Τελικά η
Άγκυρα μετά από ένα διάστημα μεθοδικής και
συστηματικής καλλιέργειας της εντύπωσης πώς ο
Ταγίπ Ερντογάν θα επισκεπτόταν για πρώτη φορά
επί θητείας Μπάιντεν τον Λευκό Οίκο, ανακοίνωσε
πώς «ακυρώνεται» το προεδρικό ταξίδι στις ΗΠΑ.
Μία
ματιά στην ατζέντα των τουρκικών απαιτήσεων από
τους Αμερικανούς θα αρκούσε για να αντιληφθεί
και ο πλέον αφελής πώς ο Ερντογάν με αυτή την
επίσκεψη σχεδίαζε να επιλύσει καίρια,
στρατηγικής σημασίας ζητήματα.
Η Άγκυρα
απαιτούσε καταλυτική παρέμβαση των ΗΠΑ στο
Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για μία συμφωνία
συνολικής χρηματοδότησης οικονομικής βοήθειας με
όρους αποδεκτούς από την Τουρκία. Αυτό σημαίνει
πώς μετά την ήττα στις δημοτικές εκλογές ο
Ερντογάν βρίσκεται σε αδιέξοδο ως προς την
διαχείριση της οικονομικής κατάστασης στη χώρα
του. Στην ουσία το καθεστώς Ερντογάν βρίσκεται
σε απόγνωση ως προς την αντιμετώπιση του
καλπάζοντος πληθωρισμού ο οποίος και ευθύνεται
για την εντυπωσιακή πολιτική ήττα των Ισλαμιστών
στις κάλπες.
Η Άγκυρα
απαιτούσε να εγκριθεί από την Ουάσιγκτον η
σχεδιαζόμενη στρατιωτική επίθεση της Τουρκίας
στο Ιράκ κατά των βάσεων και δομών του PKK.
Ταυτόχρονα η τουρκική πλευρά έθετε ζήτημα άμεσης
λήξης της στήριξης των ΗΠΑ στους Κούρδους της
Βορείου Συρίας.
Ο Ταγίπ
Ερντογάν θα έθετε μετ’ επιτάσεως το θέμα της
ταχείας ολοκλήρωσης του προγράμματος αγοράς και
αναβάθμισης των αεροσκαφών F16 αλλά και ζητούσε
επαναδιαπραγμάτευση της συμμετοχής της Τουρκίας
στο πρόγραμμα κατασκευής των F35. Σαν κερασάκι
στη τούρτα των εξοπλισμών, η Άγκυρα θα έθετε εκ
νέου το αίτημα αγοράς συστημάτων Patriot χωρίς
δημόσιες εγγυήσεις για απομάκρυνση των ρωσικών
συστημάτων αεράμυνας S400.
Ο Ταγίπ
Ερντογάν θα ανέμενε και άρα διαπραγματευόταν την
αμερικανική συναίνεση, έστω και διακριτικά
εκφραζόμενη, όσον αφορά τον ρόλο διαμεσολαβητή
που διεκδικεί για τον εαυτό του στο
Μεσανατολικό.
Η
παραπάνω λίστα στρατηγικών ζητημάτων προς
συζήτηση ήταν πολύ βαριά για την αμερικανική
διπλωματία όταν μάλιστα η Άγκυρα δεν άφηνε να
διαφανεί με ξεκάθαρο τρόπο πώς ήταν διατιθεμένη
να υποχωρήσει στις σχέσεις της με τη Ρωσία και
στη φιλική στάση που διατηρεί προς το Ιράν. Το
σημαντικότερο όλων ωστόσο αφορά την διαμορφωμένη
συμπεριφορά της Τουρκίας έναντι της Χαμάς η
οποία συγκρούεται άμεσα με τις πολιτικές που
εφαρμόζει συνολικά η Δύση και πιο συγκεκριμένα
οι ΗΠΑ έναντι αυτής της ισλαμιστικής
παλαιστινιακής οργάνωσης.
Είναι
προφανές πώς ο Ταγίπ Ερντογάν επισκεπτόμενος τον
Λευκό Οίκο ήθελε να πετύχει τρεις στόχους. Να
διασφαλίσει την οικονομική στήριξη των ΗΠΑ εδώ
και τώρα με προοπτική να ανοίξει η κάνουλα
δυτικών επενδύσεων. Στην συνέχεια να διασφαλίσει
την στήριξη του αμερικανικού παράγοντα στο
βασικό προσωπικό του project, να αναβαθμιστεί
στον κύριο εκφραστή του Ισλάμ στη μεσανατολική
διένεξη. Πρόκειται για μία μεσσιανική διάσταση
που ο ίδιος προσδίδει στον προσωπικό του ρόλο
και για τον λόγο αυτό υπενθυμίζει συνεχώς πως
επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ο Σουλεϊμάν ο
Μεγαλοπρεπής ήλεγχε την Ιερουσαλήμ. Πρόκειται
για κρίση μεγαλείου σε συνάρτηση με τη
θεοκρατική διάσταση με την οποία αντιλαμβάνεται
τον εαυτό του.
Πέρα
όμως από την ψυχαναλυτική αυτή προσέγγιση του
φαινομένου Ερντογάν, οι Αμερικανοί έχουν να
διαχειριστούν και την πλήρη αντίθεση της
Σαουδικής Αραβίας, της Αιγύπτου, της Ιορδανίας
και των Αραβικών Εμιράτων στην παραχώρηση ενός
ρόλου ύψιστου εκφραστή του Ισλάμ στον Ταγίπ
Ερντογάν ο οποίος διεκδικεί ρόλο Χαλίφη χωρίς
Χαλιφάτο.
Νέες
ανισορροπίες και διαφαινόμενη αστάθεια στο
Αιγαίο
Η
προφανής πλέον κρίση στις αμερικανοτουρκικές
σχέσεις αναμφισβήτητα προβληματίζουν την Αθήνα
όταν μάλιστα στις 13 Μαΐου ο Κυριάκος Μητσοτάκης
θα βρίσκεται στην απέναντι όχθη του Αιγαίου για
συνομιλίες.
Το
timing είναι αρνητικό και οι συνθήκες
επιβαρύνουν το κλίμα. Η επίσκεψη δεν είναι
δυνατόν να αναβληθεί. Η διπλωματική εμπειρία
δυστυχώς εξηγεί πώς κάθε φορά που επιδεινώνονται
οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις, τα ελληνοτουρκικά
εισέρχονται σε φάση νέας περιδίνησης.
Ο λόγος
είναι απλός. Όταν τα πράγματα είναι δύσκολα στις
σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας τότε ο αμερικανικός
παράγοντας δεν μπορεί να είναι αποτελεσματικός
στις παρεμβάσεις του προς την Άγκυρα όσον αφορά
τις ελληνοτουρκικές διαφορές.
Η Αθήνα
έχει έναν ακόμη λόγο να ανησυχεί. Ο πρωθυπουργός
μεταβαίνει στην Άγκυρα έχοντας αποκαλύψει και
άρα δεσμευθεί δημόσια για τα θαλάσσια πάρκα τα
οποία έχουν εξάψει την εθνικιστική παράνοια των
τούρκων Ultras της αντιπολίτευσης που
εγκλωβίζουν τον Ερντογάν στο γνώριμο του
εθνικιστικό σπιράλ.
Στην
Άγκυρα λέγεται πώς θα επιχειρηθεί η ανάληψη της
πολιτικής ευθύνης του διαλόγου καθώς και η
πρακτική εξέλιξη αυτών των επαφών σε
διαπροσωπικό επίπεδο των δύο ηγετών. Αυτό έχει
και τα θετικά και τα αρνητικά του. Η αποχώρηση
του μέχρι και χθες ειδικού επί του πολιτικού
διαλόγου κ. Aksapar από την θέση του αφήνει ένα
κενό. Στην Αθήνα δεν είναι καθόλου σίγουρο πως η
μέχρι τώρα υπεύθυνη για το ζήτημα Υφυπουργός κα
Παπαδοπούλου θα συνεχίσει να διαχειρίζεται αυτήν
την υπόθεση. Η συγκεκριμένη δεν φαίνεται να
χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης εντός του Υπουργείου
Εξωτερικών όπου θεωρείται περισσότερο ως «επαφή»
του Μαξίμου. Επισημαίνεται πως ούτε ο καθ΄ ύλην
αρμόδιος κ. Γεραπετρίτης διαθέτει το απαιτούμενο
background για να επωμισθεί τον πολιτικό διάλογο
με την τουρκική πλευρά ιδιαίτερα, όταν ο
ομόλογος του Χακάν Φιντάν, με πολυετή θητεία
στις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες ΜΙΤ, ως
Διοικητής έχει πλήρη εικόνα για τα ζητήματα και
τις εκκρεμότητες. Χαίρει της απολύτου
εμπιστοσύνης του Ερντογάν και από πολλούς
θεωρείται και ως φυσικός διάδοχός του.
Οι
αμερικανικές εκλογές και η αγωνία της Αθήνας
Μεγάλος
αριθμός τούρκων ειδικών και διπλωματικών
αναλυτών, εντός και εκτός Τουρκίας συμφωνούν πώς
η ακύρωση από τον Ερντογάν της επίσκεψής του
στην Ουάσιγκτον και η σταθερή επιμονή του να
κατηγορεί βάναυσα το Ισραήλ υποδεχόμενος ως ήρωα
στην Άγκυρα τον ηγέτη της Χαμάς κ. Χανίγια,
μεταθέτει τους βασικούς σχεδιασμούς της
τουρκικής προεδρίας στην επαύριο των
αμερικανικών εκλογών. Μία επιτυχία του Ντόναλντ
Τράμπ θα μπορούσε να ικανοποιήσει τις προσδοκίες
του προέδρου της Τουρκίας, όταν μάλιστα την
αντίστοιχη ικανοποίηση θα αισθάνονταν στην
«φιλική» Μόσχα.
Όλα όμως
τα παραπάνω είναι τόσο θεωρητικά που κινδυνεύουν
να χαρακτηριστούν ακόμη και ως προσωπικές
φαντασιώσεις του τούρκου ηγέτη. Είναι αλήθεια
πώς την απόφαση για την ακύρωση του ταξιδιού
στην Ουάσιγκτον την έλαβε προσωπικά ο ίδιος ο
Ερντογάν και μάλιστα σε αντίθεση με την γνώμη
κάποιων συμβούλων του. Ηγέτες μεσσιανικού
προσανατολισμού που αντιλαμβάνονται τον εαυτό
τους ως μοναδικότητα δεν ακολουθούν πάντα μία
ορθολογική πολιτική ατζέντα. Προτιμούν να
διατηρούν το πλεονέκτημα να χαρακτηρίζονται ως
«maverick» παρά ως «δεδομένοι». Αυτό το
χαρακτηριστικό επαυξάνει την επικινδυνότητα των
ενεργειών τους.
Η
αλήθεια είναι πως αυτήν την περίοδο οι
προτεραιότητες της Τουρκίας αφορούν σχεδόν
αποκλειστικά τις εκκρεμότητες στην Ανατολή και
όχι στο Αιγαίο. Για ορισμένους στο ελληνικό
Υπουργείο Εξωτερικών αυτή η παρατήρηση είναι
«παρηγοριά στον άρρωστο» αφού όλα συνηγορούν πώς
και τα ελληνοτουρκικά εισέρχονται, και αυτά, σε
νέες ακαθόριστες εξελίξεις μετά την επιδείνωση
των αμερικανοτουρκικών σχέσεων που περνούν κατά
φαινόμενα φάση ενδημικής παθογένειας.
Νίκος
Γεωργιάδης
(Athens Voice) |