Από την
μία πλευρά η εμπειρική έρευνα διαπιστώνει το
φαινόμενο πως η υψηλότερη παραγωγικότητα
παρουσιάζεται εκεί όπου στο εργατικό δυναμικό
κυριαρχούν -και είναι ακριβώς φορείς αυτής της
υψηλής παραγωγικότητας- οι εργαζόμενοι ηλικίας
μεταξύ 40 και 60 ετών, (πράγμα που συμβαίνει,
κυρίως, στις αναπτυγμένες χώρες οι οποίες
βρίσκονται σε μία διαδικασία δημογραφικής
γήρανσης).
Από την
άλλη πλευρά όμως είναι ερευνητικά διαπιστωμένο,
αλλά και εμπεδωμένο στην κοινή αίσθηση, ότι τα
τελευταία χρόνια όλες οι επιχειρηματικές
προσπάθειες που είχαν εντυπωσιακή επιτυχία
αλλάζοντας το παραγωγικό επίπεδο και συνακόλουθα
την συνολική μορφή της οικονομικής
δραστηριότητας έχουν προέλθει ως επιχειρηματικές
μονάδες, αλλά και έχουν, κυρίως στο ξεκίνημά
τους, στελεχωθεί, από νέους ηλικίας κάτω των 35
ετών, με πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα τις
μεγάλες εταιρείες πληροφορικής οι οποίες πλέον
κυριαρχούν στην παγκόσμια οικονομία.
Η
ερμηνεία του φαινομένου της υπεροχής όσον αφορά
την παραγωγικότητα των ηλικιών 40-49 και 50-59
στις ανεπτυγμένες οικονομίες αποδίδεται στο
γεγονός ότι για αποδοτικές εργασίες που
δημιουργούν υψηλή προστιθέμενη αξία, και
απαιτούν σύνθετη επιδεξιότητα και γνώσεις,
προϋποτίθεται μακρά περίοδος εκπαίδευσης ενώ,
ταυτοχρόνως, η υψηλή παραγωγικότητα συναρτάται,
σε ένα βαθμό, και με την εμπειρία. Όλα αυτά,
όμως, λαμβάνουν χώρο σε ένα οικονομικό,
κοινωνικό και εκπαιδευτικό οικοσύστημα όπου οι
προηγούμενες γενεές παρέδωσαν ένα πλούσιο
απόθεμα παραγωγικής εμπειρίας και επιστημονικών
γνώσεων και ιστορικά υψηλά επίπεδα
παραγωγικότητας σε σύγκριση με τον παγκόσμιο
μέσο όρο.
Συνεπώς
μπορούμε να θεωρήσουμε πως υπάρχουν δύο
προσεγγίσεις για την σχέση της παραγωγικότητας
και της ανάπτυξης μίας οικονομίας με τα
δημογραφικά της χαρακτηριστικά: η πρώτη είναι η
θεωρία του “δημογραφικού μερίσματος”, που αφορά
κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, τις
αναπτυσσόμενες χώρες, και η δεύτερη είναι η
θεωρία που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε του
“ώριμου” ανθρωπίνου κεφαλαίου (human capital)
που αφορά τις αναπτυγμένες χώρες.
Στην
πρώτη περίπτωση, δηλαδή στην περίπτωση του
demographic dividend, πρόκειται για
αναπτυσσόμενες, κυρίως, χώρες οι οποίες
βρίσκονται σε συνθήκες δημογραφικής μετάβασης
λόγω του γεγονότος ότι πολύ πρόσφατα, δηλαδή σε
χρονικό διάστημα μιας ή δύο γενεών, οι
πολυτεκνικές οικογένειες αντικαταστάθηκαν από
ολιγομελείς, αστικές ως επί το πλείστον,
οικογένειες με αποτέλεσμα ο οικονομικά ενεργός
πληθυσμός, ηλικίας 15 έως 64 ετών, να είναι
περισσότερος από τον εξαρτώμενο πληθυσμό,
ανήλικο και υπέργηρο, αυξάνοντας αναλογικά, αλλά
και απολύτως, τον αριθμό των εργατικών χεριών,
καθώς επίσης και την ροπή για αποταμίευση και
επένδυση, ευνοώντας και τροφοδοτώντας, κατ΄
αυτόν τον τρόπο, την οικονομική ανάπτυξη.
(“Δημογραφικό μέρισμα” εκτιμάται, σε ένα βαθμό,
ότι “προσέφεραν” και οι baby-boomers στην
οικονομία των ΗΠΑ, από τις αρχές της δεκαετίας
του 60 και μετά. “Δημογραφικό μέρισμα” θεωρείται
πως απολαμβάνει σήμερα και η Ινδία, της οποίας η
δημογραφική πυραμίδα είναι διογκωμένη στις
ηλικίες 15 έως 64 ετών, και αυτός είναι ένας από
τους λόγους που εξηγεί την δυναμική ανάπτυξη της
οικονομίας της).
Αντίθετα, η δεύτερη προσέγγιση, που
επικεντρώνεται στην ποιότητα του “ώριμου”
ανθρωπίνου κεφαλαίου, -(και για τον λόγο αυτό
είναι περισσότερο μία εμπειρική διαπίστωση, και
λιγότερο μία θεωρία)-, αφορά προηγμένες
οικονομίες πού βρίσκονται πλέον σε διαφορετικό
στάδιο δημογραφικής εξέλιξης, δηλαδή σε
διαδικασία δημογραφικής κάμψης και γήρανσης. Οι
προηγμένες οικονομίες, λοιπόν, ευνοούνται από το
γεγονός ότι απολαμβάνουν ένα υψηλό επίπεδο
συσσωρευμένης γνώσης και συσσωρευμένου υλικού
και ανθρώπινου κεφαλαίου τα οποία, προς το
παρόν, -εμπλουτιζόμενα με αποτελεσματικό τρόπο
από γενεά σε γενεά- αντισταθμίζουν σε μεγάλο
βαθμό τις δυσμενείς επιπτώσεις του δημογραφικού
παράγοντα. (Αυτό βεβαίως, δηλαδή η παραγωγική
“σοφία” των μεγαλύτερων ηλικιών, ως αναπτυξιακή
δυναμική σε οικονομίες όπως εκείνες των ΗΠΑ ή
των βορειοευρωπαϊκών χωρών, ενισχύεται και από
τις καινοτομικές ιδέες και την επιχειρηματική
ικανότητα εκπροσώπων της γενεάς που δεν έχει
ακόμη φθάσει στα 35).
Κανένα
από τα δύο πιο πάνω υποδείγματα ερμηνείας, όμως,
δεν ταιριάζει στην εξελισσόμενη κατάσταση της
Ελλάδας. “Δημογραφικό μέρισμα” ανάπτυξης δεν
υπήρξε ποτέ. Η χώρα μας γνώρισε μία σημαντική
αύξηση του πληθυσμού της κατά δύο εκατομμύρια
ανθρώπους, παρά και την σημαντική μετανάστευση
της περιόδου, από το τέλος του εμφυλίου έως το
τέλος της δεκαετίας του ‘70. Θα έπρεπε να είχε
αρχίσει να καρπούται ένα σοβαρό αναπτυξιακό
“δημογραφικό μέρισμα” από τις αρχές της
δεκαετίας του 70 και στην συνέχεια, όταν οι
πρώτοι μεταπολεμικώς γεννηθέντες, άρχισαν να
εισέρχονται στην αγορά εργασίας. Τέτοιο
αναπτυξιακό “μέρισμα” όμως, δεν υπήρξε ποτέ.
Από την
άλλη πλευρά, πάλι, επειδή όλη η σημαντική
ανάπτυξη των δεκαετιών του ‘50 και του ‘60
στηρίχθηκε σε επενδύσεις της δεύτερης
βιομηχανικής επανάστασης, που στον δυτικό
κόσμο έλαβε χώρα στο τέλος του 19ου αιώνα, την
στιγμή που η παγκόσμια οικονομία εισερχόταν
πλέον στην τρίτη βιομηχανική επανάσταση, στην
δεκαετία του ‘70, δεν υπήρχε κατάλληλο απόθεμα
γνώσεων, τεχνογνωσίας και επιχειρηματικής
νοοτροπίας για να μεταφερθεί από τις
προηγούμενες γενεές στην τότε εισερχόμενη στην
αγορά εργασίας γενεά, και ως εκ τούτου το
σημερινό ανθρώπινο κεφαλαίο και γενικότερα το
παραγωγικό και πνευματικό οικοσύστημα της χώρας
δεν είναι “ώριμο” για να τροφοδοτήσει ταχείς
ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. (Και φυσικά δεν
έχει εμφανισθεί ούτε κάποιο κύμα καινοτόμου και
αποτελεσματικής “νεανικής” επιχειρηματικότητας,
για να συνδράμει προς αυτήν την κατεύθυνση- οι
νεοφυείς επιχειρήσεις της τελευταίας δεκαετίας
έχουν δυναμισμό αλλά ακόμη δεν αποτελούν μέγεθος
ικανό να τροφοδοτήσει ταχείς ρυθμούς οικονομικής
ανάπτυξης). Με αυτή την έννοια, συνεπώς, η
Ελλάδα δεν αποτελεί περίπτωση θετικού
παραδείγματος για καμία από τις δύο
προσεγγίσεις.
ΙΙ.
Γηράσκουσα Ελλάδα με γηράσκουσα, επίσης, αγορά
εργασίας.
Στην
Ελλάδα η γήρανση του πληθυσμού και η
πληθυσμιακή συρρίκνωση δεν είναι φαινόμενα που
θα ξεκινήσουν στο μέλλον. Είναι φαινόμενα που
έχουν ήδη ξεκινήσει, και βρίσκονται σε εξέλιξη.
Αυτό δείχνουν οι μεταβολές της περιόδου μετά το
2000. Η μεν γήρανση του πληθυσμού συμβαίνει ήδη
για δυο δεκαετίες τουλάχιστον, η δε πληθυσμιακή
συρρίκνωση συμβαίνει ήδη μια δεκαετία και πλέον.
Το 2011 είναι το έτος αντιστροφής της αυξητικής
τάσης, και από τότε ο συνολικός πληθυσμός
φθίνει, σε παράλληλη πορεία με την γήρανσή του:
το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 65+ στο συνολικό
πληθυσμό αυξάνεται συνεχώς και από το 17,3% το
έτος 2000, έφθασε το 2023 στο 23% και τείνει
αυξανόμενο.
Συνεπώς,
φαινόμενα και τάσεις γήρανσης του πληθυσμού και
του εργατικού δυναμικού, και φαινόμενα και
τάσεις πληθυσμιακής συρρίκνωσης, (που αναμένεται
να ενταθούν τις επόμενες δεκαετίες), ήδη
υφίστανται και λειτούργησαν στην ελληνική
οικονομία και στην ελληνική αγορά εργασίας την
προηγουμένη εικοσιπενταετία. Η οποία ελληνική
αγορά εργασίας εμφανίζεται δυσλειτουργική, με
διάρθρωση και επιδόσεις που δεν έχουν βελτιωθεί
στην διάρκεια της εν λόγω περιόδου, και
παραμένουν, σταθερά, μακράν αποκλίνουσες των
μέσων ευρωπαϊκών. Την χαρακτηρίζουν συστηματικά
«κενά απασχόλησης».
Ενώ,
δηλαδή, ο πληθυσμός εργάσιμης ηλικίας μειώνεται
σταθερά, όπως και στην υπόλοιπη ΕΕ, το ποσοστό
απασχόλησης μένει σε χαμηλά επίπεδα, σε απόκλιση
και όχι παρακολουθώντας την τάση αύξησής του
που παρατηρείται στην υπόλοιπη ΕΕ, τάση που
προκύπτει ακριβώς από την προσπάθεια των
κοινωνιών αυτών να αντιμετωπίσουν την μείωση του
πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας. Τα «κενά
απασχόλησης» στην χώρα μας αφορούν κατ’ αρχήν
την μεγάλη απόκλιση ως προς το ποσοστό
απασχόλησης (66,3% έναντι ΕΕ: 74,6%) που
συνδέονται κυρίως με τα ακόμη χαμηλότερα ποσοστά
απασχόλησης των γυναικών (55,9% έναντι ΕΕ:
69,3) αλλά και των ηλικιών 55-64 ετών (51,9%
έναντι ΕΕ: 62,3%).
Τα
δημογραφικά χαρακτηριστικά του απασχολουμένου
εργατικού δυναμικού στην χώρα μας δείχνουν ότι ο
μέσος όρος ηλικίας των απασχολουμένων έχει
αυξηθεί από τα 40 έτη το 2004, στα 41,3 έτη το
2008 και στα 44,1 έτη το 2020. Η τάση είναι
συνεχώς αυξητική. Η γήρανση του πληθυσμού,
δηλαδή, ακολουθείται από την “γήρανση της
απασχόλησης”. Και καθώς η απασχόληση αρχίζει να
συρρικνώνεται, η ηλικιακή σύνθεσή της αλλάζει
με, πρωτίστως, διευρυνόμενη την ηλικιακή ομάδα
των 40-59 ετών, που είναι η πολυπληθέστερη
ομάδα απασχολουμένων. Επίσης η ομάδα 60-64
ετών, έχει μεν χαμηλό μερίδιο στην συνολική
απασχόληση αλλά αυτό αυξάνεται με ταχύ ρυθμό
κάθε έτος μετά το 2020, φθάνοντας σήμερα στο
υψηλότερο συγκριτικά σημείο της, τόσο ως
ποσοστό, όσο και ως απόλυτο μέγεθος. Αντιθέτως,
η δεύτερη πιό πολυπληθής ομάδα εργαζομένων
(25-39 ετών) συρρικνώνεται σταθερά.
Η
συγκριτική θέση της Ελλάδας ως προς την μέση
ηλικία απασχόλησης ανά τομέα και κλάδο σε σχέση
με την ΕΕ των 27 και την ευρωζώνη δείχνει ότι
συνολικά αλλά και σε όλους τους επιμέρους τομείς
και κλάδους η μέση ηλικία είναι μεγαλύτερη στην
Ελλάδα μετά το 2019 από τον μέσο όρο της
ευρωζώνης και της ΕΕ των 27 και η απόκλιση
βαίνει αυξανόμενη. Δηλαδή η απασχόληση στην
Ελλάδα συνολικά, «γηράσκει» γρηγορότερα από την
γηράσκουσα, επίσης, Ευρώπη. (Θετική εξαίρεση
ήταν έως το 2018 μόνο ο κλάδος Τεχνολογιών
Πληροφορικής και Επικοινωνιακών-έκτοτε, όμως δεν
ισχύει, ούτε και αυτό).
ΙΙΙ.
Γηράσκουσα Ελλάδα με φθίνον ανθρώπινο κεφάλαιο
Στην
βιβλιογραφία έχει επισημανθεί ορθά ότι η σχετική
σημασία των ικανοτήτων και της εμπειρίας έχει
ετεροβαρή επίδραση σε διαφορετικά επαγγέλματα
και σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Έχει
προταθεί η κατηγοριοποίηση των επαγγελμάτων
ανάλογα με το αν μαζί με την ηλικία αυξάνεται ή
μειώνεται η παραγωγικότητα. Με το εν λόγω
κριτήριο έχουμε τρεις κατηγορίες επαγγελμάτων:
τα επαγγέλματα στα οποία η παραγωγικότητα
αυξάνεται (κατά μέσο όρο), ομόρροπα, με την
ηλικία, τα επαγγέλματα που είναι ουδέτερα διότι
η παραγωγικότητα δεν αυξάνεται ούτε μειώνεται
λόγω ηλικίας και τα επαγγέλματα στα οποία η
παραγωγικότητα μειώνεται με την ηλικία.
Έχει
υπολογισθεί ότι στην ΕΕ των 28 (πριν από το
Brexit), το εργατικό δυναμικό συγκεντρωνόταν σε
επαγγέλματα όπου η παραγωγικότητα μειώνεται με
την ηλικία σε ποσοστό 45%, με το 25% του
εργατικού δυναμικού να βρίσκεται σε επαγγέλματα
όπου η παραγωγικότητα αυξάνεται με την ηλικία.
(Το υπόλοιπο 30% είναι σε επαγγέλματα ουδέτερα
ως προς την επίπτωση της ηλικίας στην
παραγωγικότητα). Έκτοτε η τεχνολογική εξέλιξη
των επαγγελμάτων (και η αύξηση του μεριδίου
αυτών της υψηλής ειδίκευσης) τείνουν στο να
μειώνεται το μερίδιο εκείνων όπου η
παραγωγικότητα μειώνεται με την ηλικία και να
αυξάνεται σε επαγγέλματα όπου η παραγωγικότητα
αυξάνεται με την ηλικία.
Για την
Ελλάδα η ανάλυσή μας δείχνει ότι το μερίδιο των
επαγγελμάτων στα οποία η παραγωγικότητα
αυξάνεται με την ηλικία (2019:21,8%) είναι
χαμηλότερο από τον αντίστοιχο μέσο ευρωπαϊκό
όρο, ενώ διατηρείται η συγκέντρωση του
εργατικού δυναμικού σε επαγγέλματα στα οποία η
παραγωγικότητα μειώνεται με την ηλικία
(2019:42,2%). Ειδικά όμως, για τον κρίσιμο τομέα
της μεταποίησης είναι ακόμη υψηλότερη η
συγκέντρωση του εργατικού δυναμικού σε
επαγγέλματα στα οποία η παραγωγικότητα μειώνεται
με την ηλικία (2019:71,5), και, αντιστρόφως,
πολύ χαμηλό το μερίδιο επαγγελμάτων στα οποία η
παραγωγικότητα αυξάνεται με την ηλικία
(2019:11,4%). Αυτό το αρνητικό στοιχείο,
βεβαίως, συμβαδίζει απόλυτα με άλλα δυσμενή
χαρακτηριστικά που αφορούν την ελληνική
μεταποίηση, όπως είναι ο χαμηλός βαθμός
συνθετότητας των προϊόντων της και η μεγάλη
απόσταση που την χωρίζει από τις δραστηριότητες
“τεχνολογικής αιχμής” (παρά τις εξαιρέσεις
επιμέρους κλάδων, ομίλων και επιχειρήσεων).
Συνεπώς,
ενώ το εργατικό δυναμικό της Ελλάδας δεν
χαρακτηριζόταν ποτέ για την υψηλή ειδίκευσή του,
τις δυο τελευταίες δεκαετίες, της πληθυσμιακής
γήρανσης, και την τελευταία δεκαετία, της
πληθυσμιακής συρρίκνωσης, φαίνεται πως οι
δεξιότητες του μειώνονται περαιτέρω. Η
δυναμική της δημογραφικής κάμψης, λοιπόν, σε
συνδυασμό με το υφιστάμενο μίγμα επαγγελμάτων
και δεξιοτήτων της ελληνικής οικονομίας τείνει
να ωθεί προς την υποβάθμιση του επιπέδου του
ανθρώπινου κεφαλαίου της Ελλάδας-και αυτή είναι
μία “υπόγεια και σιωπηλή” διαδικασία, δηλαδή
κάτι που δεν είναι εμφανές και δεν γίνεται
εύκολα αντιληπτό, δια “γυμνού οφθαλμού”, την
στιγμή που συμβαίνει.
Στο
βαθμό που η γήρανση του πληθυσμού και η
πληθυσμιακή συρρίκνωση τείνουν να μειώσουν το
διαθέσιμο εργατικό δυναμικό, οι αναπτυγμένες
οικονομίες ανταποκρίνονται στις ελλείψεις
εργατικού δυναμικού και προσφοράς εργασίας
-εκτός από την προσπάθεια αύξησης του οικονομικά
ενεργού ποσοστού του πληθυσμού-, αυξάνοντας
σταδιακά την αναλογία κεφαλαίου προς εργασία,
ώστε να διατηρηθεί, αλλά και να αυξηθεί, το
επίπεδο παραγωγής, εισοδήματος και ευημερίας.
Η φυσική
ανταπόκριση της οικονομίας, συνολικά, και των
επί μέρους επιχειρήσεων, ειδικά, θα πρέπει να
είναι η επένδυση σε εξοπλισμό που κάνει την
εργασία περισσότερο παραγωγική. (Η πιο
χαρακτηριστική περίπτωση είναι εκείνη της
Ιαπωνίας, μίας χώρας η οποία είναι παγκόσμια
πρωτοπόρος στην εισαγωγή της ρομποτικής στην
παραγωγική διαδικασία. Κάτι που δεν είναι
καθόλου τυχαίο: αποτελεί την απάντηση της
ιαπωνικής επιχειρηματικότητας στο φαινόμενο της
συρρίκνωσης και της γήρανσης του ιαπωνικού
εργατικού δυναμικού).
IV. Η
οικονομία ως άθληση στο γήπεδο της δημογραφίας
Πώς θα
ήταν άραγε η ελληνική οικονομία εάν ήταν
ποδοσφαιριστής; Εν πρώτοις θα ήταν ένας
ποδοσφαιριστής σε προχωρημένη ηλικία για ενεργό
αθλητή. Θα διένυε μάλλον την τέταρτη δεκαετία
της ζωής του. Ως ποδοσφαιριστής στα νεότερα
χρόνια του δεν θα διακρινόταν ιδιαίτερα για την
δεξιοτεχνία του και τα τεχνικά χαρακτηριστικά
του. (Κατ’ αντιστοιχίαν, στην πρώτη μεταπολεμική
περίοδο, την στιγμή κατά την οποία η παγκόσμια
οικονομία προχωρούσε με την μαζική παραγωγή
καταναλωτικών ειδών, τα αεριωθούμενα, τους
δορυφόρους και έμπαινε σιγά-σιγά στην τρίτη
βιομηχανική επανάσταση της ανάπτυξης των
ηλεκτρονικών υπολογιστών, η ελληνική οικονομία
ήταν υποχρεωμένη εξ αντικειμένου, -αλλά και μόνο
κάτι τέτοιο ήταν σε θέση να κάνει- να επενδύσει
και να στηριχθεί στην τεχνολογία και στα
προϊόντα που στην ανεπτυγμένη Δύση είχαν κάνει
μαζικά την εμφάνισή τους 80 χρόνια πριν, το
1870, στην δεύτερη βιομηχανική επανάσταση:
χαλυβουργίες και μεταλλουργία, τσιμέντο και υγρά
καύσιμα).
Παρά την
υστέρησή του, όμως, όσον αφορά την δεξιοτεχνία,
ο ποδοσφαιριστής μας, στην νεότητά του, κατάφερε
να επιβιώσει στην δύσκολη ανταγωνιστική αγορά
του αθλήματός του γιατί χαρακτηριζόταν από την
αθλητικότητά του: την ταχυδύναμή του, όπως λένε,
και την αγωνιστικότητά του. (Κατ’ αναλογίαν και
η ελληνική οικονομία πέτυχε μία εντυπωσιακή
αύξηση των μεγεθών της και έτσι μπόρεσε να
υποστηρίξει και το δημογραφικό άλμα του θετικού
αποτελέσματος δύο εκατομμυρίων γεννήσεων στο
ισοζύγιο με τους θανάτους και την μετανάστευση,
στην περίοδο 1949-1979. Ένα δημογραφικό άλμα,
πάντως, το οποίο, όσον αφορά την προσφορά
εργασίας φάνηκε να στερεύει πολύ γρήγορα γιατί
στις αρχές ήδη της δεκαετίας του 1970 η
δικτατορία αναγκάσθηκε να προσκαλέσει τους
πρώτους Πακιστανούς εργάτες για τις ανάγκες της
εγχώριας βιομηχανίας).
Πως
είναι όμως, σήμερα, ο γηράσκων ποδοσφαιριστής
μας, στην ύστερη νεότητά του, πλησιάζοντας τα 35
χρόνια του; Δυστυχώς σε όλα αυτά τα χρόνια που
πέρασαν δεν κατάφερε να αναπτύξει τις τεχνικές
του αρετές και να γίνει λίγο περισσότερο
δεξιοτέχνης. (Όπως και η ελληνική οικονομία.
Όταν η προωθητική της δύναμη δηλαδή ο
παραγωγικός της τομέας έπρεπε να περάσει σε ένα
άλλο υψηλότερο τεχνολογικό και οργανωτικό
επίπεδο, στις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80, εν
μέσω και διεθνών ενεργειακών κρίσεων, δεν τα
κατάφερε ιδιαίτερα καλά. Αυτό στον μεγαλύτερο
βαθμό οφείλεται στο γεγονός ότι η ανάπτυξη της
πρώτης μεταπολεμικής περιόδου έγινε με τρόπο
αυταρχικό και ανελεύθερο και δεν στηρίχτηκε
στην λειτουργία και την δυναμική των δυνάμεων
της αγοράς, με αποτέλεσμα να μην έχει
δημιουργηθεί μια ισχυρή και υγιής
επιχειρηματικότητα που ήταν ο απαραίτητος όρος
για να προχωρήσει η οικονομία της χώρας μπροστά,
στο αμέσως ανώτερο επίπεδο ανάπτυξης. Έτσι
συνέβη κάτι μοναδικό που δεν παρατηρήθηκε σε
καμμία άλλη χώρα στον κόσμο: στην δεκαετία του
‘70 η Ελλάδα σταδιακά πλημμύρισε από
“προβληματικές” επιχειρήσεις, οι περισσότερες
από τις οποίες δεν ανέκαμψαν πραγματικά ποτέ).
Εκτός
όμως από την μόνιμη αδυναμία του στο τεχνικό
τομέα, με την πάροδο των ετών και την γήρανσή
του ο ποδοσφαιριστής μας άρχισε να χάνει και τις
σωματικές δυνάμεις του, την αθλητικότητά του.
(Και η ελληνική οικονομία κατ΄ αναλογίαν, αφού
πρώτα έχασε την αναπτυξιακή της ορμή, στην
συνέχεια έχασε και το δημογραφικό της σφρίγος,
αφού όχι μόνο δεν κατάφερε να καρπωθεί κάποιο
αναπτυξιακό “δημογραφικό μέρισμα” από τη
δεκαετία του ‘70 και μετά, αλλά σιγά-σιγά και η
δημογραφική της πορεία άρχισε να φθίνει).
Σήμερα ο
ποδοσφαιριστής μας δεν έχει μπροστά του ένα
λαμπρό μέλλον. Πολύ γρήγορα θα αναγκασθεί να
αποσυρθεί από την ενεργό δράση και να ασχοληθεί
με κάτι άλλο, στο οποίο ίσως να τα καταφέρει
καλύτερα. Σε μία παρόμοια κατάσταση από άποψη
προοπτικών βρίσκεται και η ελληνική οικονομία:
γηράσκον και ολιγάριθμο εργατικό δυναμικό, με
περιορισμένης δυναμικότητας ανθρώπινο κεφάλαιο,
και με έλλειψη ισχυρής και καινοτόμας
επιχειρηματικής παράδοσης.
Πλην
όμως η εθνική οικονομία δεν είναι ποδοσφαιριστής
και δεν μπορεί να αποχωρήσει από την ενεργό
δράση, ούτε να συνταξιοδοτηθεί, γιατί επάνω σε
αυτήν στηρίζεται η επιβίωση της κοινωνίας και
του έθνους. Και για το λόγο αυτό είμαστε
αναγκασμένοι να παλέψουμε για την αναγέννηση και
την επανεφεύρεση της οικονομίας μας σε ένα νέο
κόσμο και με εντελώς διαφορετικές συνθήκες από
ότι στο παρελθόν, αντιμετωπίζοντας το
δημογραφικό και το οικονομικό πρόβλημα, τα οποία
είναι στενά αλληλένδετα μεταξύ τους, προωθώντας
τις αναγκαίες πολιτικές και εφαρμόζοντας τις
επιβαλλόμενες λύσεις. Οι οποίες δεν είναι και
πολλές. Και προκύπτουν όλες από εκείνον τον
κανόνα που πρέπει να ακολουθήσει κανείς όταν
βρίσκεται σε ιδιαίτερα δύσκολη, έως και
απελπιστική κατάσταση: πρέπει να προσπαθήσει να
μετατρέψει τα αδύναμα σημεία του σε ισχυρά και
τα μειονεκτήματα του σε πλεονεκτήματα.
Η μαζική
τεχνολογική της αναβάθμιση, όσο και αν φαίνεται
υπεραισιόδοξο, είναι η πρώτη από τις τρεις
βασικές απαντήσεις που πρέπει να δώσει η χώρα
μας για να ξεπεράσει το πρόβλημα που δημιουργεί
στην αναπτυξιακή της πορεία η γήρανση και η
αριθμητική μείωση του εργατικού δυναμικού:
επενδύσεις σε τεχνολογία που διευκολύνει την
παραγωγή σε συνθήκες ελλείπουσας προσφοράς
εργασίας, (και, φυσικά, επιλογή των κλάδων που
προσφέρονται προς τούτο).
Η
δεύτερη απάντηση βρίσκεται στην προσπάθεια να
αυξηθεί η συμμετοχή στον οικονομικό βίο των
ατόμων που διανύουν παραγωγική ηλικία, και
κυρίως των γυναικών, ώστε να πετύχουμε την
απαιτούμενη αύξηση του ποσοστού των οικονομικά
ενεργών πολιτών στο σύνολο του πληθυσμού. (Μαζί
επίσης με προσπάθεια για έναν μακρύτερο
οικονομικό βίο, μέσω της βελτίωσης του γενικού
επιπέδου υγείας).
Και η
τρίτη, και η πιο σημαντική, απάντηση είναι η
προσπάθεια για ουσιαστική αναβάθμιση του
ανθρωπίνου κεφαλαίου της χώρας, μέσα από την
εκπαίδευση, την μαθητεία και την συνεχή
επιμόρφωση-πράγμα που πρώτα πρέπει να γίνει
κατανοητό από όλους και στην συνέχεια να γίνει
αντικείμενο μίας πανεθνικής προσπάθειας.
Αυτές οι
τρεις “απαντήσεις” υπάρχουν μόνο για το πρόβλημα
του δημογραφικού και οικονομικού μαρασμού του
έθνους, και καμμία άλλη. Και θα πρέπει να δοθούν
και οι τρεις με πραγματισμό που σημαίνει
υπερπροσπάθεια και γενική κινητοποίηση όλων μας.
Οι
Δημήτρης Α. Ιωάννου και Χρήστος Α. Ιωάννου
είναι οικονομολόγοι.
Πρώτη
δημοσίευση στον Οικονομικό Ταχυδρόμο |