Η πρώτη
είναι απόηχος της Μεγάλης Υφεσης του 2008, οπότε
για την αποφυγή νέων κρίσεων δημιουργήθηκαν
παγκόσμιες δομές ελέγχου της χρηματοπιστωτικής
λειτουργίας: Νόμος Dodd – Frank στις ΗΠΑ, Single
Supervisory Mechanism στην Ευρώπη και Βασιλεία
ΙΙΙ παγκοσμίως. Το πλαίσιο αυτό έχει έναν κοινό
παρονομαστή: τη θέσπιση κανόνων που διέπουν τον
περιορισμό του κινδύνου ρευστότητας κυρίως από
την πλευρά της εξασφάλισης στις τράπεζες επαρκών
κεφαλαίων απέναντι σε πιθανό τραπεζικό πανικό
απόσυρσης καταθέσεων και γενικότερα αποστείρωσης
της ρευστότητας. Αυτό επιτυγχάνεται κυρίως με
δύο τρόπους: με την τήρηση στις τράπεζες αρκετού
ποσοστού ρευστών διαθέσιμων και την εξασφάλιση
ικανοποιητικής (ποικίλλει αρκετά μεταξύ των
οικονομιών) σχέσης δανειοδοτήσεων και εγγυήσεων.
Στη
συνέχεια λόγω της COVID-19 και του Ουκρανικού ο
κόσμος γέμισε ρευστότητα, και έτσι αποφεύχθηκε
μία νέα μεγάλη κρίση, η οποία όμως σήμερα
σταδιακά αποσύρεται. Αλλά μη φανταστεί κανείς
ότι πρόκειται για μικρά μεγέθη. Σε παγκόσμιο
επίπεδο εκτιμούμε ότι οι κεντρικές τράπεζες
βρίσκονται στη διαδικασία απόσυρσης δύο με τριών
τρισ. δολαρίων! Μόνο στο ευρωπαϊκό τραπεζικό
σύστημα το ποσό αυτό προσεγγίζει το 1,1 τρισ.
ευρώ! Στη διαδικασία αυτή (της αποστέρησης
ρευστότητας) θα μπορούσε να εντάξει κάποιος και
την τοποθέτηση οροφής στο αμερικανικό δημόσιο
χρέος που θα μπορούσε να εξελιχθεί γύρω από τον
Ιούνιο αυτού του έτους.
Ομως στο
υπόβαθρο της παγκόσμιας οικονομίας έχουν
ενεργοποιηθεί άλλες δύο γιγάντιες δυνάμεις: Η
υπερβάλλουσα ρευστότητα αλλά και η φύση της
παγκόσμιας οικονομίας έχουν διευρύνει την
ανισοκατανομή του πλούτου υπέρ των (πολύ)
πλουσιότερων οι οποίοι διευρύνουν σε μεγάλο
βαθμό τις καταθέσεις τραπεζών (Silicon Valley,
First Republic Bank με την πολιτική
αναποφασιστικότητα, Credit Suisse, PacWest και
όχι μόνο), μάλιστα χωρίς εξασφάλιση,
δημιουργώντας ένα εξαιρετικά εύθραυστο τοπίο στη
χρηματοπιστωτική βάση. Τα κεφάλαια αυτά
κινούνται με μεγάλη ταχύτητα και για λόγους που
δεν συσχετίζονται απαραιτήτως με τη νομισματική
πολιτική: η αύξηση των επιτοκίων θα έπρεπε να
αυξάνει τις καταθέσεις και όχι να τις διώχνει,
όμως «αποκάλυψε» την έλλειψη επενδυτικής
ικανότητας σε ορισμένες τραπεζικές διοικήσεις
και προκάλεσε μεσαίους τραπεζικούς πανικούς.
Η
δεύτερη αφορά την υπερμεγέθυνση του λεγόμενου μη
πάγιου (intangible) κεφαλαίου ως παραγωγικού
συντελεστή σε σύγκριση με τα πάγια κεφάλαια ως
αποτέλεσμα των παγκόσμιων διαρθρωτικών
εξελίξεων. Πρόκειται για μια διαδικασία που
συνδέεται με την οικονομία της γνώσης και της
ανάπτυξης των υπηρεσιών σε βάρος του τομέα
παραγωγής των πραγματικών προϊόντων. Αυτή η
πραγματικότητα σε συνδυασμό με τους περιορισμούς
που σχετίζονται με τις απαιτούμενες
δανειοδοτικές εγγυήσεις και την ανάπτυξη της
τεχνολογίας οδηγούν στην ανάπτυξη παράλληλων και
σκιωδών τραπεζικών δραστηριοτήτων που δεν
ανήκουν στο λεγόμενο συστημικό τραπεζικό σύστημα
όπου όμως ο κεντρικός νομισματικός έλεγχος είναι
ασθενής.
Στην
Ελλάδα λόγω χαμηλότερου επιπέδου ανάπτυξης, οι
δυνάμεις αυτές (δεν εγγράφεται πάντως στα θετικά
μας) δεν έχουν κάνει ακόμα αισθητή την παρουσία
τους. Ομως ό,τι αφορά το παγκόσμιο
χρηματοπιστωτικό σύστημα τελικά αφορά και εμάς
με πολλά επίπεδα ευθυνών.
Ο
Παναγιώτης Ε. Πετράκης είναι ομότιμος καθηγητής
ΕΚΠΑ
Πρώτη
δημοσίευση στον Οικονομικό Ταχυδρόμο |