|
Οι υπουργοί
Οικονομικών και οι κεντρικοί τραπεζίτες που συγκεντρώθηκαν
στην Ουάσινγκτον για τις ετήσιες συνεδριάσεις του Διεθνούς
Νομισματικού Ταμείου αντιμετωπίζουν ένα περιβάλλον γεμάτο
αβεβαιότητα: ένα διεθνές εμπορικό σύστημα σε κρίση,
ερωτήματα γύρω από το μέλλον του δολαρίου και την πορεία των
επιτοκίων, καθώς και χρηματοπιστωτικές αγορές που
επιδεικνύουν ανησυχητικό εφησυχασμό.
Μέσα σε αυτό το
πλαίσιο, αναδεικνύεται ξανά ένα πρόβλημα που είχε
παραμεληθεί για χρόνια — το αυξανόμενο δημόσιο χρέος, το
οποίο εξελίσσεται σε μια από τις πιο πιεστικές παγκόσμιες
απειλές.
Κατά τη διάρκεια
της πανδημίας, τα δημοσιονομικά ελλείμματα εκτινάχθηκαν
καθώς τα lockdowns κατέστρεψαν την οικονομική δραστηριότητα
και περιόρισαν τα φορολογικά έσοδα, ενώ οι κρατικές δαπάνες
αυξήθηκαν δραματικά για την προστασία των πολιτών. Τα
παγκόσμια ελλείμματα ανέβηκαν από 3,5% του ΑΕΠ πριν από την
κρίση σε 9,5% το 2020. Αν και η τότε αντίδραση θεωρήθηκε
απαραίτητη, η επιστροφή στη δημοσιονομική ομαλότητα δεν ήρθε
ποτέ· ακόμη και σήμερα, τα ελλείμματα παραμένουν υψηλότερα
από τα προ πανδημίας επίπεδα.
Το παγκόσμιο
δημόσιο χρέος, που βρισκόταν στο 84% του ΑΕΠ το 2019, έχει
πλέον αγγίξει το 95%. Στις περισσότερες ανεπτυγμένες
οικονομίες – από τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο έως την
Ε.Ε. – η αύξηση του χρέους υπερβαίνει αυτήν της οικονομικής
ανάπτυξης. Εάν η τάση συνεχιστεί, μέχρι το 2030 ο λόγος
χρέους προς ΑΕΠ μπορεί να ξεπεράσει ακόμη και το επίπεδο του
2020, όταν οι κυβερνήσεις είχαν προχωρήσει σε μαζικό
δανεισμό για να αντιμετωπίσουν την κρίση.
Το χρέος δεν είναι
από μόνο του καταστροφικό, αλλά περιορίζει την ευελιξία των
κυβερνήσεων, μειώνοντας τη δυνατότητα άμεσης αντίδρασης σε
μελλοντικές κρίσεις. Ο συνδυασμός δημοσιονομικής
απειθαρχίας, ασθενικής ανάπτυξης και υποτονικών αγορών
μπορεί να οδηγήσει κάποιες χώρες στα όρια της χρεοκοπίας —
είτε ανοιχτά είτε μέσω πληθωριστικής διάβρωσης.
Μετά την ύφεση του
2008, η πολιτική συζήτηση μετακινήθηκε από τη λιτότητα προς
την ανοχή των ελλειμμάτων, καθώς τα εξαιρετικά χαμηλά
επιτόκια καθιστούσαν τον δανεισμό φαινομενικά ανώδυνο. Αυτή
η νοοτροπία όμως έχει παραμείνει, παρότι το περιβάλλον έχει
αλλάξει ριζικά. Σήμερα, με τα πραγματικά επιτόκια να
ξεπερνούν τον ρυθμό ανάπτυξης, το βάρος του χρέους αυξάνεται
εκθετικά.
Η κατάσταση
επιβαρύνεται από τη γήρανση του πληθυσμού, που μειώνει τη
φορολογική βάση και αυξάνει τις κοινωνικές δαπάνες, καθώς
και από την ανάγκη για υψηλότερες αμυντικές δαπάνες,
εκσυγχρονισμό των υποδομών και επενδύσεις στην πράσινη
μετάβαση. Οι μελλοντικές κρίσεις – οικονομικές ή
υγειονομικές – δεν είναι θέμα “αν”, αλλά “πότε”.
Η μόνη ρεαλιστική
στρατηγική για να αποφευχθεί μια δημοσιονομική κρίση είναι ο
συνδυασμός αυστηρότερου ελέγχου των δαπανών με αύξηση των
εσόδων. Πριν απ’ όλα, όμως, οι κυβερνήσεις πρέπει να
αναγνωρίσουν το μέγεθος της ευαλωτότητάς τους και να
δεσμευθούν πραγματικά σε μια νέα εποχή δημοσιονομικής
πειθαρχίας — όχι ως επιλογή, αλλά ως αναγκαιότητα.
|