Γεννηθήκαμε την στιγμή που γεννιόταν μια νέα
διεθνής ισορροπία, λίγο πριν ή λίγο μετά την
κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Είμαστε τα παιδιά των
ανθρώπων που στα 30 τους είχαν ήδη στρωμένη
δουλειά, σπίτι και, πιθανότατα, εμάς. Είμαστε η
πρώτη γενιά εργαζομένων που ήρθε αντιμέτωπη με
τα δυσθεώρητα ποσοστά της μαύρης εργασίας, της
εργοδοτικής αυθαιρεσίας και το «μπλοκάκι».
Είμαστε η γενιά που ίσως να μην έφυγε ακόμη από
το παιδικό δωμάτιο.
Είμαστε
η γενιά από την οποία όλοι περίμεναν να
διορθώσει τα λάθη της προηγούμενης. Και
αποτύχαμε.
Τα
παιδιά του διαδικτύου
Ο
Ζίκμουντ Μπάουμαν στην «Ρευστή Αγάπη» (2011) μας
περιγράφει ως δημιουργούς και παράλληλα
προϊόν της απόλυτης ναρκισσιστικής κοινωνίας: τα
κοινωνικά δίκτυα μάς δημιούργησαν την ανάγκη να
γινόμαστε αυτό που οι θέλουμε να φαινόμαστε
στους άλλους.
Η
ρευστότητα της εικόνας, με την απροθυμία της
ειλικρινούς, αφιλτράριστης έκθεσης, ανάγκασε τη
γενιά μας να προσποιείται ρόλους, πέφτοντας σε
μία ατελείωτη παγίδα. Όπως ο νάρκισσος πνίγεται
προσπαθώντας να φιλήσει το είδωλό του, έτσι κι η
ναρκισσιστική κοινωνία πνίγει το άτομο, στην
προσπάθεια να καταφέρει να «φιληθεί».
Σε ένα
περιβάλλον διαρκούς, ασταθούς προσπάθειας, χωρίς
κανένα οικονομικό δίκτυ ασφαλείας, oι
millennials επιβιώνουν σε έναν κόσμο γεμάτο
φούσκες. Τσιχλόφουσκες, για την ακρίβεια. Με
τέλεια σπίτια, σχέσεις, φιλίες, ζωές όπως
παρουσιάζονται, φυσικά, στα social media.
Αυτό που
μάθαμε να κάνουμε, είναι να δείχνουμε «καλά».
Απόλυτα ανειλικρινείς ως προς τις επιθυμίες,
τους φόβους, την ασφυξία που περιβάλλει τη γενιά
μας. Και κάπως «ασφαλείς», μη ρισκάροντας την
έκθεση. Κάτι που σταδιακά, όπως κάθε απρόσωπη
τακτική, οδήγησε σε μόνο προσωπικές επιδιώξεις.
Έτσι, η
προηγούμενη γενιά μας κατηγορεί για έλλειψη
πολιτικής, κοινωνικής πρωτοβουλίας.
Γιατί
δεν αλλάξαμε τον κόσμο;
Προσπαθήσαμε ως γενιά. Προσπαθήσαμε και να
αλλάξουμε και να σώσουμε τον κόσμο,. Απλά για
εμάς η κινηματική, πολιτική, ακτιβιστική δράση
είχε άλλο κόστος.
Εμείς
δεν ήμασταν ενήλικες ούτε κατά τη δεκαετία του
’80, ούτε κατά τη δεκαετία του ’90. Οι δικές μας
ζωές είχαν ως τεράστιο διακύβευμα το να
καταφέρουμε, βασικά, να ζήσουμε μόνοι μας. Με το
μισθό μας, για την ακρίβεια.
Και
λένε, μα ακριβώς για αυτό θα έπρεπε να
ξεσηκωνόμαστε! Ξεσηκωθήκαμε, όμως. Σε όλον τον
κόσμο. Και ηττηθήκαμε. Γιατί; Γιατί δεν είχαμε
την πολυτέλεια, την «καβάτζα», αν θέλετε, να
παλεύουμε ασταμάτητα. Και απογοητευτήκαμε, γιατί
πια είχε κι η προηγούμενη γενιά αλλάξει τις
απαιτήσεις της: δεν μπορείς και να αγωνίζεσαι
και να ψάχνεις για δουλειά, σωστά; Πρέπει να
προχωρήσεις τη ζωή σου. Να αυτονομηθείς.
Η δική
μας γενιά δεν είχε ποτέ την πολυτέλεια, με 500
ευρώ μηνιαίο μισθό, να αντέχει. Εμείς
αντιμετωπιστήκαμε ως αναλώσιμοι εργαζόμενοι, δεν
είχαμε δικαιώματα, δεν είχαμε μέλλον, αλλά
είχαμε προσδοκίες. Μεγάλες προσδοκίες.
Να
σώσουμε την οικονομία, που παραλάβαμε διαλυμένη.
Να σώσουμε τον πλανήτη, που είχε ήδη
καταστραφεί. Και παράλληλα, σε ένα εργασιακό και
στεγαστικό χάος της κρίσης, να είμαστε
ανεξάρτητοι.
Απογοητεύσαμε την προηγούμενη γενιά; Μπορεί.
Έχουμε παραδώσει τα όπλα; Μπορεί. Είμαστε
εγκλωβισμένοι σε μια δυστοπία που πρώτη φορά
βιώνει ο πλανήτης; Με τέτοια οικολογική
καταστροφή, τόσο αδιέξοδες οικονομικές συνθήκες,
τόση υπερπροβολή των ζωών μας, μια πανδημία και
ταυτόχρονα τεράστιους πολέμους;
Ναι,
στην πραγματικότητα είμαστε όντως η πρώτη γενιά
που πρέπει να αντιμετωπίσει την Λερναία Ύδρα,
πριν καν προλάβει να κλείσει τα 40.
Οι
millennials που αργούν να μεγαλώσουν
Καταλαβαίνεις ότι τα πράγματα είναι τρομερά
δύσκολα, όταν οι γονείς σου δεν ρωτάνε καν «πότε
θα δούμε ένα εγγόνι». Ακούγεται κάπως αφελές,
αλλά ας το δούμε: ο βασικός μισθός είναι στα 750
ευρώ. Τα ενοίκια επίσης. Αποτύχαμε ήδη να
αλλάξουμε τον κόσμο, δεν καταφέραμε καν να
φτιάξουμε σε μια ισορροπία τις ζωές μας και
κάπως έτσι μπουμ! Τα 30 είναι τα νέα 20.
Μεγαλώνουμε πιο αργά, επειδή έχουμε αυτονομηθεί
πιο αργά. Αν έχουμε αυτονομηθεί, δηλαδή, αν
έχουμε φύγει από το γονεϊκό σπίτι και αν
καλύπτουμε μόνες και μόνοι μας όλα τα έξοδα.
Αν
μπορούμε να έχουμε ελεύθερο χρόνο, ή μάλλον, τα
χρήματα να τον αξιοποιήσουμε. Είμαστε, εξάλλου
και η γενιά του… staycation.
Ένας
άνθρωπος που σήμερα είναι 50, στα 20 χρόνια του
και ως ανειδίκευτος εργάτης, έπαιρνε 80.000
δραχμές. Το ενοίκιο είχε 15.000 δραχμές και το
ποτό 500.
Εμείς
ήμασταν η γενιά που έπρεπε να σώσει την
προηγούμενη και τον κόσμο όλο. Αλλά δεν τα
καταφέραμε. Είμαστε ένα οικονομικό και κοινωνικό
πείραμα. Ναι, αποτύχαμε. Αλλά αυτός ήταν εξαρχής
ο προορισμός μας. Να πρέπει να αναμετρηθούμε με
τέρατα πάνω σε καμένη γη.
Αυτό δεν
πήγε καλά.
Ολγα
Στέφου (in.gr)
|