|
Η μεταστροφή στη
στάση των μεγάλων τραπεζών προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης
της χρηματοδότησης ορυκτών καυσίμων αντανακλά τη νέα
πολιτική πραγματικότητα που διαμορφώνεται με την επανεκλογή
του Ντόναλντ Τραμπ. Σύμφωνα με έκθεση που εκπονήθηκε από
οκτώ περιβαλλοντικές οργανώσεις, κατά τη διάρκεια του
περασμένου έτους οι μεγαλύτερες τράπεζες παγκοσμίως διέθεσαν
συνολικά 869 δισεκατομμύρια δολάρια για τη στήριξη
επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα των ορυκτών
καυσίμων. Το ποσό αυτό συνιστά σαφή αλλαγή πορείας, καθώς 65
από τις κορυφαίες τράπεζες αύξησαν τη σχετική χρηματοδότηση
κατά 162 δισ. δολάρια σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.
Οι
χρηματοπιστωτικοί κολοσσοί
JPMorgan Chase,
Bank
of
America,
Citigroup,
Mizuho
και
Wells
Fargo
ήταν εκείνοι που διέθεσαν τα μεγαλύτερα ποσά για
χρηματοδότηση έργων ορυκτών καυσίμων. Δεδομένου ότι τέσσερις
από αυτούς τους οργανισμούς είναι αμερικανικής προέλευσης
και μόνον ένας ιαπωνικός, φαίνεται πως ο τραπεζικός τομέας
ακολουθεί τη ρητορική του Αμερικανού προέδρου, ο οποίος έχει
κατά το παρελθόν χαρακτηρίσει την κλιματική αλλαγή και τις
περιβαλλοντικές επιστήμες «τεράστια απάτη».
Ενδεικτικό της
αλλαγής κατεύθυνσης είναι και η απόφαση του αμερικανικού
υπουργείου Οικονομικών, το οποίο τον Φεβρουάριο αποχώρησε
από διεθνή συμμαχία τραπεζών υπέρ της πράσινης
χρηματοδότησης και της μείωσης των κλιματικών κινδύνων.
Πρωταθλήτρια στη στήριξη του τομέα ορυκτών καυσίμων
αναδείχθηκε η
JPMorgan Chase,
η οποία παρείχε χρηματοδοτήσεις ύψους 53,5 δισ. δολαρίων το
2024.
Αθροιστικά, από την
υπογραφή της Συμφωνίας του Παρισιού και μετά, οι μεγάλες
τράπεζες έχουν χορηγήσει συνολικά 7,9 τρισεκατομμύρια
δολάρια για επενδύσεις που αφορούν ορυκτά καύσιμα. Αν και
από το 2021 υπήρξε μια σαφής τάση υποχώρησης της
χρηματοδότησης προς ρυπογόνες βιομηχανίες, αυτή η πορεία
φαίνεται πλέον να ανατρέπεται. Παράλληλα, μέσα στη δεκαετία
που ακολούθησε τη Συμφωνία του Παρισιού και παρά τις
κυβερνητικές δεσμεύσεις για περιορισμό της υπερθέρμανσης του
πλανήτη, οι χρηματοδοτήσεις για εξορύξεις, κατασκευή αγωγών
και άλλες σχετικές δραστηριότητες συνεχίστηκαν αδιάκοπα.
Παρά το γεγονός ότι
οι περισσότερες τράπεζες είχαν δεσμευθεί να ευθυγραμμιστούν
με τους στόχους του Παρισιού και να στηρίξουν τη μάχη κατά
της κλιματικής κρίσης, το 2024 υπαναχώρησαν από αυτές τις
δεσμεύσεις, την ίδια στιγμή που παγκόσμιες εκτιμήσεις
προέβλεπαν ανησυχητική άνοδο των θερμοκρασιών. Υπάρχουν
επίσης ενδείξεις ότι ορισμένες εξ αυτών ενδέχεται να
παραπλάνησαν επενδυτές, παρουσιάζοντας τις επενδύσεις τους
ως φιλικές προς το περιβάλλον, ενώ στην πραγματικότητα δεν
ήταν. Το 2024, έξι Αμερικανοί γερουσιαστές κατηγόρησαν τη
JPMorgan
Chase
για παραπλανητική παρουσίαση της περιβαλλοντικής της
στρατηγικής, ισχυριζόμενοι ότι έδινε την εντύπωση πως
παραμένει πιστή στις δεσμεύσεις της για το κλίμα.
Επιπλέον, λίγο πριν
την επίσημη ανάληψη καθηκόντων του Τραμπ τον Ιανουάριο, οι
έξι μεγαλύτερες αμερικανικές τράπεζες –JP
Morgan,
Citigroup,
Bank
of
America,
Morgan
Stanley,
Wells
Fargo και
Goldman Sachs–
ανακοίνωσαν την αποχώρησή τους από τη λεγόμενη «τραπεζική
συμμαχία για μηδενικές εκπομπές». Η εν λόγω πρωτοβουλία, υπό
την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, είχε στόχο να προσανατολίσει
τις τραπεζικές επενδύσεις και δανειοδοτήσεις προς τη
συμμόρφωση με τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού,
προβλέποντας συγκεκριμένες δεσμεύσεις για τη μείωση των
εκπομπών που συνδέονται με τις χρηματοδοτούμενες
δραστηριότητες.
|