Η
Ελλάδα, παρά τις διεθνείς αντιξοότητες και
κρίσεις, έχει καταγράψει πρόσφατα σημαντικές
επιτυχίες, κυρίως επανήλθε σε κοινωνική και
οικονομική κανονικότητα και ανέπτυξε φιλικότητα
προς την οικονομία της αγοράς. Αλλά
αντιμετωπίζουμε ταυτόχρονα μια σειρά από σοβαρές
διαρθρωτικές αδυναμίες και υστερήσεις στην
υλοποίηση κρίσιμων μεταρρυθμίσεων. Να συνοψίσω
16 αναπτυξιακές προκλήσεις:
(1)
επιστροφή σε πρωτογενή δημοσιονομικά
πλεονάσματα, (2) ταχύτατη αύξηση του κόστους
τραπεζικού δανεισμού και κεφαλαιαγορών, (3)
υψηλός, αν και επιβραδυνόμενος ρυθμός
πληθωρισμού, οδηγούμενος από εκρηκτική αύξηση
των τιμών τροφίμων και ενέργειας, (4) αρνητική
τραπεζική πιστωτική επέκταση προς τα νοικοκυριά
(-3,7%, στεγαστικά δάνεια) και τους ελεύθερους
επαγγελματίες, (5) σοβαρές καθυστερήσεις στην
αξιοποίηση των επιδοτήσεων του προγράμματος ΤΑΑ
( 70%), με τη μεταποίηση να συμβάλλει μόνο στο
10% του συνόλου και τον αγροτικό τομέα μόλις στο
1,5%.
Τίθεται
το ερώτημα: υλοποιούμε σήμερα μια συνεκτική,
δυναμική αναπτυξιακή πολιτική που θα οδηγήσει τη
χώρα σε υψηλούς και διατηρήσιμους ρυθμούς
ανάπτυξης, άνω του 3%-3,5% ετησίως τα επόμενα
χρόνια;
Να
παραδεχτούμε ότι έχει συντελεστεί πρόοδος, αλλά
«αυγά δεν σπάσαμε», κρίσιμες μεταρρυθμίσεις
καθυστερούν, μάλλον διότι έχουν πολιτικό κόστος,
θα βρουν αντιστάσεις και θα δημιουργήσουν
συγκρούσεις με όλα τα συντεχνιακά συμφέροντα που
ευνοούνται από τη σημερινή ευνουχισμένη
οικονομία της αγοράς. Να θυμίσουμε ότι ο μέσος
μακροχρόνιος ρυθμός ανάπτυξης της χώρας ήταν 1%
τα προηγούμενα 50 χρόνια (εκτίμηση ΔΝΤ), με
σχετικά χαμηλή παραγωγικότητα και ύψος
παραγωγικών επενδύσεων. Αυτή η τάση δεν
μεταβάλλεται με συμβατικές παρεμβάσεις και
ευκαιριακές πολιτικές, αλλά μόνο με την
εμπροσθοβαρή υλοποίηση αναπτυξιακών πολιτικών
και κρίσιμων μεταρρυθμίσεων. Οι τελευταίες θα
επιταχύνουν τον αναγκαίο παραγωγικό
μετασχηματισμό, δηλαδή τη μεταφορά παραγωγικών
πόρων από την κατανάλωση και τον δημόσιο τομέα
στις επενδύσεις και τις εξαγωγές, από την παροχή
μη εμπορεύσιμων εγχώριων υπηρεσιών στη
βιομηχανία, τη μεταποίηση, τις τεχνολογίες
αιχμής, τις υποδομές και την αγροτική παραγωγή,
και από τα μη εμπορεύσιμα διεθνώς αγαθά και
υπηρεσίες στα εμπορεύσιμα.
Εντοπίζω
8 κρίσιμους τομείς αναγκαίων ριζοσπαστικών
παρεμβάσεων, για τους οποίους η κυβέρνηση
οφείλει να διαμορφώσει και με τη συνδρομή
διεθνών συμβούλων, με διαφάνεια και διαβούλευση,
ένα ολοκληρωμένο σχέδιο δράσης, με σαφή
χρονοδιάγραμμα, προτεραιότητες και ομάδες
υλοποίησης.
Αύξηση
επενδύσεων: Η κρισιμότερη παρέμβαση. Χρειάζεται
να οργανώσουμε ένα επενδυτικό σοκ, συνθήκες
διαρκούς επενδυτικής άνοιξης με την επίτευξη
μιας άνευ προηγουμένου αύξησης του σχηματισμού
ιδιωτικών επενδύσεων παγίου κεφαλαίου ετησίως,
από το φτωχό 13,7% του ΑΕΠ σήμερα (28 δισ. ευρώ)
σε 22%-23% ετησίως (50-60 δισ.), με επίκεντρο τη
βιομηχανία, τη μεταποίηση, τις υποδομές, την
ενέργεια, τις σύγχρονες τεχνολογίες, την
κατασκευαστική και οικιστική δραστηριότητα (που
υστερεί σοβαρά), την πράσινη μετάβαση, τη
δυναμική ανάπτυξη της εξαγωγής αγαθών και την
επιλεκτική υποκατάσταση εισαγωγών. Παράλληλα
απαιτείται συνδυαστικά και μια μεγάλη αύξηση των
δημοσίων επενδύσεων, ώστε να προσεγγίσουν
σταδιακά το 7% του ΑΕΠ ετησίως, από 4% σήμερα. Η
Πορτογαλία έχει ήδη σήμερα σχηματισμό ιδιωτικών
επενδύσεων παγίου κεφαλαίου ύψους > 50 δισ. ευρώ
– σχεδόν διπλάσιες της Ελλάδος.
Δημογραφική πρόκληση και έλλειψη εργατικού
δυναμικού: Ολιστική αντιμετώπιση του σοβαρού
δημογραφικού προβλήματος της χώρας (ο πληθυσμός
της χώρας μειώνεται κατά 40.000 άτομα ετησίως)
με ριζοσπαστικά κίνητρα και στοχευμένες
πολιτικές, που θα αποδώσουν βεβαίως
μεσοπρόθεσμα, αλλά το θέμα αποτελεί ένα κρίσιμο
οικονομικό και εθνικό ζήτημα το οποίο δεν πρέπει
να υποβαθμιστεί. Παράλληλα είναι επιτακτική η
ανάγκη αύξησης της προσφοράς εργασίας (γυναίκες
και νέοι), παλιννόστησης Ελλήνων του εξωτερικού
(το ισοζύγιο παραμένει ακόμη αρνητικό),
μετεκπαίδευσης εργαζομένων σε νέες δεξιότητες,
μεταφοράς εργαζομένων από το δημόσιο στον
ιδιωτικό τομέα, και κυρίως προσέλκυσης με
σχέδιο, κριτήρια και κίνητρα έως 300.000
εργαζομένων από το εξωτερικό από ομάδες με
δυνατότητες πολιτιστικής ενσωμάτωσης. Ολιγωρία
θα οδηγήσει σε έντονη αύξηση μισθών και σοβαρή
αναπτυξιακή επιβράδυνση.
Μικρό
μέγεθος ελληνικών επιχειρήσεων: Η επίτευξη
επενδυτικής και αναπτυξιακής δυναμικής
διευκολύνεται από μια σημαντική αύξηση του μέσου
μεγέθους των ελληνικών επιχειρήσεων, κυρίως μέσω
συγχωνεύσεων και εξαγορών (M&As). Να
υιοθετήσουμε ένα πολύ τολμηρό πλαίσιο κινήτρων,
ώστε με τη δημιουργία ισχυρότερων εταιρικών
σχημάτων να ενισχυθεί καθοριστικά η ικανότητά
τους να εκσυγχρονιστούν, χρηματοδοτηθούν,
επενδύσουν, εξαγάγουν και αξιοποιήσουν τις
σύγχρονες τεχνολογίες. Το υφιστάμενο πλαίσιο για
M&As είναι απολύτως αναποτελεσματικό. Απλώς δεν
λειτουργεί.
Δυναμική
αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας: Η προσέλκυση
επενδύσεων προϋποθέτει όχι μόνο να διαμορφώσουμε
ελκυστικές συνθήκες ζήτησης, αλλά και προσφοράς
επενδυτικών ευκαιριών. Η διαμόρφωση ενός
ριζοσπαστικού, εμπροσθοβαρούς προγράμματος
αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας και γης (όχι
με τις σημερινές ταχύτητες αραμπά), που θα
συμπεριλαμβάνει και τη δημιουργία βιομηχανικών,
τουριστικών, οικιστικών και τεχνολογικών πάρκων
και αναπτυξιακών ζωνών σε όλη την Ελλάδα, για
τις οποίες θα υπάρχουν υποδομές,
προ-εγκεκριμένες χρήσεις γης, επενδυτικές και
λειτουργικές άδειες με σεβασμό στο περιβάλλον
και αποτροπή της άναρχης δόμησης.
ADVERTISING
Επιτάχυνση της εξωστρέφειας: Η χώρα
αντιμετωπίζει ξανά διευρυμένα ελλείμματα στο
ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (10,3% του ΑΕΠ το
2022), αλλά κυρίως ένα χρόνιο έλλειμμα στο
εμπορικό ισοζύγιο αγαθών, που χωρίς τα
πετρελαιοειδή προσέγγισε τα 26 δισ. ευρώ το 2022
(όσο ήταν περίπου και πριν από 15 χρόνια!!),
παρά τη σαφή αύξηση των εξαγωγών αγαθών σε
επίπεδα-ρεκόρ, που υπερ-αντισταθμίστηκε, όμως,
από την ταχύτερη αύξηση των εισαγωγών.
Χρειάζεται να υλοποιήσουμε ένα πολυεπίπεδο και
ολοκληρωμένο πρόγραμμα επιτάχυνσης της
εξαγωγικής δραστηριότητας, με στόχο να φθάσουν
οι εξαγωγές στο 55% του ΑΕΠ τα επόμενα 3-4
χρόνια. Παράλληλα να δώσουμε σοβαρή έμφαση και
στην επιλεκτική υποκατάσταση εισαγωγών σε τομείς
που έχουμε ή μπορούμε να αποκτήσουμε συγκριτικό
πλεονέκτημα (π.χ. τρόφιμα, ενέργεια, αγροτικά
προϊόντα, ελαφρά βιομηχανία και μεταποίηση,
φάρμακα).
Αναβάθμιση των υποδομών: Η χώρα έχει την
ευκαιρία και τους πόρους μέσω δημόσιων,
ιδιωτικών και ΣΔΙΤ επενδύσεων και αξιοποίησης
του Ταμείου Ανασυγκρότησης και Ανάκαμψης και του
ΕΣΠΑ να κάνει τη μεγάλη διαφορά στις υποδομές. Η
προτεραιοποίηση αφορά την πράσινη μετάβαση, τον
ψηφιακό μετασχηματισμό, τις ψηφιακές
επικοινωνίες, τα δίκτυα μεταφορών, λιμάνια,
αεροδρόμια, ακτοπλοϊκές συνδέσεις, αλλά και τις
κοινωνικές υποδομές, όπως διαχείριση
απορριμμάτων, δικτύων ύδρευσης και αφαλάτωσης
(το νερό θα γίνει σύντομα μέγα θέμα) και τον
βιολογικό καθαρισμό. Μόνο έτσι θα προσελκυσθούν
σοβαρές ιδιωτικές επενδύσεις.
Κρίσιμες
μεταρρυθμίσεις: Η κυβέρνηση να καταρτίσει ένα
ολοκληρωμένο σχέδιο για κάθε σημαντική
μεταρρύθμιση που εκκρεμεί με σαφές δεσμευτικό
χρονοδιάγραμμα και ομάδες ευθύνης και
υλοποίησης. Οκτώ είναι οι κρίσιμες
μεταρρυθμίσεις που μπορούν να αλλάξουν τη
δυναμική της ελληνικής οικονομίας: Δημόσια
Διοίκηση, Παιδεία, αγροτικός τομέας, ΔΕΚΟ –
ιδιωτικοποιήσεις, Υγεία, Δικαιοσύνη,
γραφειοκρατία και πολυνομία, φορολογική
μεταρρύθμιση (π.χ. φοροδιαφυγή, υψηλοί έμμεσοι
φόροι).
Αύξηση
ξένων επενδύσεων: Το εγχώριο αποταμιευτικό και
τεχνολογικό κενό καθιστά επιτακτική προϋπόθεση
ανάπτυξης την προσέλκυση σημαντικού ύψους ξένων
παραγωγικών επενδύσεων. Οι ξένες επενδύσεις
μέχρι σήμερα αφορούν κυρίως την απόκτηση
ακινήτων και υφιστάμενων επιχειρηματικών
μονάδων. Να στοχεύσουμε οι ξένες άμεσες
επενδύσεις να αφορούν και τη δημιουργία νέων
παραγωγικών μονάδων με εξαγωγικές δυνατότητες
και να φέρνουν στη χώρα τεχνολογίες αιχμής.
Είναι εφικτός στόχος να αυξηθούν από περίπου στο
4% του ΑΕΠ σήμερα, στο 7%-8% ετησίως (14 δισ.
ευρώ σε τιμές 2022).
* Ο κ.
Νίκος Καραμούζης είναι πρόεδρος SMERemediumCap &
Grant Thornton, Ελλάδα.
** Το
άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της
Κυριακής. |