Ομως,
την ίδια στιγμή ο βαθμός προγραμματικής
αντιπαράθεσης είναι ιδιαίτερα χαμηλός. Και δεν
το λέω αυτό μόνο με την έννοια ότι οι σύγχρονες
τεχνικές πολιτικής επικοινωνίας δίνουν έμφαση
στην εικόνα και το συναίσθημα παρά στην
εξαντλητική συζήτηση πολιτικών προτάσεων
– παρότι όλα δείχνουν ότι οι ψηφοφόροι κάνουν
ιδιαίτερα σταθμισμένες επιλογές που αφορούν τη
ζωή τους και δεν συμπεριφέρονται ως
«καταναλωτές».
Κυρίως
αναφέρομαι ότι τουλάχιστον ως προς τα κόμματα
διακυβέρνησης δύσκολα μπορεί κανείς να δει
βαθιές προγραμματικές διαφορές που θα
δικαιολογούσαν τους ανάλογα υψηλούς τόνους. Η
ευρωπαϊκή προοπτική και η εναπόθεση ελπίδας στις
ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις, οι παραλλαγές του
ατλαντισμού, η πρόταξη του ιδιωτικού τομέα της
οικονομίας, η αντιμετώπιση των ιδιωτικοποιήσεων
ως αμετάκλητων, η τρέχουσα αρχιτεκτονική του
ασφαλιστικού συστήματος, αντιμετωπίζονται ως
αποδεκτά όρια του εκλογικού στίβου.
Και εάν
για την κυβέρνηση όλα αυτά αποτελούν ούτως ή
άλλως αυτονόητες ιδεολογικές και στρατηγικές
αναφορές, το γεγονός ότι η αντιπολίτευση
επιλέγει να κινηθεί κατά βάση εντός αυτού του
πλαισίου – στοιχείο βεβαίως συνεπές προς την
υποτίθεται υπό το κράτος εκβιασμού κυβερνητική
θητεία της – έχει ως αποτέλεσμα να οδεύουμε προς
εκλογές όπου ναι μεν θα εκφραστούν βαθιές
διαιρετικές γραμμές που σήμερα διαπερνούν την
κοινωνία, αλλά ταυτόχρονα θα κυριαρχήσει μια
λογική μειωμένων προσδοκιών, μια απουσία
στρατηγικού ορίζοντα που να χωράει εναλλακτικές
την ώρα που ένα ολόκληρο -κατά βάση
νεοφιλελεύθερο – πολιτικό παράδειγμα έχει
εμφανώς εξαντληθεί. Μόνο που δυσαρέσκεια χωρίς
ορίζοντα, είναι απλώς άλλη μια συνθήκη πολιτικής
κρίσης.
Παναγιώτης Σωτήρης (in.gr) |