“Η διάσωση της
Credit Suisse από την UBS το σαββατοκύριακο τρόμαξε τους
Ευρωπαίους επενδυτές στις τράπεζες στις αρχές αυτής της
εβδομάδας, υπό τον φόβο μιας κυλιόμενης κρίσης και προκάλεσε
σοκ για εκείνο που μόλις συνέβη σε ένα φαινομενικά υγιές,
αλλά βαθιά προβληματικό ίδρυμα ηλικίας 166 ετών”. Τα
παραπάνω έγραφε σε πρόσφατο άρθρο του στο Bloomberg
o Paul J. Davies,
προσθέτοντας πως ωστόσο, ακόμη και τώρα που ο
αρχικός πανικός υποχωρεί και οι τραπεζικές μετοχές
ανακάμπτουν από την πτώση τους, ο κόσμος έχει αλλάξει - και
όχι μόνο λόγω της Credit Suisse. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες
αντιμετωπίζουν μια διαφορετική πραγματικότητα απ’ ό,τι πριν
από την ανάληψη του ελέγχου της Silicon Valley Bank από το
αμερικανικό κράτος μόλις πριν από 10 ημέρες. Ο τραπεζικός
υπο-δείκτης του Stoxx Europe 600 έχει υποχωρήσει περισσότερο
από 10% έκτοτε.
Το κόστος
χρηματοδότησης είναι υψηλότερο, η αύξηση των δανείων θα
είναι ασθενέστερη και τα κέρδη χαμηλότερα. Οι τράπεζες και
οι ρυθμιστικές αρχές θα μπορούσαν να γίνουν πιο προσεκτικές
σχετικά με τη ρευστότητα και τα κεφάλαια, αν και η κορυφαία
ρυθμιστική αρχή της Ευρώπης δήλωσε την Τρίτη ότι δεν υπάρχει
σχέδιο για μπλοκάρισμα των αγορών ιδίων μετοχών.
Όταν η SVB
κατέρρευσε στις ΗΠΑ, φαινόταν κατά βάση ένα ξεχωριστό,
ιδιότυπο γεγονός - μια τράπεζα με κακή διοικητική διαχείριση
η οποία την έβαλε σε μπελάδες. Εκ των υστέρων, μπορεί να
αποδειχθεί ότι επρόκειτο για ένα πρώιμο σημάδι για κάτι
μεγαλύτερο. Παρόλο που δεν θα έπρεπε να συμβεί, ο κίνδυνος
απώλειας καταθέσεων και πιέσεων ρευστότητας για άλλες
τράπεζες στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη δεν μπορεί πλέον να
αγνοηθεί.
Πολλοί επενδυτές και
αναλυτές δηλώνουν σίγουροι ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες δεν θα
υποστούν απότομη φυγή καταθέσεων: έχουν καλά περιουσιακά
στοιχεία, ισχυρούς ισολογισμούς και άφθονη ρευστότητα. Όμως,
το ίδιο ίσχυε και για την Credit Suisse. Η ελβετική τράπεζα
είχε τα ιδιαίτερα προβλήματά της - μια πρόσφατη ιστορία
μεγάλων απωλειών και συγκλονιστικών σκανδάλων, καθώς και
κακές προβλέψεις για μελλοντικές αποδόσεις και διόλου
πειστικές εξηγήσεις για το πώς θα τις πραγματοποιούσε. Η
τελική και μοιραία κρίση της Credit Suisse, ωστόσο,
υπενθύμισε ότι οι καταθέτες και οι αντισυμβαλλόμενοι
ενδέχεται ενίοτε να συμπεριφερθούν με απροσδόκητους τρόπους.
Τα καλά νέα είναι
ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν πολλά εφεδρικά κεφάλαια,
σύμφωνα με τους σχετικούς τεχνικούς δείκτες. Πάρτε ως
παράδειγμα τους δείκτες κάλυψης ρευστότητας, οι οποίοι
δείχνουν πόσα μετρητά και εύκολα πωλήσιμα ομόλογα διατηρούν
οι τράπεζες σε σύγκριση με τον όγκο των καταθέσεων που
πιθανότατα θα έχαναν σε διάστημα 30 ημερών σε μια πιεστική
κατάσταση - γνωστή και ως μίνι bank run. Μια αναλογία 100%
σημαίνει ότι τα μετρητά και τα ομόλογά τους αντιστοιχούν
ακριβώς στις εκροές όταν υφίσταται πίεση. Οι ευρωπαϊκές
τράπεζες είχαν, κατά μέσο όρο, περίπου 150% πριν από την
πανδημία της Covid-19 και στη συνέχεια εκτινάχθηκαν σχεδόν
στο 175% όταν οι κεντρικές τράπεζες κατέκλυσαν τις αγορές με
επιπλέον υποστήριξη, σύμφωνα με τη Citigroup. Αυτό το
ποσοστό μειώθηκε από τότε που έληξαν τα lockdown, ωστόσο
ήταν ακόμη πάνω από το 160% στα τέλη του περασμένου έτους.
Οι συνολικές
καταθέσεις συνέχισαν επίσης να αυξάνονται στην Ευρώπη μέχρι
και φέτος, ενώ στις ΗΠΑ άρχισαν να συρρικνώνονται τον
περασμένο Απρίλιο, γεγονός που άσκησε περαιτέρω πίεση στο
κόστος χρηματοδότησης και στη ρευστότητα.
Η "μουτζούρα" σε
αυτή την εικόνα είναι η επικείμενη αποπληρωμή των εξαιρετικά
φθηνών χρημάτων της Ευρωπαϊκής
Κεντρικής
Τράπεζας τα οποία παραδόθηκαν στις τράπεζες μέσω των
Στοχευμένων Μακροπρόθεσμων Πράξεων Αναχρηματοδότησης ή
TLTRO. Χρηματοδότηση ύψους 1,65 τρισεκατομμυρίων ευρώ (1,78
τρισ. δολαρίων) πρέπει να αποπληρωθεί μέσα στο 2023, με τα
μεγαλύτερα μερίδια να οφείλονται από ιταλικές και γαλλικές
τράπεζες, σύμφωνα με τη Citigroup.
Εκείνο ωστόσο το
οποίο έχει σημασία είναι τι έκαναν οι τράπεζες με όλα αυτά
τα επιπλέον χρήματα. Η Silicon Valley Bank και η Silvergate
Bank στις ΗΠΑ αντιμετώπισαν προβλήματα επειδή κατηύθυναν
πολλά από τα μετρητά των νέων καταθετών τους σε υψηλής
ποιότητας αλλά μακροπρόθεσμης λήξης ομόλογα. Στην Ευρώπη, το
μεγαλύτερο μέρος των επιπλέον μετρητών τα οποία προέρχονταν
από τα TLTRO κατατέθηκαν πίσω στην ΕΚΤ, όπου οι τράπεζες
μπορούσαν να κερδίσουν τόκους με έναν απλό τρόπο χαμηλού
κινδύνου, σύμφωνα με την Moody's Investors Service. Τα
ομόλογα στα χέρια των ευρωπαϊκών τραπεζών αυξήθηκαν πολύ
λιγότερο: συνολικά αποτελούν μόνο περίπου το 12% του
συνολικού ενεργητικού τους, έναντι ποσοστού άνω του 30% για
τις εμπορικές τράπεζες των ΗΠΑ.
Οι τράπεζες θα
μπορούσαν να αποπληρώσουν πολλά από τα TLTRO τους με μετρητά
που διατηρούν στην ΕΚΤ, αντί να βιαστούν να αντλήσουν
χρηματοδότηση από αλλού ή να πουλήσουν ομόλογα. Περίπου το
16% των περιουσιακών στοιχείων των ευρωπαϊκών τραπεζών είναι
μετρητά που διατηρούνται στις κεντρικές τράπεζες, αναφέρει η
Moody's.
Παρόλα αυτά, οι
καταθέτες μπορεί να είναι απρόβλεπτοι και ορισμένες
μεμονωμένες τράπεζες θα ήταν πιο ευάλωτες σε επιθετικούς
καταθέτες από άλλες. Η Credit Suisse είχε κάτι κοινό με την
SVB με αυτή την έννοια: είχε μια συγκέντρωση ενός
συγκεκριμένου είδους πελατών. Είχε πολλούς εξαιρετικά
πλούσιους πελάτες με λογαριασμούς πολύ μεγαλύτερους από το
όριο ασφάλισης καταθέσεων των 100.000 ελβετικών φράγκων
(108.248 $).
Οι πλούσιοι άνθρωποι
και οι εταιρείες με μεγάλες καταθέσεις είναι γενικά πιο
γρήγοροι στο να μετακινούν τα χρήματά τους ή στο να απαιτούν
υψηλότερα επιτόκια. Και, αν φοβηθούν, θα μπορούσαν γρήγορα
να στραφούν σε μεγαλύτερες, ασφαλέστερες τράπεζες. Η UBS
είδε μεγάλες εισροές καταθέσεων τις ημέρες πριν από τη
διάσωση της Credit Suisse, πιθανώς γι’ αυτόν τον λόγο.
Δεν υπάρχουν ακόμη
σημάδια ότι αυτό συμβαίνει ανά την Ευρώπη. Οι εταιρικές
καταθέσεις είναι ήδη πιο συγκεντρωμένες σε ορισμένες από τις
μεγαλύτερες τράπεζες της περιοχής, επειδή αυτές παρέχουν
όλες τις άλλες υπηρεσίες τις οποίες χρειάζονται οι
εταιρείες. Στην BNP Paribas, για παράδειγμα, περίπου το 70%
των καταθέσεων προέρχεται από εταιρείες, τόσο του
χρηματοοικονομικού όσο και των υπόλοιπων κλάδων. Η Societe
Generale δεν βρίσκεται πολύ πίσω, ενώ τόσο στην Deutsche
Bank όσο και στη UniCredit, ανώ του 50% των καταθέσεων
προέρχεται από εταιρείες, σύμφωνα πάντα με τη Citigroup.
Τα κόστη καταθέσεων
για τις ευρωπαϊκές τράπεζες θα συνεχίσουν να αυξάνονται,
ασκώντας πίεση στα περιθώρια δανεισμού και στα κέρδη. Το
κόστος της ομολογιακής χρηματοδότησης για τις τράπεζες σε
σύγκριση με τις κανονικές εταιρείες έχει ήδη αυξηθεί
απότομα. Στις αγορές δολαρίων, το χάσμα μεταξύ των δύο είναι
στο υψηλότερο σημείο του από το 2013, σύμφωνα με την
Deutsche Bank.
Όλα αυτά αποτελούν
ζήτημα για τα κέρδη των τραπεζών, την όρεξή τους για παροχή
δανεισμού και άρα εν τέλει για την οικονομική ανάπτυξη. Και,
παρόλο που αυτό πραγματικά δεν πρέπει να αποτελεί αιτία για
κρίση εμπιστοσύνης και ρευστότητας, είναι περίεργοι καιροί
και είναι δύσκολο να είμαστε σίγουροι για το πώς μια σειρά
απότομων αυξήσεων των επιτοκίων θα διαμορφώσει τη
συμπεριφορά των καταθετών και του ευρύτερου
χρηματοπιστωτικού συστήματος. |