Το
δημόσιο πανεπιστήμιο δεν
κινδυνεύει από τα μη κρατικά παραρτήματα ξένων
πανεπιστημίων. Κινδυνεύει
από τον ίδιο του τον εαυτό. Από το δικό
του θεσμικό πλαίσιο, τις εγκατεστημένες
νοοτροπίες και τα πολυποίκιλα συμφέροντα που δεν
του επιτρέπουν ούτε να μεταρρυθμιστεί, ούτε να
εξελιχτεί, ούτε να προοδεύσει. Ούτε βεβαίως να
αυτονομηθεί. Και μόνο το γεγονός ότι είναι το
μοναδικό εκπαιδευτικό ίδρυμα στον κόσμο που
μπορεί να καταλαμβάνεται και να καταστρέφεται
για ψύλλου πήδημα και μάλιστα χωρίς συνέπειες,
αρκεί για να αποδείξει την δομική αβελτηρία
του.
Σε
πρόσφατη σχετική παρέμβασή του ο πρωθυπουργός
της χώρας είπε μεταξύ άλλων: «Θέλω
να στείλω το μήνυμα ότι δεν πρόκειται να
επιτρέψουμε δήθεν “πάρτι” στους πανεπιστημιακούς
χώρους να εξελίσσονται σε γιορτές τυφλής βίας
και καταστροφής. Για τέτοια επεισόδια πρέπει να
υπάρχουν επιπτώσεις, και αυτά που προβλέπει ο
νόμος φτάνουν μέχρι και την οριστική διαγραφή
φοιτητών. Και είναι ευθύνη των πειθαρχικών
οργάνων των πανεπιστημίων να εφαρμοστεί ο νόμος,
που πρέπει επιτέλους να εφαρμοστεί». Αυτό
που δεν μας είπε είναι τι προβλέπεται γι’ αυτούς
που δεν εφαρμόζουν τον νόμο. Μήπως δεν το
ανέφερε διότι ξέρει ότι είναι δύσκολο να
εφαρμοστεί; Ή μήπως γιατί δεν θέλει να έρθει
αντιμέτωπος με σύσσωμη την εκπαιδευτική
κοινότητα;
Αν οι
πανεπιστημιακές αρχές, το κράτος και το πολιτικό
σύστημα ήθελαν, δεν θα αποτελούσαμε μοναδική
εξαίρεση στον κόσμο. Πρώτον,
θα είχαν δώσει θεσμική ισχύ στα Συμβούλια
Διοίκησης ώστε να ελέγχουν τους πρυτάνεις και
όχι το αντίθετο. Δεύτερον, θα είχαν εγκαταστήσει
πραγματική πανεπιστημιακή αστυνομία ώστε να
περιφρουρεί μόνιμα όλους τους χώρους και να
αποτρέπει εν τη γενέσει τους τις έκνομες
δραστηριότητες. Τρίτον, θα είχαν θεσπίσει
συγκεκριμένα πρωτόκολλα με μέτρα ασφαλείας για
κάθε κίνδυνο και όχι μόνο για παραβατικές
δράσεις. Τέταρτον, θα υπήρχαν συγκεκριμένες
επιπτώσεις για όσους δεν τα εφάρμοζαν, κυρίως
στη χρηματοδότηση που τους πονάει. Χωρίς αυτά
όλα τα άλλα είναι ευχολόγια που δεν αλλάζουν την
κατάσταση. Το μόνιμο και μοναδικό αίτημα των ΑΕΙ
για μεγαλύτερη χρηματοδότηση, αν και σωστό,
αφορά ένα βαρέλι δίχως πάτο.
Έτσι
όπως είναι τα πράγματα κανείς πανεπιστημιακός
δεν θέλει να βάλει το κεφάλι του στον ντορβά,
εφαρμόζοντας πειθαρχικά μέτρα χωρίς μια
στοιχειώδη ασφάλεια. Κανείς
δεν μπορεί να προφυλάξει τους χώρους που
ανακαταλαμβάνονται μετά την επέμβαση των ΜΑΤ.
Κανείς δεν μπορεί να εφαρμόσει τα όποια
πειθαρχικά μέτρα σε εξωπανεπιστημαικούς
παράγοντες που πρωτοστατούν στους βανδαλισμούς.
Χώρια βέβαια που δίπλα στην αδράνεια και τον
«ωχαδελφισμό» υπάρχουν και οι ισχυροί πυρήνες
της ιδεολογικής συγγένειας με τους καταληψίες
που επιτείνουν την κατάσταση. Τούτων δοθέντων,
τόσο το καρπούζι όσο και το μαχαίρι είναι στα
χέρια της Πολιτείας η οποία δεν φαίνεται να
θέλει τη σύγκρουση. Η
μόνη πολιτική που εφαρμόζεται είναι αυτή του
«άσ’ το να ξεθυμάνει». Μέχρι την επόμενη κρίση. Όσο
για τις καταστροφές, λεφτά υπάρχουν.
Αλλά το
πρόβλημα δεν είναι μόνο η παραβατικότητα. Η ίδια
η πανεπιστημιακή ζωή αδυνατεί να εκσυγχρονιστεί. Ο
νόμος του ν+2 για τον χρόνο φοίτησης θα αρχίσει
να εφαρμόζεται από τον Σεπτέμβριο του 2025,
οπότε τα μητρώα των σχολών θα αργήσουν να
απαλλαγούν από τους «αιώνιους φοιτητές», και αν.
Δεν υπάρχει υποχρεωτική παρακολούθηση, δεν
υπάρχουν προαπαιτούμενα μαθήματα, δεν υπάρχει
συγκεκριμένη διάρκεια σπουδών, δεν υπάρχει
έλεγχος ποιοι μπαίνουν και ποιοι βγαίνουν στους
χώρους, δεν υπάρχουν παντού και για όλους
υποχρεωτικές εβδομαδιαίες εργασίες. Τίποτα δεν
πιέζει τους φοιτητές να σπουδάσουν, όλα
επαφίενται στη συνείδηση και τον πατριωτισμό
τους και φυσικά στις γραπτές εξετάσεις στο τέλος
των εξαμήνων. Αυτά όμως δεν συνιστούν
πανεπιστημιακή ζωή. Και γι’ αυτό όλη η πίεση
έχει μεταφερθεί στην εισαγωγή, στις πανελλήνιες
εξετάσεις. Στα πλαίσια μιας ολέθριας αντίληψης
του στιλ «να μπω και μετά κάποια στιγμή θα βγω».
Και πολλοί δεν βγαίνουν ποτέ. Και δεν είναι μόνο
δική τους η ευθύνη, είναι και του πανεπιστημίου
που δεν φροντίζει να τους βάλει σε μια σειρά και
να τους δείξει εμπράκτως τις ευθύνες τους. Να
τους καθοδηγήσει με τον τρόπο του, όπως σε όλα
τα ΑΕΙ του κόσμου.
Και το
σχολείο, μεγάλος ασθενής
Και να
ήταν μόνο η ανώτατη εκπαίδευση; Μεγάλος ασθενής
είναι και η σχολική εκπαίδευση η οποία
τροφοδοτεί με φοιτητές την Ανώτατη. Φοιτητές,
η πλειοψηφία των οποίων πέρασαν 12 χρόνια στα
θρανία των σχολικών βαθμίδων τελείως χαλαρά,
χωρίς σοβαρές υποχρεώσεις, χωρίς σοβαρή
αξιολόγηση, χωρίς κανενός είδους έλεγχο και
συνήθως χωρίς αξιόπιστη διδασκαλία. Αφού η
αξιολόγηση των εκπαιδευτικών είναι μια άλλη
πονεμένη ιστορία που, ακόμα και να
πραγματοποιηθεί, κανείς δεν πιστεύει πια ότι θα
φέρει αποτελέσματα. Το ελληνικό σχολείο έχει την
ιδιαιτερότητα να λειτουργεί στη σκιά του
ιδιωτικού φροντιστηρίου στο οποίο έχει εκχωρηθεί
άτυπα η πραγματική διδασκαλία των βασικών
αντικειμένων. Και ευτυχώς, διότι χωρίς αυτό θα
είχαμε τελείως αγράμματους υποψήφιους. Το
σχολείο δεν μπορεί πια ούτε την υποχρεωτική
διδακτέα ύλη να ολοκληρώσει.
Η
εκπαιδευτική μαζική κουλτούρα που διαμορφώνεται
στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση
είναι η μήτρα της αβελτηρίας και της ανώτατης με
ευθύνη των εκπαιδευτικών και του εν πολλοίς
αδιάφορου κράτους. Διότι όλες
οι βαθμίδες διαχειρίζονται το ίδιο υλικό. Μόνο
που η ανώτατη τροφοδοτείται με νέους και νέες
που έχουν ήδη αποκτήσει συγκεκριμένη νοοτροπία.
Την παρτίδα σώζει ένα μειοψηφικό ποσοστό αγοριών
και κοριτσιών που αγάπησαν ένα αντικείμενο χωρίς
καν να το γνωρίζουν και αποφάσισαν να συνδέσουν
τη ζωή τους με αυτό. Και παρ’ όλες τις δυσμενείς
εξωτερικές συνθήκες θα κάνουν το σωστό μέχρι
τέλους. Τόσο για το μέλλον τους όσο και για την
πατρίδα. Και πρέπει μεγάλη τιμή σ’ αυτά τα
παιδιά.
Το
σχολείο πρέπει να αλλάξει ύφος, χρώμα, αντίληψη,
νοοτροπία, ταχύτητα.
Να
επανεξετάσει ολιστικά τα προγράμματα σπουδών
του, ορίζοντας τα ελάχιστα και τα μέγιστα που
πρέπει να ξέρουν οι απόφοιτοι Λυκείου και να τα
υποστηρίξει με ανάλογα σύγχρονα εκπαιδευτικά
υλικά. Λιγότερη στείρα μαθηματικοποίηση,
περισσότερη Ιστορία (του δυτικού πολιτισμού),
Κοινωνιολογία (όχι μαρξισμό), Τέχνη αλλά και
Πληροφορική και Τεχνητή Νοημοσύνη. Λιγότερες
αργίες.
Να
ταυτίσει τη διδακτέα ύλη με τη διδαχθείσα και να
τις συνδέσει με την καθημερινή ζωή και την
πράξη. Όχι απλά για να μην πατώνουμε στο PISA,
αλλά για να διαμορφώνει ενεργούς πολίτες με
δεξιότητες.
Να
αξιολογήσει και να επιμορφώσει όλους τους
διδάσκοντες και διοικητικούς με πραγματικά
αξιόπιστες και όχι προσχηματικές διαδικασίες.
Και να αποβάλει από τις τάξεις του τους
άσχετους. Να ιδρύσει ειδικά μεταπτυχιακά τμήματα
για εκπαιδευτικούς σε όλες τις ειδικότητες.
Να
επιβάλει με κάθε τρόπο την πειθαρχία και τον
έλεγχο σύμφωνα με τις σύγχρονες εκπαιδευτικές
μεθόδους και να απαλλαγεί από τον «κανόνα του
μπάχαλου». Καταλήψεις τέλος.
Να
συνδέσει τη λειτουργία του με την κοινωνία μέσω
κοινωνικών και ανθρωπιστικών υποχρεωτικών
δράσεων των μαθητών, που θα αναφέρονται στους
τίτλους που απονέμει.
Τέλος,
αξιόπιστες εξετάσεις και πραγματική βαθμολογία
παντού ώστε η κάθε προαγωγή να επιτυγχάνεται και
ο κάθε τίτλος να αποκτιέται με πραγματική
προσπάθεια και ουσιαστικές γνώσεις.
Δεν ξέρω
αν θα λέγεται Εθνικό ή Ακαδημαϊκό ή απλώς
Απολυτήριο. Αρκεί να είναι απολυτήριο που θα το
παίρνεις με προσπάθεια. Και δεν θα το παίρνουν
όλοι με τη μία. Αν αλλάξει το σχολείο, θα
αλλάξει και το πανεπιστήμιο και η κοινωνία όλη.
Οι εκπαιδευτικοί το θέλουν; Πόσοι το θέλουν; Δεν
ξέρω. Εσύ θα το ’θελες;
Λεωνίδας
Καστανάς (Athens Voice) |