Πριν από έξι μήνες στη
Σύνοδο του ΝΑΤΟ
υποτίθεται ότι
βρέθηκε ένας
ικανοποιητικός –για την
Αγκυρα– συμβιβασμός ώστε
η ένταξη της Σουηδίας και
της Φινλανδίας στο
Βορειοατλαντικό Σύμφωνο
να προχωρήσει. Εξι μήνες
μετά ο Ρετζέπ Ταγίπ
Ερντογάν επιχειρεί να
καταναγκάσει τη
Στοκχόλμη και το Ελσίνκι
να λάβουν αποφάσεις που
αφορούν ακόμα και
ζητήματα εσωτερικής
ασφάλειας με βάση τις
απόψεις της Αγκυρας.
Εκτός από την Τουρκία η
άλλη χώρα που δεν έχει
κυρώσει τα πρωτόκολλα
εισδοχής Σουηδίας και
Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ,
είναι η Ουγγαρία. Τον
Ιούλιο του 2019 αγνόησε
τις προειδοποιήσεις της
Ουάσιγκτον και προχώρησε
στην παραλαβή πυραύλων
S-400,
γεγονός που, βεβαίως,
οδήγησε στην αποπομπή
της Τουρκίας από το
πρόγραμμα των μαχητικών
αεροσκαφών πέμπτης
γενιάς
F-35.
Από τον περασμένο
Φεβρουάριο η Τουρκία δεν
συμμετέχει στις κυρώσεις
του ΝΑΤΟ στη Ρωσία με
αφορμή την εισβολή στην
Ουκρανία. Η Αγκυρα
οικοδόμησε και συντηρεί
τα τελευταία χρόνια μια
ειδική σχέση με τη
Μόσχα, η οποία προφανώς
εξυπηρετεί και τις δύο
πλευρές, λειτουργεί
όμως, κυρίως, ως μια
σφήνα στη συνοχή του
ΝΑΤΟ. |
Την ίδια στιγμή
έχει βάλει –πιο ανοιχτά
από ποτέ– πάνω στο
τραπέζι των απαιτήσεών
της από τη Δύση τα
κυριαρχικά δικαιώματα
της Ελλάδας. Περιττό να
επαναληφθούν οι διάφορες
απαιτήσεις που έχει η
Αγκυρα από την Αθήνα για
το Αιγαίο, τα νησιά του,
την Κρήτη και την
Ανατολική Μεσόγειο. Η
μετατροπή της Ελλάδας σε
χώρα ελεγχόμενης
κυριαρχίας αποτελεί έναν
σαφή και διακηρυγμένο
στόχο της Αγκυρας,
γεγονός το οποίο
προκύπτει αβασάνιστα από
τις δημόσιες δηλώσεις
του προέδρου της
Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ
Ερντογάν και των
υπουργών της κυβέρνησής
του. Πολλοί υποστηρίζουν
ότι πρόκειται για στάση
που υπαγορεύεται από την
ανάγκη να επικρατήσει
στις επερχόμενες
εκλογές. Κάτι τέτοιο δεν
φαίνεται να ισχύει παρά
μόνον τμηματικά.Είτε στο
στενά εθνικό είτε στο
ευρύτερα δυτικό πεδίο
συμφερόντων, η Τουρκία
εμφανίζεται ως μια
δύναμη η οποία επιθυμεί
όχι την πλήρη ανατροπή
αλλά την αναδιοργάνωση
του δυτικού
συστήματος ισορροπιών.
Σε αυτή την άτυπη
διαπραγμάτευση η
ελληνική κυριαρχία
βρίσκεται στο τραπέζι.
Αυτό είναι απολύτως
σαφές και όποιος δεν το
βλέπει απλά αρνείται την
πραγματικότητα. Το
ερώτημα είναι σκληρό και
παραμένει καίριο. Για
την Αθήνα είναι προφανής
η απάντηση στην τουρκική
απαίτηση. Τι θα συμβεί
όμως αν σε μια
περιφερειακών – διεθνών
διαστάσεων αναδιοργάνωση
κριθεί ότι η Ελλάδα
πρέπει να καθήσει στο
τραπέζι και μάλιστα με
δυσμενείς όρους; Ως
είθισται, κάθε απάντηση
είναι καλοδεχούμενη.
Βασίλης Νέδος
(Καθημερινή) |