Μία
επιτάχυνση της οικονομικής δραστηριότητας θα
απεκάλυπτε μεγαλύτερες ελλείψεις. Που θα
λειτουργούσαν (και θα λειτουργήσουν) ως
ανυπέρβλητος περιορισμός στην οικονομική
δραστηριότητα, στην ελκυστικότητα των
κρατών-μελών για επενδύσεις και καινοτομία.
Επιτείνοντας την ήδη φθίνουσα ανταγωνιστικότητα
της ΕΕ.
Στην
Ελλάδα οι ελλείψεις εμφανίζονται μετά το 2018,
με την επανεκκίνηση της οικονομικής μεγέθυνσης.
Ενισχύονται κυρίως με την μετά την πανδημία
ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας και των
επενδύσεων.
Οι
ελλείψεις εργατικού δυναμικού ποικίλουν ανά
κράτος-μέλος, τομέα και επάγγελμα. Αφορούν
κυρίως τα υψηλής ειδίκευσης, περιλαμβάνουν όμως
και επαγγέλματα μεσαίας και χαμηλής ειδίκευσης.
Το ιστορικά υψηλό ποσοστό κενών θέσεων εργασίας
είναι υψηλότερο σε περισσότερο αναπτυγμένες
μικρές ανοικτές οικονομίες (Ολλανδία 4,9%,
Βέλγιο-Αυστρία 4,8%) ή γρήγορα αναπτυσσόμενες
(Τσεχία 4,7%).
Η
πολυετής αυξητική τάση των ελλείψεων δείχνει ότι
δεν είναι φαινόμενο συγκυριακό. Αντιθέτως. Η
συγκυριακή στασιμότητα ή ύφεση, συμβάλλει στην
υποεκτίμησή τους. Οι ελλείψεις συνδέονται με
διαρθρωτικούς παράγοντες: α) την γήρανση του
πληθυσμού που οδηγεί στη μείωση του εργατικού
δυναμικού, β) την χαμηλότερη συμμετοχή ορισμένων
πληθυσμιακών ομάδων (γυναικών, νέων, μεταναστών
από τρίτες χώρες) στην αγορά εργασίας, γ) τις
ελλείψεις δεξιοτήτων που αναφέρονται αυξανόμενες
από επιχειρήσεις σε όλα τα μεγέθη και τους
τομείς της οικονομίας της ΕΕ, δ) τις ελλείψεις
σε χειρωνακτικά και χαμηλότερης εκπαίδευσης
επαγγέλματα πιο επίπονων συνθηκών εργασίας και
χαμηλοτέρων μισθών.
Η
αντιμετώπιση των πολλαπλών παραγόντων της
έλλειψης εργατικού δυναμικού, παρά τις
αλλεπάλληλες τα τελευταία χρόνια πρωτοβουλίες
της ΕΕ, παραμένει εθνική αρμοδιότητα. Οφείλουμε
να την ασκήσουμε αποτελεσματικά, αξιοποιώντας
και όλα τα ευρωπαϊκά εργαλεία. Απαιτείται όμως
μια συνολική προσέγγιση, με τις κατάλληλες
γνώσεις και δεξιότητες ανάλυσης, σχεδιασμού και
άσκησης πολιτικής απασχόλησης, εκπαίδευσης και
δεξιοτήτων.
Η ύπαρξη
πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας και η συμμετοχή του
στην αγορά εργασίας είναι μεν οι αναγκαίες
συνθήκες για την αντιμετώπιση των ελλείψεων
εργατικού δυναμικού. Η ικανότητά τους να έχουν,
να φέρουν, τις κατάλληλες γνώσεις και
δεξιότητες και τις κατάλληλες συνθήκες
εργασίας και αμοιβές είναι δε οι αναγκαίες και
ικανές συνθήκες για την αντιμετώπιση των
ελλείψεων.
Απαιτείται επίσης συγχρονισμός της πολιτικής με
τις συνθήκες και προκλήσεις της 3ης δεκαετίας
του 21ου αιώνα, και της ταχύτητας των αλλαγών
που συντελούνται για το μέλλον της εργασίας και
της ευημερίας. Δύο παραδείγματα για την ανάγκη
συγχρονισμού, την ανάγκη να κοιτάμε το σήμερα
και το αύριο, και όχι το χθες, ως προς την
δημιουργία ανθρωπίνου κεφαλαίου, από την
εκπαίδευση, των σχεδόν 2 εκατομμυρίων νέων που
βρίσκονται στις βαθμίδες του εκπαιδευτικού
συστήματος.
Πρώτον
παράδειγμα, η στροφή ή η ενίσχυση της
επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης
έναντι της γενικής εκπαίδευσης και της
πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. «Ανακαλύψαμε», και
ορθά, την τραγική ελληνική υστέρηση τις
τελευταίες δεκαετίες στην επαγγελματική
εκπαίδευση. Είναι χαρακτηριστικό ότι η
μεγαλειώδης πορεία του 2000-2009 προς τον
αντιπαραγωγικό / παρασιτικό μετασχηματισμό της
ελληνικής οικονομίας και την ελληνική χρεοκοπία
του 2010-2012-2015 συνοδεύτηκε, μεταξύ πολλών
άλλων, από την ραγδαία μείωση των μαθητών
επαγγελματικής εκπαίδευσης την περίοδο 2001-2009
κατά 43%. Από 140.500 το 2001 σε 80.500 το
2009, ενώ ο συνολικός μαθητικός πληθυσμός
αυξανόταν και η συμμετοχή στην επαγγελματική
εκπαίδευση έφθινε ραγδαία.
Το
ζήτημα πλέον είναι εάν οι σύγχρονες και
μελλοντικές ανάγκες ευημερίας για την οικονομία
και την κοινωνία – τις επιχειρήσεις και τους
εργαζομένους πολίτες- της 4ης βιομηχανικής
επανάστασης, του ψηφιακού μετασχηματισμού κοκ,
μπορούν να «καλυφθούν» κοιτώντας πίσω, και
προσπαθώντας να αναστηθεί και να λειτουργήσει
ένα σύστημα επαγγελματικής εκπαίδευσης που
απέδωσε – εκεί όπου απέδωσε στις ποικίλες
ευρωπαϊκές παραλλαγές του- ως προϊόν της
2ης βιομηχανικής επανάστασης. Σύστημα το οποίο
τώρα «φθίνει» ως προς την ελκυστικότητά του
(τόσο για τους νέους, τις οικογένειές τους και
τους εργοδότες) και την αποτελεσματικότητά του,
ακόμη και στις χώρες με τα καλύτερα παραδείγματα
και τις καλύτερες επιδόσεις (πχ ακόμη και στην
Γερμανία).
Κοινός
τόπος των νεότερων αξιολογήσεων διεθνώς είναι η
ανάγκη οι απόφοιτοι επαγγελματικής εκπαίδευσης
να έχουν, εκτός από ειδικές τεχνικές
επαγγελματικές ικανότητες, ένα ισχυρότερο σύνολο
θεμελιωδών γνώσεων και δεξιοτήτων: λογισμού
ανάγνωσης και γραφής, μαθηματικού λογισμού, και
κοινωνικο-συναισθηματικές δεξιότητες
συνεργασίας, επίλυσης προβλημάτων, ήτοι
θεμελιώδους παιδείας. Χρειαζόμαστε δηλαδή μια
επαγγελματική παιδεία διαφορετική από αυτήν που
είχαμε (και έχουμε), καθώς αυτή αλλάζει και
διεθνώς. Διαθέτουμε την θέληση και τις
ικανότητες καινοτομίας για δημιουργία σύγχρονης
επαγγελματικής παιδείας;
Δεύτερον
παράδειγμα, η στροφή προς την ενίσχυση του
αριθμού πτυχιούχων σχολών STEM (Science,
Technology, Engineering, Mathematics) στην αγορά
εργασίας. Η μεγάλη έλλειψή τους είναι
αναγνωρισμένη διεθνώς, είναι η πρώτη κατηγορία
στις προαναφερθείσες ελλείψεις στην ΕΕ από
δεκαετίας. Για αυτό και οι κυβερνήσεις έχουν
προωθήσει μέτρα αποτελεσματικότερης στροφής
για την κάλυψη των εκθετικά αυξανομένων αναγκών.
Παράλληλα όμως, καθώς οι νέες τεχνολογίες αφενός
αυξάνουν εκθετικά τις ανάγκες εργαζομένων με
γνώσεις και δεξιότητες STEM, αφετέρου οι νέες
τεχνολογίες ενσωματώνονται όλο και περισσότερο
στην εργασία, αναγνωρίζεται ήδη η ανάγκη για
στροφή στις γνώσεις και δεξιότητες STEAM
(Science, Technology, Engineering, Arts,
Mathematics). Αιτία η αυξανόμενη σημασία των
διαπροσωπικών δεξιοτήτων, των δεξιοτήτων
συνεργασίας, επίλυσης προβλημάτων, και
διαχείρισης ανθρώπων και ομάδων, ήτοι
θεμελιώδους παιδείας.
Χωρίς
τον κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό, με τον
κατάλληλο συνδυασμό γνώσεων και δεξιοτήτων, οι
επιχειρήσεις και οι οικονομίες δεν μπορούν να
ανταποκριθούν και να προσαρμοστούν, ούτε να
επωφεληθούν από τις νέες τεχνολογίες που θα
(μπορούσαν να) αυξήσουν την παραγωγικότητα.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η συζήτηση, η
έρευνα και η πολιτική για τις γνώσεις και τις
δεξιότητες αποτελεί κεντρικό θέμα για το μέλλον
της εργασίας, της οικονομικής ανάπτυξης και της
ευημερίας.
Αυτό
αφορά ιδιαιτέρως την Ελλάδα. Για την κατ’ αρχήν
αντιστροφή του φθίνοντος συνεχώς τα τελευταία
χρόνια αριθμού υποψηφίων σε σχολές STEM, και
την κατά το συντομότερο δυνατόν μεγάλη αύξησή
του. Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ο
περιορισμός του αριθμού υποψηφίων σχολών STEM,
και συνεπώς και των πτυχιούχων STEM, παράγεται
ήδη από την εκπαιδευτική διαδικασία του
Λυκείου, τις επιλογές με τις οποίες βρίσκονται
αντιμέτωποι οι μαθητές για την επιλογή του
2ου Επιστημονικού Πεδίου από τα 4 των
Πανελλαδικών εξετάσεων, και τον εκπαιδευτικό
φορμαλισμό που «καταστρέφει» τις δυνατότητες
μόρφωσης STEM, πόσο μάλλον τις δυνατότητες
(αναγκαίας) μόρφωσης STEAM. Διαθέτουμε την
θέληση και τις ικανότητες καινοτομίας για
δημιουργία σύγχρονης λυκειακής εκπαίδευσης που
να συνδυάζει παιδεία και μόρφωση STEAM;
Το
ζήτημα της κάλυψης των ελλείψεων ανθρωπίνου
δυναμικού στην Ελλάδα, πλέον των όσων
αναφέρθηκαν στα παραδείγματα από δύο όψεις του
εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας, αφορά επίσης
τις γνώσεις και τις δεξιότητες των 4,5
εργαζομένων πολιτών, του μισού εκατομμυρίου
ανέργων, και του ενός εκατομμυρίου οικονομικά
ανενεργών εργάσιμης ηλικίας, που θα μπορούσαν
και θα ήθελαν να εργασθούν συμβάλλοντας στην
δική τους ευημερία και στην ευημερία της χώρας.
Χρειάζονται γι αυτό απαντήσεις όχι μόνον στο
ερώτημα του Λένιν («Τι να κάνουμε;») αλλά και
στο ερώτημα του Μάρβιν Γκέυ («What’s going
on;). Απαιτείται, «συγκεκριμένη ανάλυση της
συγκεκριμένης κατάστασης» σε σχεδόν πραγματικό
χρόνο. Η σύγχρονη τεχνογνωσία και τεχνολογία το
επιτρέπει με την αξιοποίηση δεδομένων υψηλής
συχνότητας για τις εξελίξεις στην αγορά
εργασίας. Επιτρέπει, εκτός από το forecasting
(την πρόβλεψη), και το nowcasting – την έγκαιρη
διάγνωση των τρεχουσών αναγκών και τάσεων στην
αγορά εργασίας, στις γνώσεις και στις
δεξιότητες.
Στα καθ΄
ημάς και το forecasting και το nowcasting μπορεί
να επιτευχθεί με την αξιοποίηση των στοιχείων
υψηλής συχνότητας της ΔΥΠΑ, του ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ, του
Μηχανισμού Διάγνωσης Αναγκών Αγοράς Εργασίας,
των αγγελιών θέσεων εργασίας που όλες σχεδόν
είναι πλέον στο διαδίκτυο – το Skills-OVATE του
CEDEFOP, στην Θεσσαλονίκη, ήδη τις αναλύει για
32 ευρωπαϊκά κράτη.
* Ο κ.
Χρήστος Α. Ιωάννου είναι οικονομολόγος.
Πρώτη
δημοσίευση στο Money Review |