθεση διεθνούς διαφοροποίησης, δεν υπάρχει ξεκάθαρη
εναλλακτική στο δολάριο. Η ισχύς του είναι διαχρονική: από
την αντικατάσταση της στερλίνας μετά τον Α’ Παγκόσμιο
Πόλεμο, μέχρι σήμερα, που οι ΗΠΑ διατηρούν το 26% του
παγκόσμιου ΑΕΠ — σχεδόν ίδιο ποσοστό με εκείνο του 1980,
παρά την άνοδο της Κίνας. Παράλληλα, διατηρούν τεχνολογική
πρωτοκαθεδρία και κυριαρχία στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές
αγορές.
Παρόλο που το
μερίδιο του δολαρίου στα παγκόσμια αποθεματικά έχει μειωθεί
από 71% το 1999 σε 58% το 2023, εξακολουθεί να ξεπερνά κατά
πολύ το ευρώ (20%). Εξάλλου, κυριαρχεί στη χρηματοδότηση του
διεθνούς εμπορίου και στις τραπεζικές απαιτήσεις.
Ο οικονομολόγος
Charles Kindleberger τόνισε ότι η σταθερότητα μιας ανοικτής
διεθνούς οικονομίας απαιτεί μια ηγεμονική δύναμη που
προσφέρει τρία δημόσια αγαθά: ανοιχτές αγορές, σταθερό
νόμισμα και ρόλο δανειστή τελευταίας καταφυγής. Η Βρετανία
εξασφάλιζε αυτά τα στοιχεία μέχρι το 1914. Οι ΗΠΑ τα
ανέλαβαν μετά το 1945. Αλλά όταν υπήρξε κενό ανάμεσα στους
δύο, η διεθνής οικονομία κατέρρευσε.
Από το τέλος του Β'
Παγκοσμίου Πολέμου, το δολάριο αντιμετώπισε αλλεπάλληλες
κρίσεις: η υποτίμηση του Νίξον το 1971, η κατάρρευση του
συστήματος του Μπρέτον Γουντς, ο πληθωρισμός της δεκαετίας
του ’70 και η δημιουργία του ευρώ. Ωστόσο, η σημασία των
συναλλαγματικών αποθεμάτων επιβεβαιώθηκε ιδιαίτερα στην
ασιατική κρίση του 1997-98 και κατά τη χρηματοπιστωτική
κρίση του 2008-09, όπου η παρέμβαση της Fed αποδείχθηκε
κρίσιμη.
Τα λεγόμενα του
Kindleberger παραμένουν επίκαιρα. Τα παγκόσμια νομίσματα
ενισχύονται από τα λεγόμενα "δικτυακά φαινόμενα" — όσο
περισσότεροι τα χρησιμοποιούν, τόσο ισχυρότερα γίνονται.
Όμως τι συμβαίνει όταν ο ηγεμόνας χρησιμοποιεί τη δύναμη του
νομίσματος ως όπλο, επιβάλλοντας κυρώσεις, απειλώντας
συμμάχους ή υπονομεύοντας τη δημοσιονομική και νομισματική
σταθερότητα της ίδιας του της χώρας;
Σε ένα τέτοιο
σενάριο, η παγκόσμια κοινότητα μπορεί να αναζητήσει
εναλλακτικές. Ωστόσο, οι άλλες επιλογές είναι ακόμη πιο
προβληματικές. Το κινεζικό γιουάν δεν προσφέρει ελευθερία
κίνησης κεφαλαίων και οι χρηματαγορές της χώρας είναι
περιορισμένες από κρατικό έλεγχο — κάτι που συνάδει με την
απόλυτη προτεραιότητα του Κομμουνιστικού Κόμματος για πλήρη
πολιτικό και οικονομικό έλεγχο.
Το ευρώ δεν έχει
τους περιορισμούς του γιουάν, αλλά υποφέρει από την έλλειψη
πολιτικής ενοποίησης της Ευρωζώνης, που οδηγεί σε οικονομικό
κατακερματισμό και συγκρατεί την ανάπτυξη. Η ΕΕ μπορεί να
είναι πιο αξιόπιστη από τις ΗΠΑ σε περιόδους κρίσης, αλλά
δεν διαθέτει τη δυναμική και την ισχύ ενός ηγεμονικού πόλου.
Οι εναλλακτικές
διαμορφώνονται σε τρία σενάρια:
Ριζικός
μετασχηματισμός της Κίνας ή της Ευρωζώνης ώστε να αναδειχθεί
νέο ηγεμονικό νόμισμα.
Πολυπολικό
νομισματικό σύστημα, με τρία ισχυρά νομίσματα να
συνυπάρχουν.
Συνέχιση της
κυριαρχίας του δολαρίου, παρά τις αδυναμίες του.
Η τελευταία
περίπτωση είναι ίσως η πιο πιθανή. Παρά τις αλλοιώσεις στη
διεθνή αξιοπιστία των ΗΠΑ, η απουσία ισχυρών εναλλακτικών
επιτρέπει στο δολάριο να παραμείνει παγκόσμιο σημείο
αναφοράς. Ο Τραμπ ίσως επιθυμεί αυτή την πραγματικότητα. Οι
υπόλοιποι όμως —που αποζητούν σταθερότητα και
προβλεψιμότητα— ίσως όχι.
|