Το
Διάγραμμα 1 παρουσιάζει τις δαπάνες των
οικογενειακών προϋπολογισμών για συγκεκριμένες
ομάδες αγαθών και υπηρεσιών, για την Ελλάδα, τη
Γαλλία και την Ιταλία, για το 2020. Είναι
εμφανής η μεγάλη ποσοστιαία συμμετοχή που δίνουν
τα ελληνικά και τα ιταλικά νοικοκυριά για
τρόφιμα και για ενέργεια.
Επιπρόσθετα, το Διάγραμμα 2 παρουσιάζει το
επίπεδο των τιμών για τον Ιανουάριο του 2024 για
διάφορες κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών για τις
τρεις οικονομίες.
Με
εξαίρεση των πτώση των τιμών για την ενέργεια
για την Ελλάδα και την Ιταλία, σε όλες τις άλλες
κατηγορίες παρατηρείται ότι παραμένει η
σημαντική άνοδος των τιμών.
Το
Διάγραμμα 3 παρουσιάζει την εξέλιξη του μηνιαίου
δείκτη τιμών καταναλωτή για τα τρόφιμα.
Είναι
εμφανής η συνεχής αύξηση των τιμών για τη
διατροφή και τα μη αλκοολούχα ποτά, όπως συνέβη
γενικότερα και για τα διαρκή αγαθά, είδη
νοικοκυριού και υπηρεσίες και για τα ξενοδοχεία,
καφέ και εστιατόρια. Βεβαίως μετά το 2022 η
αύξηση είναι ιδιαίτερα απότομη και για τις τρεις
οικονομίες.
Αντίστοιχα, το Διάγραμμα 4 παρουσιάζει την
εξέλιξη του μηνιαίου δείκτη τιμών καταναλωτή για
τις τιμές ενοικίασης στέγης.
Το
διάγραμμα είναι ενδεικτικό της μεγάλης αύξησης
των τιμών κατά το 2022 για τη στέγαση, τάση που
αποκλιμακώθηκε ελαφρώς το 2023 (παρότι οι τιμές
παραμένουν σε σημαντικά υψηλό επίπεδο).
Στο
σημείο αυτό αναπτύσσονται δύο σημεία
προβληματισμού: Το πρώτο σχετίζεται με την άνοδο
των τιμών και το διαθέσιμο εισόδημα και το
δεύτερο με τις επιδράσεις της αύξησης των τιμών
στην καταναλωτική εμπιστοσύνη.
Στο
πρώτο θέμα η παρατήρηση είναι η εξής: Όταν
διατίθεται το 32,3% του ποσοστού του
οικογενειακού προϋπολογισμού για στέγαση, νερό,
ηλεκτρικό ρεύμα, φυσικό αέριο και άλλα καύσιμα
με το μέσο ονομαστικό ετήσιο εισόδημα από
μισθούς είναι 13.730 ευρώ (βλέπε προηγούμενο
σημείωμα για το έτος 2022) που σημαίνει ότι στις
χρήσεις αυτές πηγαίνουν 4.434 ευρώ το έτος και
μένουν άλλα 9.296 ευρώ για άλλες δαπάνες, εκ των
οποίων 1.849 για τρόφιμα αφήνοντας ένα τελικό
υπόλοιπο 7.447 ευρώ για όλες τις άλλες χρήσεις.
Στην
Ιταλία όμως με 31.833 μέσο ετήσιο ονομαστικό
μισθό πηγαίνουν στην στέγαση και ενέργεια 12.001
ευρώ και 6.462 ευρώ για τρόφιμα, αφήνοντας
13.370 ευρώ για όλες τις άλλες ανάγκες.
Οι
άνθρωποι λοιπόν στην Ελλάδα έχουν 7.437 ευρώ για
τις λοιπές ανάγκες, που καθορίζουν και την
ποιότητα της ζωής, ενώ στην Ιταλία έχουν 13.370!
Μεγάλη διαφορά! Μάλιστα εάν στην Ελλάδα και
Ιταλία αυξηθούν οι τιμές των δύο αυτών
κατηγοριών κατά 10% σημαίνει ότι στην Ελλάδα οι
άνθρωποι θα χάσουν 628 ευρώ, στην Ιταλία 1846
ευρώ, αλλά τελικά στην Ελλάδα θα μείνουν 6.819
ευρώ και στην Ιταλία 11.524 ευρώ, σχεδόν δύο
φορές περισσότερα από ότι στην Ελλάδα. Με άλλα
λόγια μπορεί η αρνητική επίδραση της αύξησης των
τιμών να είναι αναλογική και στις δύο χώρες αλλά
το εναπομείναν εισόδημα στην Ελλάδα πιέζεται
ιδιαιτέρως σε χαμηλά επίπεδα, ενώ βέβαια η φύση
του ανθρώπου και εδώ και στην Ιταλία είναι ίδια,
με παρόμοιες ανάγκες και τρόπο ζωής.
Με άλλα
λόγια το επίπεδο των εισοδημάτων στην Ελλάδα,
που έχει διαμορφωθεί διαχρονικά από το βαθμό
μεγέθυνσης αλλά και τη μνημονιακή περίοδο, κάνει
πολύ πιο ευαίσθητη την Ελληνική κοινωνία στις
αυξήσεις των τιμών σε σύγκριση με τις άλλες
ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Το
δεύτερο σημείο προβληματισμού είναι πώς οι
εξελίξεις των τιμών επιδρούν στην καταναλωτική
εμπιστοσύνη.
Το
Διάγραμμα 5 παρουσιάζει την εξέλιξη του δείκτη
καταναλωτικής εμπιστοσύνης για τις τρεις
οικονομίες από το 2018 έως και το 2023. Ο
δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης είναι ένας
σημαντικός οικονομικός δείκτης που
αντικατοπτρίζει το βαθμό αισιοδοξίας ή
απαισιοδοξίας των καταναλωτών σχετικά με την
οικονομική κατάσταση της χώρας τους στο εγγύς
μέλλον.
Για την
ελληνική οικονομία, ο δείκτης εμφανίζει
σημαντική ανοδική τάση από τα μέσα του 2018
μέχρι τα μέσα του 2019, δηλώνοντας αυξημένη
αισιοδοξία. Ωστόσο, ακολουθεί μια περίοδος
σταθεροποίησης και στη συνέχεια πτώσης μετά την
έναρξη της πανδημίας, πράγμα που υποδεικνύει τις
ανησυχίες που προκλήθηκαν από τις υγειονομικές
και οικονομικές συνέπειες της πανδημίας του
COVID-19. Η περίοδος από το 2021 έως το 2023
φαίνεται να είναι μια περίοδος σταθεροποίησης
και ελαφράς ανάκαμψης, παρόλο που τα επίπεδα δεν
επιστρέφουν στα προ-πανδημικά επίπεδα,
υποδηλώνοντας πιθανώς μακροπρόθεσμες ανησυχίες
για την οικονομία.
Έτσι, η
αιφνιδιαστική αύξηση του πληθωρισμού κατά τα έτη
2021-22 είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των
πραγματικών εισοδημάτων των νοικοκυριών,
επιβαρύνοντας σημαντικά την οικονομική τους
κατάσταση. Σε ένα περιβάλλον όπου οι ονομαστικοί
μισθοί και οι πηγές πλούτου δεν προσαρμόστηκαν
αναλόγως για να αντιμετωπίσουν την αύξηση του
κόστους ζωής, βασικές ανάγκες όπως η στέγαση, η
διατροφή και η ενέργεια έγιναν πιο σημαντικές
από ποτέ για τα νοικοκυριά. Η ανάγκη για αυτά τα
βασικά αγαθά έγινε προτεραιότητα, καθώς η μείωση
του διαθέσιμου εισοδήματος σημαίνει ότι
μικρότερο ποσοστό του εισοδήματος μπορεί να
διατεθεί για άλλες καταναλωτικές δαπάνες. Η
εξασφάλιση στέγης, επαρκούς τροφής και της
απαραίτητης ενέργειας για τη θέρμανση και τη
μετακίνηση αποτελεί πλέον τον κύριο οικονομικό
προβληματισμό για πολλά νοικοκυριά, προκαλώντας
έναν επαναπροσδιορισμό των δαπανών τους με βάση
τις πιο επιτακτικές ανάγκες.
Που
οφείλεται η πτώση της καταναλωτικής
εμπιστοσύνης; Ενδεχομένως σε αρκετούς λόγους: Οι
πολίτες δεν εμπιστεύονται ότι ο πληθωρισμός θα
συνεχίσει να πέφτει. Επίσης διαπιστώνουν ότι τα
διαθέσιμα εισοδήματά τους δεν έχουν αναπληρωθεί
ήδη, άρα μπορεί να πιστεύουν ότι τώρα έρχεται
μία μακρότερη υποβάθμιση της ποιότητας ζωής
τους. Έτσι και αλλιώς σήμερα τα επίπεδα τιμών
συρρικνώνουν το διαθέσιμο εισόδημά τους (το ότι
πέφτει ο πληθωρισμός δε σημαίνει ότι έρχεται
αποπληθωρισμός). Τέλος μπορεί να υπάρχει
δυσπιστία (που έτσι και αλλιώς υπάρχει) απέναντι
στις ακολουθούμενες οικονομικές πολιτικές ή μία
γενικότερη αντίληψη διάψευσης της «σωτήριας»
παρέμβασης του κράτους που δεν ήρθε
(τουλάχιστον) μέχρι σήμερα!
Εάν όμως
η επιχειρηματολογία που έχει διατυπωθεί μέχρι
τώρα είναι σωστή, τότε θα πρέπει να
διαπιστώσουμε μία μείωση της αποταμίευσης των
νοικοκυριών στις τρεις οικονομίες.
Πράγματι
αυτό συμβαίνει.
Μάλιστα
στο διάγραμμα φαίνεται να αποκαλύπτει μια αρκετά
ανησυχητική τάση για την Ελλάδα το 2022, με το
ποσοστό αποταμίευσης να είναι αρνητικό. Αυτό
σημαίνει ότι τα νοικοκυριά δαπανούσαν
περισσότερα απ’ ό,τι είχαν σε διαθέσιμο
εισόδημα, πιθανόν αντλώντας από προηγούμενες
αποταμιεύσεις ή αυξάνοντας το δανεισμό τους. Η
αυξανόμενη οικονομική πίεση, που επιδεινώθηκε
από τον πληθωρισμό, μείωσε το πραγματικό
διαθέσιμο εισόδημα των ανθρώπων, αναγκάζοντάς
τους να διαθέσουν μεγαλύτερο μέρος του για την
κάλυψη βασικών αναγκών. Το αρνητικό ποσοστό
αποταμίευσης αντανακλά επίσης μια βαθύτερη
ανησυχία για την οικονομική ασφάλεια των
νοικοκυριών, καθώς η απουσία αποταμίευσης
σημαίνει μειωμένη ικανότητα να αντιμετωπιστούν
απρόβλεπτες οικονομικές ανάγκες ή εκτάκτες
συνθήκες στο μέλλον. Η κατάσταση αυτή ενδέχεται
να έχει περαιτέρω επιπτώσεις στην καταναλωτική
εμπιστοσύνη, καθώς η ανησυχία για την οικονομική
μελλοντική ασφάλεια μπορεί να καταστείλει την
καταναλωτική δαπάνη, εντείνοντας την οικονομική
αβεβαιότητα.
Εδώ
προφανώς υπεισέρχεται και η διαμόρφωση των
πολιτικών συμπεριφορών ιδίως σε συνδυασμό με τις
επερχόμενες Ευρωπαϊκές εκλογές που συνήθως είναι
ψήφος έκφρασης απόψεων και όχι ψήφος που αφορά
τη διοίκηση της ευρωπαϊκή οικονομίας.
Το
πραγματικό νέο ερώτημα που δημιουργείται αφορά
το εάν αυτές οι κοινωνικές συμπεριφορές έχουν
μονιμότερο και ίσως επιταχυνόμενο χαρακτήρα ή
εάν πρόκειται να αντιστραφούν από την
προσδοκώμενη άνοδο των διαθέσιμων εισοδημάτων.
Εδώ πιστεύουμε ότι θα παίξουν και άλλοι κυρίως
μη οικονομικοί παράγοντες που θα περιγραφούν στο
επόμενο σημείωμά μας.
Παναγιώτης Ε. Πετράκης
Ομότιμος
Καθηγητής, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, Εθνικό
και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Παντελής
Χ. Κωστής
Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Οικονομικών
Επιστημών, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο
Αθηνών
Πρώτη
δημοσίευση στον Οικονομικό Ταχυδρόμο |