Αντιμέτωποι με πολλούς αντίθετους ανέμους, οι
μελλοντικές προοπτικές ανάπτυξης έχουν επίσης
επιδεινωθεί. Η παγκόσμια ανάπτυξη θα
επιβραδυνθεί σε λίγο πάνω από το 3% έως το 2029,
σύμφωνα με τις προβλέψεις στην τελευταία μας
έκθεση World Economic Outlook.
Η
ανάλυσή μας δείχνει ότι η ανάπτυξη θα μπορούσε
να μειωθεί κατά περίπου μία ποσοστιαία μονάδα
κάτω από τον μέσο όρο πριν από την πανδημία
(2000-19) μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Αυτό
απειλεί το βιοτικό επίπεδο και επιδρά στην
ανομοιομορφία μεταξύ πλουσιότερων και φτωχότερων
εθνών αφού θα μπορούσε να περιορίσει τις
προοπτικές για σύγκλιση του παγκόσμιου
εισοδήματος.
Ενα
επίμονο σενάριο χαμηλής ανάπτυξης, σε συνδυασμό
με υψηλά επιτόκια, θα μπορούσε να θέσει σε
κίνδυνο τη βιωσιμότητα του χρέους –
περιορίζοντας την ικανότητα κάθε κυβέρνησης να
αντιμετωπίσει την οικονομική επιβράδυνση και να
επενδύσει σε πρωτοβουλίες κοινωνικής πρόνοιας ή
περιβαλλοντικές. Ολα αυτά επιδεινώνονται από
τους ισχυρούς αντίθετους ανέμους από τον
γεωοικονομικό κατακερματισμό και τις επιβλαβείς
μονομερείς εμπορικές και βιομηχανικές πολιτικές.
Ωστόσο,
η τελευταία μας ανάλυση δείχνει ότι υπάρχει
ελπίδα. Μια ποικιλία πολιτικών – από τη βελτίωση
της κατανομής εργασίας και κεφαλαίου μεταξύ των
επιχειρήσεων έως την αντιμετώπιση των ελλείψεων
εργατικού δυναμικού που προκαλούνται από τη
γήρανση του πληθυσμού στις μεγάλες οικονομίες –
θα μπορούσαν συλλογικά να αναζωπυρώσουν τη
μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη.
Οι
βασικοί μοχλοί της οικονομικής ανάπτυξης
περιλαμβάνουν την εργασία, το κεφάλαιο και το
πόσο αποτελεσματικά χρησιμοποιούνται αυτοί οι
δύο πόροι, μια έννοια γνωστή ως συνολική
παραγωγικότητα. Μεταξύ αυτών των τριών
παραγόντων, περισσότερο από το ήμισυ της
ανάπτυξης μειώνεται από την κρίση μετά την
επιβράδυνση της ανάπτυξης της συνολικής
παραγωγικότητας (TFP).
Η
ανάλυσή μας υποδηλώνει ότι οι εστιασμένες
πολιτικές ενέργειες για την ενίσχυση του
ανταγωνισμού στην αγορά, του ελεύθερου εμπορίου,
της οικονομικής πρόσβασης και της ευελιξίας της
αγοράς εργασίας θα μπορούσαν να αυξήσουν την
παγκόσμια ανάπτυξη κατά περίπου 1,2% έως το
2030. Η δυνατότητα της τεχνητής νοημοσύνης να
ενισχύσει την παραγωγικότητα της εργασίας είναι
αβέβαιη, αλλά δυνητικά σημαντική, επίσης σε 0,8%
στην παγκόσμια ανάπτυξη, ανάλογα με την
υιοθέτησή της και τον αντίκτυπό της στο εργατικό
δυναμικό. Μακροπρόθεσμα, πολιτικές που
βασίζονται στην καινοτομία θα είναι ζωτικής
σημασίας για τη διατήρηση της παγκόσμιας
ανάπτυξης.
H Nan Li είναι υποδιευθύντρια στο Τμήμα Ερευνών
του ΔΝΤ. Ο Diaa Noureldin είναι οικονομολόγος
στο Τμήμα Ερευνών του ΔΝΤ. Το παρόν αποτελεί
μέρος από δημοσίευση στο Blog του ΔΝΤ
Premium έκδοση «Τα ΝΕΑ» |