Στασιμότητα των επενδύσεων του ιδιωτικού τομέα
στο επτάμηνο του 2024. Κατανάλωση των
νοικοκυριών ετησίως 3,5%, το χαμηλότερο επίπεδο
που έχει καταγραφεί, ενώ η χαμηλή αύξηση των
μισθών συνεχίζει να καταστέλλει, μαζί με μια
αρνητική «επίδραση πλούτου», τη ζήτηση. Η
παραγωγή αυτοκινήτων μειώθηκε απότομα τους
τελευταίους μήνες πληττόμενη τόσο από τη
λεγόμενη πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα όσο
και από τη μείωση της παγκόσμιας ζήτησης. Για να
μην αναφέρουμε τα γνωστά ζητήματα που αφορούν
την υπερπροσφορά στον κλάδο των
κατασκευών/κτηματαγοράς –για την οποία δεν
προβλέπεται ανάκαμψη στο ορατό μέλλον πολλών
ετών μπροστά–, την υπερχρέωση των τοπικών αρχών
κατά 6 τρισ. δολ. και τη χαλαρή αγορά εργασίας.
Την
«υπνοβασία προς την ιαπωνοποίηση» της Κίνας
προσπάθησαν να διακόψουν τα μέτρα νομισματικής
πολιτικής που ανακοινώθηκαν από την κεντρική
τράπεζα. Οι κινεζικές νομισματικές αρχές
αντέδρασαν επιτέλους στη σοβαρότητα της
οικονομικής κατάστασης δίνοντας το πάνω χέρι
ξανά στους λεγόμενους «πραγματιστές». Η κεντρική
τράπεζα μείωσε το βραχυπρόθεσμο repo rate
facility κατά 20 μονάδες βάσης (1,5% από 1,7%),
διπλάσιο από τη συνήθη προσαρμογή κατά 10
μονάδες βάσης. Ο δείκτης υποχρεωτικών
αποθεματικών (RRR) μειώθηκε κατά 0,5%, σε
σύγκριση με τις μειώσεις 0,25% που παρατηρήθηκαν
τα τελευταία χρόνια, το οποίο πρακτικά σημαίνει
ότι 142 δισ. δολ. θα κυκλοφορήσουν, ελπίζεται,
στην πραγματική οικονομία. Επιπλέον, σε μια άνευ
προηγουμένου κίνηση, η κεντρική τράπεζα
προτρέπει τις εμπορικές τράπεζες να μειώσουν τα
επιτόκια των υφιστάμενων στεγαστικών δανείων
κατά 0,5%. Θεσμικοί επενδυτές δύνανται τώρα να
δανειστούν κρατικά ομόλογα με υποθήκη
περιουσιακά τους στοιχεία όπως ETFs, και στη
συνέχεια ρευστοποιώντας τα να επενδύσουν στην
κινεζική χρηματαγορά. Αλλα μέτρα επικεντρώθηκαν
σχεδόν εξ ολοκλήρου στην αγορά εργασίας καθώς η
ανεργία των νέων πλησιάζει ξανά το 20%.
Το πιο
σημαντικό στοιχείο από τις πολιτικές ενέργειες
των δύο τελευταίων εβδομάδων είναι ότι το Πεκίνο
δεν βλέπει πλέον τα «μέτρα διευκολυντικής
πολιτικής» ως ταμπού, ενώ ενδέχεται να δούμε
ακόμη πιο επιθετικά αντι-κυκλικά δημοσιονομικά
μέτρα σε περίπτωση που συνεχιστεί το αδύναμο
οικονομικό κλίμα.
Το
ευρύτερο όμως πρόβλημα φαίνεται να είναι η
περιορισμένη δαπάνη και το κακό εταιρικό κλίμα,
και ειδικότερα η ασθενής πιστωτική ζήτηση από
νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Η κατανάλωση είναι
20% του ΑΕΠ χαμηλότερη και οι επενδύσεις 20%
υψηλότερες από τον παγκόσμιο μέσο όρο (η
λεγόμενη ανισορροπία κατανάλωσης-επένδυσης) και
μόνο 35 από τα 100 γουάν που δίνονται στα
νοικοκυριά πηγαίνουν στην κατανάλωση (πολύ
χαμηλή οριακή ροπή για κατανάλωση), γεγονός που
μπορεί να ανοίξει την πόρτα σε ένα επεκτατικό
δημοσιονομικό μπαζούκα.
Συνοψίζοντας, μια διευκολυντική νομισματική
πολιτική είναι ευπρόσδεκτη, αλλά πιθανώς θα
αγοράσει μόνο λίγο χρόνο για τον μήνα του
μέλιτος στις οικονομικές αρχές για να
αντιμετωπίσουν πιο βαθιά προβλήματα ανάπτυξης. Η
εικασία μου είναι ότι τα πρώτα βήματα γίνονται
στον δρόμο για να αποφευχθεί η ιαπωνοποίηση,
αλλά αυτό που χρειάζεται –μην κάνετε λάθος, δεν
υπάρχει ασημένια σφαίρα– είναι ένα πακέτο
μεταρρυθμίσεων για την αναδιάρθρωση της
οικονομίας, αντιμετώπιση της χρόνιας
υποκατανάλωσης, της υποτονικής παραγωγικότητας
και της επιδείνωσης των δημογραφικών στοιχείων.
*Ο κ.
Θεόδωρος Πελαγίδης είναι καθηγητής Οικονομικών
του Πανεπιστημίου Πειραιώς, υποδιοικητής της ΤτΕ
και πρ. υπουργός Οικονομικών.
** Το
άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της
Κυριακής. |