Ειδικότερα, ο Ιαπωνικός οίκος R&I αναβάθμισε το
αξιόχρεο του Ελληνικού Δημοσίου κάνοντας
αναφορά, μεταξύ άλλων, στην ισχυρή ανάπτυξη της
οικονομίας, στη βελτίωση του δημοσιονομικού
ισοζυγίου και στη μείωση του χρέους της γενικής
κυβέρνησης. Αναμφίβολα, η ελληνική οικονομία
παρουσιάζει σημαντική πρόοδο μετά τη πανδημία
COVID-19, αφού βλέπουμε αύξηση στην οικονομική
δραστηριότητα αλλά και στη παραγωγή μέσω του
Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Οι
πραγματικοί οικονομικοί δείκτες και οι
προβλέψεις αυτών δείχνουν ότι η ελληνική
οικονομία μπορεί να αναπτυχθεί ακόμη περισσότερο
την επόμενη τετραετία και να αποτελέσει πρότυπο
ανάπτυξης για τις οικονομίες της Ευρώπης του
Νότου (και όχι μόνο). Είναι γεγονός ότι η
ελληνική οικονομία αναπτύσσεται γρηγορότερα από
τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές. Με βασικό στόχο τη
μείωση του πληθωρισμού στο 2,4% έως το 2024 λόγω
χαλάρωσης στις τιμές ενέργειας αλλά και μείωση
του δημόσιου χρέους, αναμένουμε μια περαιτέρω
ανάπτυξη σε όλους του τομείς. Σε αυτό βοηθάει το
γεγονός ότι η οικονομία αναπτύχθηκε κατά 5,9% το
2022, παρουσιάζοντας άνοδο στην ιδιωτική
κατανάλωση, σημαντική επενδυτική δραστηριότητα
και ανάκαμψη του τουρισμού, αλλά και αύξηση στο
πραγματικό ΑΕΠ. Όπως αναφέρει σε Έκθεσή της η
Ευρωπαϊκή Επιτροπή (Μάϊος 2023), το πραγματικό
ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί κατά 2,4% φέτος, ενώ
η συνεχιζόμενη εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης
και Ανθεκτικότητας θα προσελκύσει περισσότερες
επενδύσεις. Με τα νέα μέτρα στήριξης των
νοικοκυριών και των επιχειρήσεων (μείωση
δαπανών, αύξηση εισοδημάτων κλπ.) που
ανακοινώθηκαν πρόσφατα, η βιώσιμη ανάπτυξη είναι
εφικτή. Τι έχει συμβεί μέχρι σήμερα; Η αγορά
εργασίας βελτιώθηκε αισθητά το 2022 αφού
αυξήθηκε το εργατικό δυναμικό και μειώθηκε η
ανεργία, ενώ οι προβλέψεις βλέπουν περαιτέρω
μείωση της ανεργίας κάτω από 11% το 2024. Παρά
τον υψηλό πληθωρισμό το 2022, είδαμε ότι ο
πληθωρισμός μειώθηκε σημαντικά το 1ο εξάμηνο του
2023 ως αποτέλεσμα της πτώσης των τιμών της
ενέργειας. Επιπλέον, το έλλειμμα της γενικής
κυβέρνησης το 2022 αποδείχθηκε σημαντικά
χαμηλότερο από το αναμενόμενο, φτάνοντας το 2,3%
του ΑΕΠ. Εδώ πρέπει να τονισθεί πόσο σημαντικό
είναι να μειωθεί περαιτέρω ο λόγος του δημόσιου
χρέους προς το ΑΕΠ (δείκτης χρηματοοικονομικής
υγείας της χώρας). Ήδη μειώθηκε απότομα το 2022,
κυρίως λόγω της αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ, ενώ
αναμένεται να μειωθεί στο 160,2% του ΑΕΠ το 2023
και στο 154,4% το 2024. Με πρωτογενή πλεονάσματα
που οφείλονται κυρίως στα φορολογικά έσοδα, το
έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να
μειωθεί περαιτέρω το 2023. Έτσι, τα πρωτογενή
πλεονάσματα θα βοηθήσουν την οικονομική ανάπτυξη
την επόμενη τετραετία. Ειδικότερα, εάν
συνεχιστεί η βελτίωση της φορολογικής
συμμόρφωσης, η ελληνική οικονομία θα αποτελέσει
πρότυπο ανάπτυξης για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες.
Όλα τα παραπάνω οδηγούν σύντομα στην επενδυτική
βαθμίδα (αναμένονται οι ανακοινώσεις των μεγάλων
οίκων αξιολόγησης το τελευταίο τρίμηνο του 2023)
που θα φέρει πολλά πλεονεκτήματα στη χώρα και
στους πολίτες.
Αν και
οι αγορές έχουν ήδη προεξοφλήσει σε σημαντικό
βαθμό την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας (το
Χρηματιστήριο Αθηνών βρέθηκε στη κορυφή των
αποδόσεων παγκοσμίως το 2023), τα οφέλη για την
ελληνική οικονομία θα είναι πολλαπλά:
περισσότερες επενδύσεις, τα ελληνικά ομόλογα θα
είναι επιλέξιμα από την ΕΚΤ, το κόστος δανεισμού
θα είναι χαμηλό και νέοι επενδυτές θα στηρίξουν
την ελληνική αγορά. Με λίγα λόγια, περισσότεροι
μακροπρόθεσμοι επενδυτές θα επενδύσουν στην
Ελλάδα και αυτό θα συμβάλει στην παροχή σταθερής
χρηματοδότησης που θα αναβαθμίσει την ελληνική
οικονομία αφού θα δούμε περαιτέρω μείωση της
ανεργίας και αύξηση του ΑΕΠ, αλλά και ενίσχυση
της ρευστότητας σε Δημόσιο, τράπεζες, νοικοκυριά
και επιχειρήσεις. Το μεγάλο πλεονέκτημα της
ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας είναι η υγιής
οικονομική μεγέθυνση (αύξηση εισοδήματος και
κατανάλωσης, αύξηση εργατικού δυναμικού, υγιής
επιχειρηματικότητα και ανταγωνισμός) που θα
φέρει μια βιώσιμη και μακροπρόθεσμη ανάπτυξη.
Πως μπορεί να επιτευχθεί αυτό; Η υγιής μεγέθυνση
οφείλεται κυρίως στην καινοτομία, η οποία
χρειάζεται περισσότερες επενδύσεις. Με συνεχή
προώθηση επενδύσεων στην καινοτομία, θα
πετύχουμε υψηλά επίπεδα ανάπτυξης σε όλους τους
τομείς – π.χ. παιδεία, υγεία, υποδομές, έρευνα
και ανάπτυξη.
Πρέπει
να τονισθεί ότι, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση με
τίτλο «European Innovation Scoreboard (EIS)» της
Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Ιούνιος 2023), η Ελλάδα
είναι μέτρια καινοτόμος χώρα με επίδοση στο
79,5% του μέσου όρου της ΕΕ (η χώρα μας είναι
στην ίδια κατηγορία μαζί με χώρες όπως η Ιταλία,
η Ισπανία και η Πορτογαλία – χώρες όπως η
Κύπρος, η Ιρλανδία και το Λουξεμβούργο είναι
ισχυρές καινοτόμες, ενώ η Δανία παρουσιάζει τη
καλύτερη επίδοση ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ). Ο
παραπάνω δείκτης λαμβάνει υπόψη ελκυστικά
ερευνητικά συστήματα, επενδύσεις στην έρευνα και
ανάπτυξη και χρήση τεχνολογιών πληροφοριών. Η
απόδοση της Ελλάδας αυξάνεται με έντονο ρυθμό
και σε ποσοστό υψηλότερο από αυτό της ΕΕ, κυρίως
μεταξύ 2018 και 2022, όπου βλέπουμε σημαντικές
πωλήσεις καινοτόμων προϊόντων αλλά και
καινοτόμες ΜΜΕ που συνεργάζονται με άλλες. Οι
αδυναμίες της χώρας μας είναι κυρίως η έλλειψη
ξένων διδακτορικών φοιτητών και η Δια βίου
μάθηση, οι χαμηλές εξαγωγές αγαθών μεσαίας και
υψηλής τεχνολογίας, η Ευρυζωνική διείσδυση κλπ.
– σε όλα αυτά θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη
έμφαση τα επόμενα χρόνια ώστε η καινοτομία να
συμβάλει καθοριστικά στην ανάπτυξη της
οικονομίας.
Χαμηλά
επίπεδα ανάπτυξης οφείλονται, μεταξύ άλλων, σε
πολύπλοκες διοικητικές δομές και σε υπερβολική
επιβάρυνση. Ολοκληρωμένες ψηφιακές λειτουργίες
είναι το μεγάλο στοίχημα για τη χώρα μας αφού θα
ενισχύσουν τη προσπάθεια βιώσιμης ανάπτυξης μετά
την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας που
αναμένεται σύντομα. Επιπλέον, η επιρροή της
φορολογικής πολιτικής σε δραστηριότητες
καινοτομίας είναι ένα σημαντικό θέμα. Η
καινοτομία είναι βασικός παράγοντας βελτίωσης
της παραγωγικότητας και του βιοτικού επιπέδου.
Αν όμως έχουμε υπερβολικούς φόρους σε καινοτόμες
επενδύσεις, τότε θα μιλάμε για απώλεια
οικονομικής αποτελεσματικότητας για το σύνολο
της οικονομίας (οι υψηλοί φόροι αποθαρρύνουν την
καινοτομία). Μετά τα νέα οικονομικά μέτρα που
βοηθούν στην αύξηση της παραγωγής, πρέπει να
ενισχυθούν οι χρηματοδοτήσεις για πράσινη
ανάπτυξη με περαιτέρω οικονομικά κίνητρα για το
σύνολο των ελληνικών ΜμΕ σε ένα ελκυστικό
φορολογικό περιβάλλον που θα αυξάνει τις
επιδόσεις καινοτομίας. Μέτρα για βιώσιμη
χρηματοδότηση, με στόχο τις πράσινες επενδύσεις,
θα συμβάλουν στην επίτευξη των κλιματικών στόχων
με προτεραιότητα σε πράσινα και βιώσιμα έργα – η
επιστημονική βιβλιογραφία αναφέρει ότι, μέσω της
πράσινης καινοτομίας οι επιχειρήσεις μπορούν να
γίνουν πιο βιώσιμες και ανταγωνιστικές. Από την
άλλη, προτείνεται υψηλή φορολογία ρύπανσης ώστε
να μιλάμε για βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη και
μεγέθυνση που θα βασίζεται σε υγιείς επενδύσεις.
Τέλος, πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην
επιχειρηματική κατάρτιση ώστε να βελτιωθεί ακόμη
περισσότερο το θετικό κλίμα με περισσότερες
καινοτόμες επενδύσεις σε όλους τους τομείς
δραστηριότητας.
Συμπερασματικά, η θεαματική πορεία του
Χρηματιστηρίου Αθηνών, η αύξηση των επενδύσεων
και των εξαγωγών, τα νέα μέτρα κρατικής
στήριξης, η αποτελεσματική εφαρμογή του Ταμείου
ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και το νέο ΕΣΠΑ
αλλά και η αύξηση της καινοτομίας διασφαλίζουν
τη συνέχιση της προόδου της οικονομίας μας. Η
περαιτέρω ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας μέσω
της επενδυτικής βαθμίδας έρχεται σε μια
σημαντική στιγμή αφού διανύουμε μια φάση ανόδου
των επιτοκίων διεθνώς. Η επενδυτική βαθμίδα, ως
αποτέλεσμα της επιτυχίας της ελληνικής
οικονομίας τα τελευταία χρόνια μετά τη πολυετή
κρίση χρέους, θα ενισχύσει τους οικονομικούς
δείκτες και θα βελτιώσει σημαντικά το βιοτικό
επίπεδο των πολιτών – στόχος είναι να υπάρξει
συνέχεια με νέες αναβαθμίσεις που θα ενισχύσουν
και θα θωρακίσουν την οικονομία σε μελλοντικές
κρίσεις. Σημαντικό είναι να συνεχισθεί τόσο η
δημοσιονομική σταθερότητα όσο και η εφαρμογή των
αναγκαίων μεταρρυθμίσεων που αναδεικνύουν τη
δυναμική της ελληνικής οικονομίας η οποία μπορεί
να πρωταγωνιστήσει τα επόμενα χρόνια.
* Ο
Καθηγητής Χρήστος Φλώρος είναι Μέλος του
Συμβουλίου Διοίκησης του Ελληνικού Μεσογειακού
Πανεπιστημίου (ΕΛΜΕΠΑ) και τ. Αντιπρύτανης,
Καθηγητής Χρηματοοικονομικής στο Τμήμα
Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του ΕΛΜΕΠΑ.
Πρώτη
δημοσίευση στο Money Review |