Το αφήγημα της
πανίσχυρης Τουρκίας έναντι μιας μικρής Ελλάδας
είναι βέβαιο ότι κάποια στιγμή το πίστεψαν και
οι ιθύνοντες στην Αγκυρα. Αφήγημα το οποίο
διαψεύστηκε δύο φορές: μία στον Εβρο τον
Φεβρουάριο
του 2020. Και μία ακόμη στην Ανατολική Μεσόγειο,
όταν οι επιτελείς των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων
δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι ένας στόλος
πλοίων ακόμη και 40 ετών «έμεινε στο νερό» για
3-4 μήνες. Ούτε, βεβαίως, ότι σχεδόν το σύνολο
των μεγάλων διεθνών παραγόντων τηρούσε –στην
καλύτερη περίπτωση για την Αγκυρα– αρνητική
στάση. Στο επικοινωνιακό παιχνίδι που η Αγκυρα
έχει κατορθώσει να επιβάλει στην Ελλάδα, το
άθροισμα είναι πάντα μηδενικό. Μαύρο ή άσπρο,
σωστό ή λάθος, η Ελλάδα εμφανίζεται να βρίσκεται
«ουραγός».
Πώς λοιπόν δεν
παραμένει η Ελλάδα ένας παίκτης εγκλωβισμένος
στα περιορισμένα όρια ενός μικρομεσαίου κράτους;
Με προφανή αξιοποίηση όλων των πλεονεκτημάτων
που δίνει η συμμετοχή σε όλες τις σημαντικές
δυτικές δομές. Καλό θα ήταν να υπάρξει και ανάλογη
ενίσχυση από τον κρατικό προϋπολογισμό, όχι για
μισθούς, αλλά για δράσεις με κεντρικό συντονισμό
από το υπουργείο Εξωτερικών.
Αλλά και με
κινητοποίηση, που ξεπερνάει τις περιορισμένες
δυνατότητες του κράτους και απλώνεται, όχι μόνο
εκεί όπου υπάρχει
ομογένεια, αλλά και πολύ πιο πέρα. Μια τέτοια
διαδικασία οφείλει να έχει κεντρικό στοιχείο τη
μεγαλύτερη δυνατή αποκέντρωση. Ο ρόλος του
κράτους μπορεί να είναι συμβουλευτικός όταν αυτό
χρειαστεί. Βαθιά στον 21ο αιώνα, με τα μέσα
διάχυσης της πληροφορίας –πραγματικής ή
κατασκευασμένης– ανά τον πλανήτη να πληθύνονται,
δεν μπορεί η Ελλάδα να μένει ένας παθητικός
θεατής έξω από το παιχνίδι.
Βασίλης Νέδος
(Καθημερινή) |