|
Κάθε μήνα, το
Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν στέλνει επιστολές σε χιλιάδες
Αμερικανούς, ρωτώντας τους πώς βλέπουν την πορεία της
οικονομίας. Από τις αρχές του 2025, η απάντηση είναι
ξεκάθαρη: αρνητικά.
Οι πολίτες
εκφράζουν δυσαρέσκεια για το κόστος ζωής, τις
επιχειρηματικές συνθήκες, τα εισοδήματα, την αγορά εργασίας,
την αγορά κατοικίας και τις επιδόσεις του χρηματιστηρίου.
Αυτή η απαισιοδοξία αποτυπώνεται στον Δείκτη Καταναλωτικής
Εμπιστοσύνης του Μίσιγκαν, ο οποίος κατέγραψε πτώση 29% μέσα
στους πρώτους τέσσερις μήνες του 2025 και παρέμεινε σε
εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα για δύο συνεχόμενους μήνες την
άνοιξη. Στην 79χρονη ιστορία της έρευνας, τέτοια βουτιά
σχεδόν πάντα προηγήθηκε μιας ύφεσης. Αν και στις αρχές
Ιουνίου φάνηκε μια μικρή ανάκαμψη, οι προβλέψεις παραμένουν
ζοφερές.
«Όταν όλα τα
δεδομένα συγκλίνουν προς την ίδια κατεύθυνση, δεν μπορούμε
να αγνοούμε τη φωνή των καταναλωτών», υπογραμμίζει η Τζοάν
Χσου, διευθύντρια της έρευνας. «Είναι επικίνδυνο να τους
παραβλέπουμε».
Παρόλα αυτά, η
Wall
Street
δείχνει να μην συμμερίζεται αυτή την ανησυχία. Παρά το
αρνητικό κλίμα, τα “σκληρά” οικονομικά μεγέθη, όπως η
απασχόληση, διατηρούνται ισχυρά. Οι χρηματιστηριακοί δείκτες
έχουν ανακάμψει από τα χαμηλά του Απριλίου, ενώ αρκετοί
αναλυτές απορρίπτουν τις απαισιόδοξες εκτιμήσεις των
πολιτών, θεωρώντας ότι οφείλονται σε πολιτικές
προκαταλήψεις. Όπως σημείωσε αρθρογράφος των
Financial
Times τον Μάιο: «Δεν πρέπει να παίρνουμε κατά
γράμμα τις δηλώσεις καταναλωτών που λένε ότι είναι πεσμένοι
ψυχολογικά».
Η Χσου θεωρεί ότι
αυτή η ερμηνεία παραβλέπει τη φύση της έρευνας. Οι πολίτες
σχηματίζουν άποψη για την οικονομία όχι μόνο από τα ΜΜΕ,
αλλά από την καθημερινότητά τους – στις αγορές τους, στις
κουβέντες με συναδέλφους, όταν πληρώνουν λογαριασμούς.
Παράγοντες όπως ηλικία, υγεία και πολιτική ταυτότητα
επηρεάζουν τις απαντήσεις τους, όμως αυτό δεν είναι
πρόβλημα· αντιθέτως, αντανακλά τις πραγματικές παραμέτρους
που διαμορφώνουν και τη συμπεριφορά τους ως καταναλωτές.
Η ιστορία δείχνει
ότι το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν σπάνια κάνει λάθος. Το 1974
εντόπισε εγκαίρως την ύφεση, ενώ πολλοί οικονομολόγοι
καθησυχάζονταν από τις πωλήσεις αυτοκινήτων και τηλεοράσεων.
Ακόμα και αν αμφισβητείται η προγνωστική αξία των δεδομένων,
οι απαντήσεις αποτυπώνουν πώς αισθάνονται οι πολίτες – και
αυτό έχει σημασία, αφού η κατανάλωση αποτελεί το 70% του
αμερικανικού ΑΕΠ.
Οι δασμοί και η
πίεση στο κόστος ζωής
Η Χσου, απόφοιτη
του Brown με διδακτορικό από το Μίσιγκαν, ειδικεύεται
στη μελέτη των καταναλωτικών συνηθειών. Στο παρελθόν
εργάστηκε στη
Fed και σε ερευνητικά προγράμματα για
τα οικονομικά των νοικοκυριών. Το 2022 ανέλαβε τη διεύθυνση
της έρευνας του Μίσιγκαν· αν και αρχικά ήταν διστακτική να
βρεθεί στο προσκήνιο, σήμερα δηλώνει ότι θεωρεί καθήκον της
να εκφράζει τις ανησυχίες των πολιτών.
Η έρευνα ξεκίνησε
το 1946 από τον οικονομολόγο και ψυχολόγο Τζορτζ Κατόνα, με
σκοπό να μετρήσει την ψυχολογία των καταναλωτών πέρα από τα
ψυχρά στατιστικά στοιχεία. Παρότι αρχικά αντιμετωπίστηκε με
σκεπτικισμό, με τα χρόνια αποδείχθηκε ιδιαίτερα αξιόπιστη,
προβλέποντας ύφεση σε κρίσιμες περιόδους. Το 1978
καθιερώθηκε η μηνιαία της δημοσίευση, ενώ από το 2024 η
συλλογή δεδομένων γίνεται διαδικτυακά, με επιστολές που
προσκαλούν τους πολίτες να απαντήσουν
online.
Η μετάβαση στη νέα
μεθοδολογία αποδείχθηκε αποτελεσματική. Οι αποκλίσεις από
τις παλιές τηλεφωνικές απαντήσεις είναι μόλις 3%, ενώ
κάποιοι εκφράζουν μεγαλύτερη απαισιοδοξία όταν συμπληρώνουν
το ερωτηματολόγιο στον υπολογιστή. Επιπλέον, το δείγμα
σχεδόν διπλασιάστηκε, φτάνοντας τους 1.200 συμμετέχοντες τον
Ιούνιο του 2025.
Οι ερωτήσεις είναι
κατά βάση ανοιχτού τύπου. Τον τελευταίο μήνα, τα δύο τρίτα
των ερωτηθέντων ανέφεραν αυθόρμητα τους νέους δασμούς που
έχουν ανακοινωθεί και εν μέρει εφαρμοστεί από την κυβέρνηση
Τραμπ. Ακόμα και όσοι στηρίζουν την εμπορική του πολιτική
αναμένουν βραχυπρόθεσμες αρνητικές συνέπειες. Ο μεγαλύτερος
φόβος είναι η άνοδος των τιμών λόγω των δασμών. «Οι άνθρωποι
απεχθάνονται την ακρίβεια», σημειώνει η Χσου. «Νιώθουν ότι η
οικονομική τους ασφάλεια διαβρώνεται». Τα παραδοσιακά
σύμβολα της μεσαίας τάξης – κατοικία, πρόσβαση στην ανώτατη
εκπαίδευση και7 συνταξιοδότηση γύρω στα 65 – φαίνονται
ολοένα πιο απλησίαστα.
Πλησιάζει όντως
ύφεση;
Παρά την έντονη
απαισιοδοξία, η Χσου τονίζει ότι δεν είναι απολύτως βέβαιο
πως μια ύφεση είναι αναπόφευκτη. Αν υπάρξουν θετικές
εξελίξεις, π.χ. στις εμπορικές σχέσεις των ΗΠΑ με τους
βασικούς εταίρους τους, η ψυχολογία μπορεί να βελτιωθεί
γρήγορα. Η προκαταρκτική μέτρηση του Ιουνίου κατέγραψε μια
μικρή ανάσα αισιοδοξίας, ακόμη και πριν από την ανακοίνωση
του νέου εμπορικού πλαισίου ΗΠΑ–Κίνας. Ωστόσο, συνολικά τα
στοιχεία παραμένουν ανησυχητικά: ο δείκτης έχει χάσει 18%
από τον Δεκέμβριο και κινείται σε επίπεδα που εμφανίζονται
μόνο σε περιόδους ύφεσης.
Η τελευταία φορά
που είδαμε αντίστοιχες τιμές ήταν το 2022. Τότε, παρότι οι
προσδοκίες προμήνυαν ύφεση, αυτή δεν ήρθε, χάρη στη δυνατή
αγορά εργασίας και την αύξηση των εισοδημάτων. Το κρίσιμο
ερώτημα είναι αν ζούμε ξανά ένα τέτοιο σενάριο ή αν
βρισκόμαστε σε πορεία σοβαρής επιβράδυνσης.
Η Χσου θεωρεί πιο
πιθανό το δεύτερο. Τον τελευταίο μήνα, το 64% των Αμερικανών
προβλέπει άνοδο της ανεργίας, έναντι μόλις 45% στα τέλη του
2022. Το ποσοστό όσων πιστεύουν ότι θα είναι σε χειρότερη
οικονομική κατάσταση τον επόμενο χρόνο έφτασε σε ιστορικό
ρεκόρ.
Ακόμη πιο
ανησυχητικό είναι ότι η πτώση της αισιοδοξίας είναι
μεγαλύτερη μεταξύ των πιο εύπορων πολιτών – εκείνων που τα
προηγούμενα χρόνια στήριξαν την κατανάλωση. «Είναι
επικίνδυνο να θεωρούμε δεδομένο ότι οι καταναλωτές θα
συνεχίσουν να ξοδεύουν όπως πριν», προειδοποιεί.
«Οι συνθήκες έχουν
αλλάξει ριζικά».
|