Σε έναν
διαφορετικό πολιτικό χρόνο, η νίκη της
ακροδεξιάς στην Αυστρία δεν θα αποτελούσε την
πλέον συγκλονιστική είδηση, καθώς το αυστριακό
εκλογικό σώμα διατηρούσε ανέκαθεν μια ροπή προς
τον υπέρ-συντηρητισμό. Ωστόσο, είναι αδύνατον να
αγνοήσει κανείς πως το FPÖ επικράτησε για πρώτη
φορά στην πολιτική ιστορία της χώρας σε εθνικές
εκλογές, σε έναν πολιτικό χρόνο όπου το
γερμανικό ακροδεξιό AfD αποτελεί μακράν τη
δεύτερη ισχυρότερη πολιτική δύναμη της
μεγαλύτερης οικονομίας της ΕΕ, τη στιγμή που οι
υπέρ-συντηρητικές δυνάμεις σε όλη την ευρωπαϊκή
επικράτεια σημειώνουν εντυπωσιακή άνοδο. Η νίκη
του FPÖ πιθανότατα δεν θα αποσταθεροποιήσει την
Αυστρία, ωστόσο ενδεχομένως να αποτελέσει
πρόβλημα για την ΕΕ, εφόσον η Ευρωπαϊκή Κομισιόν
δεν αντιμετωπίσει το αποτέλεσμα των αυστριακών
εκλογών ως σύμπτωμα μιας βαθύτερης συνθήκης.
Προφανώς, κανένα πολιτικό κόμμα σε μια χώρα της
δυτικής Ευρώπης δεν θα μπορούσε να επιβιώσει
πολιτικά –τουλάχιστον σημειώνοντας τα ποσοστά τα
οποία έχει καταγράψει ιστορικά το FPÖ στην
αυστριακή πολιτική ιστορία– αν δεν μετακινούταν
από τις αρχικές και αμιγώς φασιστικές πολιτικές
του θέσεις. Αναλυτικότερα, το FPÖ αποτελεί ένα
από τα περισσότερο μεταβαλλόμενα πολιτικά
κόμματα της Δυτικής Ευρώπης, καθώς από την
ίδρυσή του το 1956 μέχρι και το 1980
τοποθετούταν στο περιθώριο της ακροδεξιάς· από
τα 80s και μετά, το FPÖ μετακινήθηκε προς το
κέντρο, προβάλλοντας ένα κάπως απροσδιόριστο
ιδεολόγημα εθνικοφιλελευθερισμού, το οποίο
ωστόσο άρκεσε ώστε να αποτελέσει κυβερνητικό
εταίρο τόσο των Σοσιαλδημοκρατών (SPÖ) το 1983,
όσο και των Χριστιανοδημοκρατών (ÖVP) τόσο στα
τέλη των 90s όσο και στα μέσα της προηγούμενης
δεκαετίας. Το κρίσιμο στοιχείο σε ό,τι αφορά την
εξέλιξη του ιδεολογικού πυρήνα του FPÖ κατά τη
διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, αλλά και μετά την
Πτώση του Τοίχους, είναι ότι κατάφερε επιτυχώς
να παραμείνει ρυθμιστής του αυστριακού πολιτικού
συστήματος, προβάλλοντας αρκετή ευελιξία ώστε να
επιβιώσει –αντί να καταποντιστεί μαζί με το
παρωχημένο αφήγημα του ναζισμού σε μια διαρκώς
περισσότερο ενωμένη Ευρώπη–, αλλά και προσήλωση
στο εθνικοκεντρικό του αφήγημα.
Tο FPÖ
μετακινήθηκε εκ νέου στον ιδεολογικό άξονα και
ταυτίστηκε απροκάλυπτα με θέσεις τις οποίες
διατηρούσε κεκαλυμμένα μέχρι προσφάτως
Ωστόσο,
οι ιδιαιτερότητες του τρέχοντος πολιτικού χρόνου
αποτέλεσαν την ιδανική αφορμή ώστε το FPÖ να
μετακινηθεί εκ νέου στον ιδεολογικό άξονα και να
ταυτιστεί πλέον απροκάλυπτα με θέσεις τις οποίες
διατηρούσε κεκαλυμμένα μέχρι προσφάτως.
Συγκεκριμένα, ο ισχυρός ευρωσκεπτικισμός ο
οποίος χαρακτήρισε τη στάση του FPÖ κατά τη
διάρκεια της Ευρωπαϊκής Κρίσης Χρέους
συμπληρώθηκε πλέον με μια απροκάλυπτη
φίλο-ρωσική προσέγγιση, η οποία κατέστη αμέσως
εμφανής μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην
Ουκρανία. Στην ουσία, το σύγχρονο αφήγημα του
FPÖ ταυτίζεται σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό με
εκείνο του AfD, τη στιγμή που η πάγια
αντιμεταναστευτική και ευρωσκεπτικιστική στάση
ενός σημαντικού αριθμού Αυστριακών πολιτών έχει
πλέον αποκτήσει και μια σαφή οικονομική
κοσμοθεωρία, στην οποία ο ρώσο-ουκρανικός
πόλεμος –και η στήριξη της Δύσης προς την
Ουκρανία– αποτελεί τον βασικό λόγο για τον οποίο
η Αυστρία, αλλά και αρκετές άλλες οικονομίες
κρατών-μελών της ΕΕ, δοκιμάστηκαν από τις
πληθωριστικές πιέσεις των δύο τελευταίων ετών.
Προφανώς, το συγκεκριμένο επιχείρημα κρύβει μια
δόση αλήθειας, καθώς ο ρώσο-ουκρανικός πόλεμος
προκάλεσε το ξέσπασμα μιας πρωτοφανούς
ευρωπαϊκής ενεργειακής κρίσης, ωστόσο τη
δεδομένη χρονική στιγμή τα ενεργειακά κόστη
έχουν μειωθεί σε μεγάλο βαθμό, ενώ οι
πληθωριστικές πιέσεις στο σύνολο της Ευρωζώνης
βαίνουν διαρκώς μειούμενες, με την Ευρωπαϊκή
Κεντρική Τράπεζα να ετοιμάζεται να προχωρήσει σε
μια ακόμα μείωση των επιτοκίων της.
Ο
σχηματισμός κυβέρνησης στην Αυστρία και ο οιωνός
για τη Γερμανία
Στην
πράξη, το FPÖ εκμεταλεύτηκε πλήρως τις
ιδιαιτερότητες του τρέχοντος πολιτικού χρόνου,
ώστε να υποσχεθεί υπεραπλουστευμένες λύσεις σε
δυσεπίλυτα ζητήματα –αναγνωρίζοντας παράλληλα
και τα κατάλληλα εξιλαστήρια θύματα– σε αρκετό
βαθμό ώστε να εξασφαλίσει το 29.2% των
καταμετρημένων ψήφων και 58 έδρες στο αυστριακό
κοινοβούλιο, αφήνοντας στη δεύτερη θέση το
κεντροδεξιό ÖVP το οποίο συγκέντρωσε το 26.5%
και 52 έδρες αντίστοιχα. Με μια πρώτη ματιά, τα
συγκεκριμένα αποτελέσματα μοιάζουν να
καθρεφτίζουν εκείνο των εκλογών στη Θουριγγία,
όπου το AfD κέρδισε –για πρώτη φορά στη
γερμανική ιστορία– μια εκλογική αναμέτρηση,
επικρατώντας του κεντροδεξιού CDU. Ωστόσο, η
κρίσιμη διαφορά –πέρα από την προφανή, δηλαδή
πως το ένα αποτέλεσμα αφορά τη διακυβέρνηση ενός
κράτους-μέλους της ΕΕ, και το άλλο απλός ενός εκ
των πλέον αδύναμων κρατιδίων της Γερμανίας–
είναι πως στις αυστριακές εθνικές εκλογές, οι
Σοσιαλδημοκράτες διατήρησαν τις δυνάμεις τους.
Ενδεικτικά, το SPÖ κατέγραψε ακριβώς το ίδιο
ποσοστό με εκείνο που είχε καταγράψει στις
εθνικές εκλογές του 2019, παραμένοντας στο 21%
και κερδίζοντας μάλιστα μία επιπλέον έδρα στο
κοινοβούλιο. Παράλληλα, τις δυνάμεις του αύξησε
οριακά και το φιλελεύθερο NEOS, καθώς κέρδισε το
9% των καταμετρημένων ψήφων και δεκαεπτά έδρες,
ενώ παρά τις απώλειές τους και οι Πράσινοι
εισήλθαν ξανά στο κοινοβούλιο, κερδίζοντας το 8%
των ψήφων και έντεκα έδρες.
Μπορεί
το FPÖ να κατέγραψε μια εντυπωσιακή νίκη, όμως η
πιθανότητα διαμόρφωσης μιας ευρείας –και
φίλο-ευρωπαϊκής– κυβέρνησης των ηττημένων στην
Αυστρία παραμένει
Η
συγκεκριμένη ισορροπία των δυνάμεων ουσιαστικά
εξουδετερώνει τη νίκη του FPÖ, καθώς η επίσημη
θέση του ÖVP είναι πως δεν θα επιδιώξει καμία
συνεργασία με τη σύγχρονη –και διαρκώς
μεταλλασσόμενη– αυστριακή ακροδεξιά, αλλά θα
επιχειρήσει να σχηματίσει μια ευρεία κυβέρνηση
συνεργασίας, τουλάχιστον με τους
Σοσιαλδημοκράτες και τους Φιλελεύθερους. Το
συγκεκριμένο εγχείρημα ελλοχεύει οριακά
υπαρξιακούς κινδύνους για τη διακυβέρνηση της
Αυστρίας, ωστόσο είναι δεδομένο πως τα κραταιά
κόμματα, τα οποία συντάσσονται γύρω από έναν
κοινό δημοκρατικό και φίλο-ευρωπαϊκό ιδεολογικό
άξονα παρά τις μεταξύ τους διαφορές, θα
επιχειρήσουν να κρατήσουν το FPÖ μακριά από την
ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας, ειδικά δε
εφόσον αυτή πλέον μπορεί να έλθει μόνο από θέση
ισχύος. Η συγκεκριμένη εξέλιξη, εφόσον
επιβεβαιωθεί, ενδεχομένως να αποτελέσει και το
προσχέδιο για μια ευρεία κυβέρνηση συνεργασίας
στη Γερμανία, μεταξύ του CDU/CSU, του SPD και
των Φιλελευθέρων, έτσι ώστε η πολιτική επιρροή
του AfD να περιοριστεί στα χαμηλότερα δυνατά
επίπεδα· ενόψει των γερμανικών ομοσπονδιακών
εκλογών του 2025, είναι δεδομένο πως το CDU/CSU
θα επικρατήσει, αλλά και πως δεν υπάρχει καμία
περίπτωση να συνεργαστεί με το AfD έναντι των
Σοσιαλδημοκρατών. Στην ουσία, μπορεί το FPÖ να
κατέγραψε όντως μια εντυπωσιακή νίκη, όμως η
πιθανότητα διαμόρφωσης μιας ευρείας –και
φίλο-ευρωπαϊκής– κυβέρνησης των ηττημένων στην
Αυστρία παραμένει απείρως πιθανότερο από το να
αναδειχθεί ο επικεφαλής του, Herbert Kickl, ως ο
«Καγκελάριος του Λαού» όπως επιθυμεί να
αυτοπροσδιορίζεται.
Οι
ευρωπαϊκοί τριγμοί μπροστά σε ένα αβέβαιο μέλλον
Σε κάθε
περίπτωση, ακόμα και αν αποφευχθεί το χειρότερο
–για τις Βρυξέλλες– σενάριο στο οποίο το FPÖ
κάπως καταλήγει όντως στα κυβερνητικά έδρανα, το
αποτέλεσμα των αυστριακών εκλογών αποτελεί τη
μεγαλύτερη απόδειξη πως οι στρατηγικές επιλογές
της Ευρωπαϊκής Κομισιόν στον καινούργιο πλέον
θεσμικό της κύκλο, θα πρέπει να αποδειχθούν
συνεπέστερες απέναντι στις ανησυχίες των
Ευρωπαίων πολιτών. Αν τα μετρήσει κανείς κάπως
απλοϊκά, θα συνειδητοποιήσει πως περίπου το 1/3
του εκλογικού σώματος των κρατών-μελών της
Δυτικής Ευρώπης έχει στραφεί πλέον προς
κομματικές επιλογές οι οποίες αμφισβητούν, είτε
σε μικρό είτε σε μεγάλο βαθμό, τόσο τις αξίες
όσο και τις προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής
Ένωσης. Πέρα από το FPÖ και το AfD, το
Rassemblement National στη Γαλλία εξακολουθεί να
αποτελεί τη βασική απειλή του φίλο-ευρωπαϊκού
άξονα ενόψει των γαλλικών προεδρικών εκλογών,
παρά την τρίτη θέση στις βουλευτικές εκλογές, το
PVV του Geert Vilders στην Ολλανδία επικράτησε
στις εκλογές του 2023, το PiS στην Πολωνία
κέρδισε τις εκλογές του 2023 αλλά οδηγήθηκε στην
αντιπολίτευση λόγω της πολιτικής μαεστρίας του
Donald Tusk, το Finns Party στην Φινλανδία
αποτελεί πλέον την τρίτη μεγαλύτερη δύναμη της
χώρας, όπως εξάλλου και το Chega στην
Πορτογαλία, αλλά και το Vox στην Ισπανία.
Οι
δυνάμεις του υπερσυντηρητισμού και της
γεωπολιτικής προτίμησης στη Μόσχα και την
κυβέρνηση Putin, τείνουν πλέον να μετατραπούν σε
συστημική αντί για παροδική δύναμη εντός της ΕΕ
Με άλλα
λόγια, οι δυνάμεις του υπερσυντηρητισμού, του
μετριοπαθούς ή σκληρού ευρωσκεπτικισμού και της
γεωπολιτικής προτίμησης στη Μόσχα και την
κυβέρνηση του Vladimir Putin εν μέσω του
ρώσο-ουκρανικού πολέμου, τείνουν πλέον να
μετατραπούν σε συστημική αντί για παροδική
δύναμη εντός της ΕΕ, με όλα όσα αυτό συνεπάγεται
και για την ευρύτερη ισορροπία των πολιτικών
δυνάμεων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Η Ευρωπαϊκή
Κομισιόν έχει ήδη ανακοινώσει πως η υπαρξιακή
της προτεραιότητα για την πενταετία 2024-2029 θα
είναι η ενίσχυση της ευρωπαϊκής στρατηγικής
αυτονομίας· στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει
καμία εναλλακτική επιλογή από αυτή, εφόσον οι
Βρυξέλλες επιθυμούν να κρατήσουν ανέπαφο και
ασφαλή τον αξιακό τους πυρήνα. Με τις ΗΠΑ να
αρκοβατούν ανάμεσα σε μια χαλαρότερη προσήλωση
στη μεταπολεμική τους προσέγγιση σε ό,τι αφορά
τις διατλαντικές σχέσεις και τον σκληρό
νέο-απομονωτισμό, αλλά και τη Ρωσία με την Κίνα
να συνάπτουν μια άτυπη –αλλά σαφή γεωπολιτική
συμμαχία– η αντιμετώπιση των αντί-ευρωπαϊκών
δυνάμεων οι οποίες υποβαθμίζουν την
ανταγωνιστικότητα της ΕΕ μπορεί να έρθει μόνο αν
η ηγεσία της ενισχύσει τη θέση της, ως
πραγματική υπερδύναμη σε ένα βιάιως
μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον.
Άγης
Παπαγεωργίου (Athens Voice) |