Όπως έγραψε
προσφάτως σε άρθρο του στο Project Syndicate o Χέλμουτ Κ.
Ανχάιερ (καθηγητής Κοινωνιολογίας στη Σχολή Διακυβέρνησης
Hertie στο Βερολίνο - επίκουρος καθηγητής Κοινωνικής
Πρόνοιας στη Luskin School of Public Affairs του UCLA) μόλις
μερικές ημέρες μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ο γερμανός
καγκελάριος Ολαφ Σολτς διακήρυξε πως η προσέγγιση της
Γερμανίας στην αμυντική και εξωτερική πολιτική θα υφίστατο
μια «αλλαγή εποχής» (Zeitwende). Σε πολλά σχόλια και ομιλίες
που έχει κάνει έκτοτε, έχει επαναλάβει τη δέσμευσή του στη
βαθύτερη ολοκλήρωση της Ευρώπης, σε επίπεδο ασφάλειας και
οικονομίας. Τον Σεπτέμβριο δε, η υπουργός Εξωτερικών,
Αναλένα Μπέρμποκ, ανακοίνωσε ότι η Γερμανία θα υιοθετούσε
μια φεμινιστική εξωτερική πολιτική, βασισμένη περισσότερο σε
αρχές, προκειμένου να υπερασπίσει τη φιλελεύθερη τάξη
πραγμάτων από τον αυταρχισμό.
Επί δεκαετίες,
η Γερμανία ήταν απολύτως έτοιμη να κάνει μπίζνες με
αυταρχικούς ηγέτες, παρά την επίσημη δέσμευσή της σε μια
εξωτερική πολιτική βασισμένη στις ευρωπαϊκές φιλελεύθερες
αξίες. Εμεινε δε πιστή σε αυτή την αμφίσημη στάση επειδή
υπήρχαν μεγάλα οφέλη για τη Γερμανία.
Από τον Χέλμουτ
Κολ τη δεκαετία του ’90 μέχρι τον Σολτς σήμερα, οι
καγκελάριοι της Γερμανίας πίστευαν συστηματικά ότι η
εμπορική πολιτική και ο διάλογος θα μπορούσαν να βελτιώσουν
τις σχέσεις με τους υφιστάμενους και τους εν δυνάμει
ανταγωνιστές. Αγνοώντας τους βασικούς της συμμάχους, όπως οι
Ηνωμένες Πολιτείες και η Γαλλία, η Γερμανία καλλιέργησε
οικονομικές εξαρτήσεις οι οποίες, τελικά, θα μπορούσαν να
αξιοποιηθούν εις βάρος της.
Αραγε, η νυν
κυβέρνηση εννοεί σοβαρά ότι θα επιδιώξει να εφαρμόσει μια
πιο διεκδικητική και λιγότερο διφορούμενη εξωτερική πολιτική;
Δυστυχώς, οι πρώτες ενδείξεις συνηγορούν για το αντίθετο. Το
χάσμα ανάμεσα στις δεδηλωμένες προθέσεις της Γερμανίας και
τις πράξεις της παραμένει. Ετσι, αν και ανακοίνωσε ότι θα
στηρίξει την Ουκρανία, η κυβέρνηση κινήθηκε πολύ αργά στη
χορήγηση στρατιωτικής και επιμελητειακής βοήθειας, ενώ η
ενίσχυση της Bundeswehr που υποσχέθηκε έχει μείνει πίσω από
το χρονοδιάγραμμα.
Επιπλέον,
ενεργώντας μονομερώς προκειμένου να αμβλύνει τις επιπτώσεις
από τις υψηλές τιμές ενέργειας, η Γερμανία απομονώνεται
ολοένα περισσότερο εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αυτή η
έλλειψη διαβούλευσης έχει αυξήσει και τις εντάσεις με τη
Γαλλία, σε ανησυχητικό μάλιστα βαθμό.
Οσο για τη
φεμινιστική εξωτερική πολιτική που θα βασίζεται σε αξίες, το
επιτελείο της Μπέρμποκ απέτυχε στην πρώτη δοκιμασία, καθώς
άργησε πολύ να αντιδράσει στις διαμαρτυρίες στο Ιράν των
οποίων ηγούνται γυναίκες. Ο δε Σολτς, ενίσχυσε την παραπάνω
αμφιλεγόμενη εικόνα με την επίσκεψή του στην Κίνα αυτόν τον
μήνα. Ο ίδιος δήλωσε, βεβαίως, ότι στόχος του ήταν να πείσει
την ηγεσία της να ασκήσει πίεση προς τη Ρωσία ώστε να μη
χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα. Αν, όμως, έτσι έχουν τα
πράγματα, γιατί πήρε μαζί του τόσο πολλούς επικεφαλής
γερμανικών επιχειρήσεων;
Διακρίνω
τέσσερις αλληλοσυνδεόμενες αιτίες για όλα αυτά. Πρώτον,
υφίσταται έλλειμμα μακροπρόθεσμου σχεδιασμού στη γερμανική
εξωτερική πολιτική. Δεύτερον, υπάρχει στενή σχέση ανάμεσα
στα επιχειρηματικά συμφέροντα και την εξωτερική πολιτική της
Γερμανίας. Τρίτον, έχουμε να κάνουμε με το φαινόμενο της «μόνιμης
κρίσης», καθώς η κυβέρνηση Σολτς δεν είχε τον αναγκαίο καιρό
για να αρχίσει να λειτουργεί και να εφαρμόσει τις
μεταρρυθμίσεις που περιέγραφε το συμφωνητικό του συνασπισμού.
Τέλος, η Γερμανία διαθέτει μια περίπλοκη και εύθραυστη
κυβέρνηση συνασπισμού, η οποία συχνά λειτουργεί με βάση
αντίθετες επιδιώξεις.
Ετσι, για μια
ακόμη φορά, η Γερμανία εμφανίζει μια προβληματική έλλειψη
πάθους απέναντι στους συμμάχους της και αποφασιστικότητας
απέναντι στους ανταγωνιστές. Δεν μπορεί, όμως, να υπάρξει «αλλαγή
εποχής» χωρίς αυτά τα δύο στοιχεία. |