Αν και εκτός
επικαιρότητας, έχοντας περάσει κάποιες εβδομάδες. Θα
επιστρέψουμε στο ζήτημα της υποβάθμισης της αμερικανικής
οικονομίας από τον οίκο
Fitch. Μια
εξέλιξη η οποία είχε προκαλέσει μεγάλες συζητήσεις και
βραχυπρόθεσμες αναταραχές στις αγορές, αν και προς στιγμήν
οι επενδυτές ασχολούνται με το ζήτημα των κινήσεων των
κεντρικών τραπεζών και της FED,
παρά τόσο το ζήτημα της προ εβδομάδων υποβάθμισης της
αμερικανικής οικονομίας.
Όπως είχε γράψει
πριν μερικές εβδομάδες το Bloomberg, η αντίδραση στην
απόφαση της Fitch Ratings να υποβαθμίσει το αξιόχρεο των ΗΠΑ
ήταν πιο αποκαλυπτική από την ίδια την ανακοίνωση του οίκου
αξιολόγησης. Επικαλούμενος ανησυχίες σχετικά με τη
μακροπρόθεσμη δημοσιονομική κατάσταση της Αμερικής και
επισημαίνοντας τον κίνδυνο η πολιτική δυσπραγία της
Ουάσιγκτον να επιδεινώσει το πρόβλημα, ο οίκος υποβάθμισε
την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας στη βαθμίδα "ΑΑ+”, από
"ΑΑΑ” προηγουμένως.
Σε πρόσφατη ανάλυση
του. Η κίνηση αυτή χαρακτηρίστηκε "περίεργη” και "εντελώς
παράλογη”. Η δε υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Τζάνετ Γέλεν,
στην επίσημη αντίδρασή της, χαρακτήρισε την απόφαση
"αυθαίρετη” και "παρωχημένη”.
Η αλήθεια είναι ότι
η πραγματικά διεισδυτική ματιά που προσφέρει οποιαδήποτε
τέτοια εκτίμηση στο κρατικό χρέος των ΗΠΑ είναι μηδαμινή. Οι
επενδυτές και οι αναλυτές έχουν στα χέρια τους όλα τα
στοιχεία που χρειάζονται προκειμένου να κρίνουν οι ίδιοι
τους τυχόν κινδύνους που σχετίζονται με τα αμερικανικά
ομόλογα, που είναι τα πλέον διαπραγματεύσιμα παγκοσμίως. Η
νέα αξιολόγηση άλλωστε δεν είχε απτές επιπτώσεις σε
ρυθμιστικό επίπεδο και μόλις και μετά βίας αντικατοπτρίστηκε
στις αγορές ομολόγων. Ουσιαστικά, η Fitch ενημέρωσε τους
επενδυτές για αυτά που ήδη γνώριζαν.
Ωστόσο, εάν
χρειαζόταν μια αφορμή για διαμαρτυρία, η υποβάθμιση του
οίκου ήταν η κατάλληλη. Ωστόσο, τα σχόλια της Γέλεν -που
ισχυρίστηκε ότι η κυβέρνηση είναι "προσηλωμένη στη
δημοσιονομική βιωσιμότητα”- περιορίστηκαν στον πλήρη
εφησυχασμό. Η διαβεβαίωση της υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ
θα πρέπει να προκαλέσει περισσότερη ανησυχία, όχι
ανακούφιση, καθώς τα θέματα που εγείρει η Fitch είναι
υπαρκτά: ο οίκος επισημαίνει ότι έως το 2025 το έλλειμμα του
προϋπολογισμού των ΗΠΑ θα αγγίξει σχεδόν το 7% του
Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, ακόμη κι αν η χώρα δεν
εξυπηρετήσει στο σύνολό τους τις δημοσιονομικές προκλήσεις
της (το αυξανόμενο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, το
εκτινασσόμενο κόστος υγειονομικής περίθαλψης, τη συρρίκνωση
των ταμείων κοινωνικής ασφάλισης). Άλλωστε, η αλλαγή πορείας
ξεκινά με την παραδοχή της σοβαρότητας του προβλήματος.
Οι επικριτές της
Fitch σημειώνουν ότι οι δημοσιονομικές προοπτικές των ΗΠΑ
έχουν βελτιωθεί τελευταία, με αποτέλεσμα να αναρωτιούνται
γιατί ο οίκος αποφάσισε να υποβαθμίσει το αξιόχρεο της χώρας
τώρα. Εύλογο ερώτημα, αφού άλλωστε και η ίδια η Fitch στην
αναλυσή της αναφέρει ότι θα έπρεπε να είχε γίνει νωρίτερα.
Αλλά το πρόβλημα δεν θα λυνόταν σε καμία περίπτωση. Η
πρόσφατη βελτίωση των δημοσιονομικών προοπτικές των ΗΠΑ
είναι πρόσκαιρη, καθώς οφείλεται κυρίως στην επίδραση του
υψηλού πληθωρισμού στον παρονομαστή του λόγου χρέος προς
ΑΕΠ. Με βάση την τρέχουσα πολιτική, ο λόγος αυτός βρίσκεται
ακόμη σε τροχιά να αγγίξει πρωτοφανή, ιστορικά, επίπεδα. Το
Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου εκτιμά ότι ο σχετικός
δείκτης θα ξεπεράσει το 118% το 2033 - και θα συνεχίσει να
αυξάνεται στη συνέχεια αν δεν αλλάξει άρδην η ακολουθούμενη
πολιτική. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι αυτή η
επιδείνωση λαμβάνει χώρα διότι η ανικανότητα της Ουάσιγκτον
να αντιμετωπίσει το πρόβλημα εδραιώνεται όλο και
περισσότερο.
Κανείς, πόσο δε
μάλλον η Fitch, δεν πιστεύει ότι οι ΗΠΑ ενδεχομένως να
βρεθούν στο σημείο που θα αναγκαστούν να αποποιηθούν τις
υποχρεώσεις τους. Οι κακές προοπτικές προμηνύουν έναν
συνδυασμό υψηλότερων επιτοκίων, αυξημένων φόρων και
χαμηλότερων κρατικών δαπανών - αλλά αυτό το "μείγμα” από
μόνο του δεν σημαίνει ότι οι ΗΠΑ οδεύουν προς την
αφερεγγυότητα. Αυτός ο κίνδυνος εγείρεται λόγω ενός
μελλοντικού μείγματος δημοσιονομικής κρίσης, της πολιτικής
πόλωσης και της εντυπωσιακής προθυμίας των ηγετών της χώρας
να φλερτάρουν περιστασιακά με την εθελοντική αθέτηση
πληρωμών για μικροπολιτικούς σκοπούς.
Η Γέλεν φαίνεται να
θεωρεί την πρόσφατη συμφωνία στο Κογκρέσο για το ανώτατο
όριο του χρέους, που ήρε την επικείμενη απειλή της
αυτοπροκαλούμενης χρεοκοπίας, ως επαρκή διαβεβαίωση για τη
φερεγγυότητα των ΗΠΑ. Αλλά αυτό είναι παράλογο. Η συμφωνία
επιδείνωσε σημαντικά τις μακροπρόθεσμες δημοσιονομικές
προοπτικές της χώρας βγάζοντας από την εξίσωση την
ουσιαστική μεταρρύθμιση κοινωνικών δικαιωμάτων (κυρίως της
κοινωνικής ασφάλισης και της υγειονομικής περίθαλψης). Χωρίς
να λαμβάνει καμία πρόνοια για τη βελτίωση του κρατικού
προϋπολογισμού. Η αντιμετώπιση της συγκεκριμένης πρόκλησης
απαιτεί ουσιαστική διακομματική συνεργασία. Αυτήν τη στιγμή
είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πως κάτι τέτοιο είναι
εφικτό - και το πρόβλημα θα μπορούσε να επιδεινωθεί πριν
επιτευχθεί κάποια βελτίωση.
Εν ολίγοις, η Fitch
έχει δίκιο. Η ευρεία απροθυμία αποδοχής του προβλήματος
απλώς επιβεβαιώνει το σκεπτικό του οίκου. |