Είτε
γιατί ήταν οπαδοί της αρχής ότι «δεν υπάρχει
κακή δημοσιότητα», είτε γιατί πολύ
απλά αντιλαμβάνονταν ότι αυτό ήταν
αναγκαίο κομμάτι για τη λειτουργία της
Δημοκρατίας, μέσω του ελέγχου, της αντιπαράθεσης
με στοιχεία και επιχειρήματα. Αναγνώριζαν το
δικαίωμα της «τέταρτης εξουσίας», του Τύπου, να
ασκεί κριτική.
Μπορεί
να στεναχωριόντουσαν ή να παραπονιόντουσαν, αλλά
σίγουρα δεν θα το θεωρούσαν κάτι το ανήκουστο ή
το παραβατικό.
Γι’ αυτό
και υπάρχουν τόσα παραδείγματα πολιτικών εκείνης
της εποχής που αντιμετώπιζαν με μεγάλο σεβασμό
τους δημοσιογράφους που τους αντιπολιτεύονταν.
Και μη
νομίσετε ότι αυτό συνέβαινε επειδή ο Τύπος ήταν
τότε πιο «ευπρεπής». Κάθε άλλο, αρκετά συχνά η
γλώσσα ήταν πιο σκληρή εκείνα τα χρόνια. Όμως,
υπήρχε μια επίγνωση ότι έτσι πρέπει να έχουν τα
πράγματα και το «γράψε βρε συ και κάτι καλό για
μένα» δεν συνοδευόταν από κάποια απειλή ή πίεση.
Όμως, τα
πράγματα έχουν αλλάξει. Πλέον παρατηρείται όλο
και πιο συχνά το φαινόμενο βουλευτές ή και
υπουργοί να εξεγείρονται στην επικριτική ή
αρνητική αναφορά ή να θεωρούν ότι οποιαδήποτε
κριτική σε βάρος τους ισοδυναμεί αυτόματα με
προσπάθεια μείωσης και υπονόμευσης τους.
Και
μπορεί ως ένα βαθμό αυτό να είναι κατανοητό για
την ευρύτερη κατηγορία των «πολιτευτών» που
έχουν μια ιδιαίτερη αγωνία μέσα στον τρόπο που
σήμερα διαμορφώνεται η δημόσια σφαίρα στην εποχή
των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ότι ένα
επικριτικό ή ακόμη και μειωτικό άρθρο μπορεί να
γίνει viral και να ψαλιδιστούν βίαια οι
πολιτικές τους φιλοδοξίες.
Όμως,
όταν μιλάμε για κυβερνήσεις ή μεγάλες παρατάξεις
τα πράγματα είναι διαφορετικά. Γιατί εκεί πλέον
το φαινόμενο που αντιμετωπίζουμε είναι ότι η
παραμικρή άσκηση κριτικής, η ανάδειξη
ελλειμμάτων στο κυβερνητικό έργο, η
δημοσιοποίηση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει
η κοινωνία, αντιμετωπίζεται όχι ως αυτό που
είναι, δηλαδή εύλογη δημοσιογραφική κριτική,
αλλά ως προσπάθεια υπονόμευσης της κυβέρνησης
από την ιδιοκτησία του συγκεκριμένου μέσου.
Το
αποτέλεσμα είναι να βγαίνουν υπουργοί και αντί
να απαντούν σε μια κριτική που δέχτηκαν,
υπερασπιζόμενοι το έργο τους, το πρώτο που
σκέφτονται είναι να πουν ότι όλα αυτά έχουν να
κάνουν με τη δυσαρέσκεια του ιδιοκτήτη του μέσου
για την κυβέρνηση, προσπαθώντας να υποβαθμίσουν
τη σημασία των επιχειρημάτων και του ρεπορτάζ
και κυρίως να αποπροσανατολίσουν και να
δημιουργήσουν εντυπώσεις.
Ουσιαστικά, αυτό που καταγράφεται είναι μια
εντυπωσιακή δυσανεξία απέναντι στην κριτική.
Και δεν
είναι καθόλου τυχαία. Ζούμε σε εποχές που οι
κυβερνήσεις γνωρίζουν ότι η πραγματική τους
νομιμοποίηση είναι διαρκώς υπό αμφισβήτηση, ότι
οι πολίτες είναι πιο δύσπιστοι, ότι υπάρχει
αρκετή δυσαρέσκεια.
Η
δημοσιογραφική κριτική και η ανάδειξη
προβλημάτων μπορεί να έχει μεγάλο κόστος σε
τέτοιες συγκυρίες καθώς οι πολίτες, που είναι
ήδη πιο επιφυλακτικοί απέναντι στις κυβερνήσεις
και τους πολιτικούς, θα εντοπίσουν τις βαθύτερες
αιτίες της δυσαρέσκειάς τους και έτσι οι
κυβερνήσεις θα έχουν να αντιμετωπίσουν μια βαθιά
κρίση νομιμοποίησης.
Αυτό
ισχύει πολύ περισσότερο για μια κυβέρνηση όπως η
σημερινή που αυτή τη στιγμή βρίσκεται αντιμέτωπη
με την πρώτη μεγάλη καμπή στη διαδρομή της,
δηλαδή την πρώτη συγκυρία όπου έχει πραγματική
πολιτική φθορά, έστω και εάν αυτή
«αντισταθμίζεται» από τη βαθιά κρίση της
αντιπολίτευσης.
Και αυτό
σημαίνει ότι η λογική αντί για απάντηση στην
κριτική να προκρίνονται τοποθετήσεις του τύπου
«μας κάνει κριτική ένα μέσο γιατί είναι
θυμωμένος ο ιδιοκτήτης του, γιατί δεν του
κάνουμε χατίρια», δεν είναι απλώς υπεκφυγή και
άρνηση λογοδοσίας.
Είναι
και κάτι χειρότερο: είναι και συνειδητή
προσπάθεια να πειστεί η κοινωνία ότι δεν υπάρχει
πουθενά και σε κανένα επίπεδο πραγματική
πολιτική συζήτηση και αντιπαράθεση και ότι
υπάρχει απλώς μία κυβέρνηση και κάποια
συμφέροντα που την πολεμούν.
Τακτική
που μοναδικό σκοπό έχει τελικά να αποτρέψει
ακόμη περισσότερο τους πολίτες από το να
σκεφτούν και οι ίδιοι την κατάσταση και εάν
έχουν βάση οι κριτικές που διατυπώνονται για την
κυβέρνηση. Δηλαδή, μια συνειδητή προσπάθεια να
διαλυθεί η ίδια η βάση της πολιτικής συζήτησης.
Βεβαίως,
παραβλέπει η κυβέρνηση ότι δεν είναι όλα τα μέσα
ενημέρωσης ίδια.
Όντως
υπάρχουν όλα εκείνα τα μέσα που συνηθίσαμε να τα
λέμε «συστημικά» και που βασικό τους
χαρακτηριστικό είχαν τη συναλλαγή με την
εξουσία, την υποστήριξη «μετά του ωφελίμου» μιας
σειράς πολιτικών που όντως στράφηκαν κατά της
κοινωνίας όλα τα προηγούμενα χρόνια, και που
όντως εάν κάποια στιγμή «αλλάξουν τροπάρι»,
συχνά αυτό έχει να κάνει και με πίεση για την
εξυπηρέτηση κάποιων ιδιοτελών συμφερόντων.
Όμως,
πλάι σε αυτά υπάρχουν και τα θεσμικά μέσα, αυτά
που δεν αντιμετωπίζουν την ενημέρωση ως
συναλλαγή και τα όποια όταν κάνουν κριτική, όταν
αναδεικνύουν προβλήματα, όταν απαιτούν από
υπουργούς συγκεκριμένες απαντήσεις, όταν κάνουν
ρεπορτάζ και όχι… διαφήμιση, όλα αυτά τα κάνουν
γιατί θεωρούν, πολύ απλά, ότι αυτή είναι η
δουλειά τους και σε τελική ανάλυση η ίδια τους η
ευθύνη.
Γιατί
αντιλαμβάνονται ότι δημοκρατία σημαίνει δημόσια
πολιτική συζήτηση και δημόσια πολιτική
αντιπαράθεση. Σημαίνει διαφάνεια και δυνατότητα
να έρχονται πράγματα στο φως. Πάνω από όλα
σημαίνει διαρκή και συστηματική κριτική σε όσους
ασκούν εξουσία, ακριβώς γιατί αυτό εντοπίζει
προβλήματα, επιτρέπει να διορθωθούν, διαμορφώνει
συνθήκη για την εναλλαγή κυβερνήσεων.
Γιατί η
κριτική δεν μπορεί και δεν πρέπει να
αντιμετωπιστεί ως πρόβλημα. Η άσκηση
τεκμηριωμένης κριτικής μόνο ως αναγκαία
«κανονικότητα» μπορεί να θεωρηθεί. Και αντιθέτως
«μη κανονικότητα» είναι κάθε προσπάθεια να
στιγματιστεί ή να εμποδιστεί η αναγκαία κριτική.
Αυτό
ακριβώς σκοπεύουμε να συνεχίσουμε να κάνουμε στο
in: να επιμείνουμε στο δρόμο της
«κανονικότητας», δηλαδή της αναγκαίας κριτικής,
δηλαδή της ίδιας της δημοκρατίας.
Λευτέρης
Θ. Χαραλαμπόπουλος (in.gr) |