Η ελληνική οικονομία είναι σε πορεία
μετασχηματισμού του αναπτυξιακού της προτύπου
στην κατεύθυνση ενίσχυσης της συμμετοχής
επενδύσεων κι εξαγωγών στο ΑΕΠ, ούτως ώστε η
ανάπτυξη να έχει χαρακτηριστικά διατηρησιμότητας
και αειφορίας. Η Eurobank προωθεί αυτόν τον
διάλογο με σειρά πρωτοβουλιών. Τον Δεκέμβριο του
2022, με τη μελέτη «Το Αναδυόμενο Μοντέλο
Ανάπτυξης της Ελληνικής Οικονομίας», αναδείξαμε
5 πυλώνες δραστηριότητας που έχουν δυναμικές
προοπτικές και εκδηλωμένο επενδυτικό ενδιαφέρον:
ενέργεια – πράσινη μετάβαση, υποδομές & ακίνητα,
τηλεπικοινωνίες & ψηφιακή αναβάθμιση, τουρισμός,
βιομηχανία. Αυτή τη βδομάδα εκδώσαμε την πρώτη
από τη σειρά των σχετικών κλαδικών μελετών για
τον Πυλώνα Ενέργειας – Πράσινης Μετάβασης. |
Η
ενέργεια ήταν ανέκαθεν βασική εισροή σε όλες τις
παραγωγικές διαδικασίες και βασικό αγαθό για τα
νοικοκυριά. Η σημασία του κλάδου ενισχύθηκε
περαιτέρω στο πλαίσιο των διεθνών προσπαθειών
για την αποτροπή και αντιμετώπιση της κλιματικής
αλλαγής. Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία (Green
Deal) κι ένα πλέγμα εθνικών στρατηγικών (Ελλάδα
2.0, ΕΣΠΑ 2021-2027, Εθνικό Σχέδιο για την
Ενέργεια και το Κλίμα) παρέχουν τον οδικό χάρτη
για μια δίκαιη και συμπεριληπτική μετάβαση,
περιλαμβανομένων μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται
και χρηματοδοτικών προγραμμάτων. Οι κυριότεροι
στόχοι αφορούν την ταχύρρυθμη ανάπτυξη ΑΠΕ,
δικτύων και αποθήκευσης ενέργειας, βελτίωση της
ενεργειακής αποδοτικότητας των κτιρίων, ανάπτυξη
συνθετικών «πράσινων» καυσίμων και εξηλεκτρισμό
των ελαφρών μεταφορών.
Η
συμβολή του κλάδου στο ΑΕΠ στην Ελλάδα αυξάνεται
συνεχώς, από 1,04% το 2008, στο 3,57% το 2020,
δείχνοντας δυναμική και ανθεκτικότητα στις
δυσμενείς συνθήκες της κρίσης χρέους. Επίσης, ο
κλάδος συνεισέφερε μεταξύ 3,13%-3,53% του ΑΕΠ
ετησίως σε φορολογικά έσοδα από το ΦΠΑ και τον
ΕΦΚ στα έτη 2017-2022. Οι επιχειρήσεις του
κλάδου έχουν μεγαλύτερο μέγεθος, παραγωγικότητα
και ένταση κεφαλαίου από το μέσο όρο της
οικονομίας. Από την άλλη, η κατανάλωση ενέργειας
στην Ελλάδα έχει υψηλό βαθμό εξάρτησης από
εισαγωγές, (πετρέλαιο και φυσικό αέριο, το οποίο
αντικαθιστά τον εγχωρίως εξορυσσόμενο λιγνίτη).
Ωστόσο, η στρατηγική γεωγραφική θέση της Ελλάδας
ευνοεί την εξέλιξή της σε κόμβο (hub) για τη
διαμετακόμιση ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού
αερίου στην Κεντρική Ευρώπη. Περαιτέρω, οι
επενδύσεις σε μονάδες αεριοποίησης, φύλαξης
υγροποιημένου φυσικού αερίου και
ηλεκτροπαραγωγής (με ΑΠΕ και σύγχρονες, καθαρές
τεχνολογίες μη ανανεώσιμων καυσίμων) συμβάλλουν
στους στόχους της ενεργειακής θωράκισης και
εξοικονόμησης που επιδιώκει το RePowerEU. Την
περίοδο 2023-2030, θα υλοποιηθούν μεγάλα
επενδυτικά έργα στον πυλώνα συνολικής αξίας
τουλάχιστον €10,25 δισ., χάρη και στις
δυνατότητες του ΤΑΑ. Η μελέτη εκτιμά ότι η
υλοποίηση αυτών των επενδύσεων θα αποφέρει
€19,94 δισ. περισσότερη προστιθέμενη αξία στην
οικονομία, δηλαδή 1,9 φορές την αξία τους.
Ανάλογα με το βαθμό διείσδυσης των ΑΠΕ στην
ηλεκτροπαραγωγή έως το 2030, εκτιμήθηκε βελτίωση
του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών ετησίως
μεταξύ €458,5-€542,9 εκατ. Τέλος, η εμβάθυνση
της εφαρμογής του Target Model στην Ελλάδα και
οι επενδύσεις σε διασυνοριακά δίκτυα μπορούν να
συμβάλλουν στο διασυνοριακό εμπόριο και τον
περιορισμό των αναγκών σε εφεδρείες.
Μέσο-μακροπρόθεσμα, όταν θα έχει ολοκληρωθεί και
θα αρχίσει να αποδίδει ένα σημαντικό τμήμα των
επενδύσεων σε «πράσινες» τεχνολογίες, οι τιμές
ηλεκτρικής ενέργειας θα υποχωρήσουν σε σαφώς
χαμηλότερα επίπεδα από τα τρέχοντα.
Η μελέτη
προτείνει πολιτικές, μεταξύ των οποίων τη
διεύρυνση χρήσης μακροχρόνιων συμβάσεων
προμήθειας «πράσινης» ενέργειας από επιχειρήσεις
(PPAs), αξιοποίηση και άλλων ΑΠΕ (γεωθερμία,
κυματική ενέργεια, μικρές ανεμογεννήτριες) αλλά
και των υδρογονανθράκων.
* Ο
Τάσος Αναστασάτος είναι Επικεφαλής Οικονομολόγος
του Ομίλου της Eurobank
Πρώτη
δημοσίευση στον Οικονομικό Ταχυδρόμο |