Όπως,
για παράδειγμα ότι έχουμε πρόβλημα ακρίβειας στη
χώρα μας, το οποίο μάλιστα βιώνουν πολύ πιο
επώδυνα συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα, που επί
της ουσίας επαναλαμβάνω αντιμετωπίζουν μια νέα
κρίση που σχετίζεται με το κόστος ζωής και η
οποία δεν αντιμετωπίζεται με κυβερνητικά
ευχολόγια και πρωθυπουργικές διαπιστώσεις.
Την
επίμονη ακρίβεια επιβεβαιώνουν τα στοιχεία για
τον πληθωρισμό του Απριλίου που μόλις
ανακοινώθηκαν.
Φαινομενικά, τα πράγματα δεν είναι και τόσο
άσχημα. Ο πληθωρισμός, δηλαδή ο Δείκτης Τιμών
Καταναλωτή, είναι στο 3,1%. Δεν είναι το
καλύτερο ποσοστό, αλλά δεν είναι και το
χειρότερο.
Όμως,
όπως στα συμβόλαια πρέπει κανείς να κοιτάζει τα
«ψιλά γράμματα», έτσι και στα στατιστικά καλό
είναι να κοιτάζει τα αναλυτικά στοιχεία και την
ποιοτική ανάλυση.
Η μελέτη
αυτών δείχνει καταρχάς ότι εδώ και αρκετούς
μήνες ο πληθωρισμός έχει σταματήσει να
αποκλιμακώνεται και κυμαίνεται σταθερά λίγο πάνω
από το 3%. Αυτό σημαίνει ότι με οποιαδήποτε,
λόγω εξωγενών ή ενδογενών παραγόντων, αρνητική
μεταβολή κάποιας παραμέτρου θα πάρει ξανά την
ανηφόρα.
Και
βέβαια ισχύει ότι η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού
δεν σημαίνει μείωση των τιμών, αλλά μικρότερη
αύξηση των τιμών, που προστίθεται πάνω στις
προηγούμενες αυξήσεις.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει επίσης να κοιτάξει
κανείς ποια αγαθά και υπηρεσίες έχουν κινηθεί με
ρυθμό υψηλότερο από τον μέσο όρο, δηλαδή
αυξήθηκαν περισσότερο από 3,1% σε σχέση με έναν
χρόνο πριν.
Για
παράδειγμα το ρύζι είναι 8,5% ακριβότερο, τα
νωπά ψάρια 10.6%, τα φρούτα 11,6%, τα αναψυκτικά
και οι χυμοί 12.5%, τα αλκοολούχα 5,8%, τα
αεροπορικά εισιτήρια 15,1%, τα θέατρα και οι
κινηματογράφοι 5%, το πακέτο των διακοπών 7.9%,
τα ξενοδοχεία 7,3%, τα ασφάλιστρα υγείας 14%.
Και βέβαια έχουμε και τον μεγάλο πρωταθλητή, το
ελαιόλαδο που αυξήθηκε κατά 63,7%!
Προφανώς
και κάποια άλλα αγαθά και υπηρεσίες έχουν
υποχωρήσει, κυρίως όσα έχουν σχέση με την
ενέργεια, καθώς πλέον έχουν προσαρμοστεί οι
αγορές στην πραγματικότητα των οξυμένων
γεωπολιτικών συγκρούσεων, κάτι που εξηγεί και
γιατί έχει κάπως συγκρατηθεί ο πληθωρισμός.
Όμως,
την ίδια στιγμή τα αγαθά που ακριβαίνουν,
αποκτούν ξεχωριστή βαρύτητα όταν μιλάμε για
λαϊκά στρώματα που έχουν χαμηλότερα εισοδήματα,
οπότε εάν ακριβαίνουν αρκετά τα τρόφιμα, που
αποτελούν ανελαστική δαπάνη, τότε αυτό σημαίνει
ότι δυσανάλογα μεγάλο μέρος ενός περιορισμένου
εισοδήματος πηγαίνει εκεί και αυτό μπορεί να
εξηγήσει και μεγάλο μέρος της δυσαρέσκειας αυτών
των στρωμάτων σήμερα.
Προσθέστε στα παραπάνω και ορισμένα άλλα
δεδομένα όπως είναι π.χ. ότι και τα ενοίκια
έχουν υψηλότερο ρυθμό ανόδου από τον μέσο όρο
του πληθωρισμού και τον Απρίλιο η μέση ετήσια
αύξηση ήταν 4,3%. Και εδώ πρέπει κανείς να δει
όχι μόνο τη γενική τάση, αλλά και τις ιδιαίτερες
δυναμικές. Γιατί προφανώς υπάρχουν περιοχές όπου
η αύξηση τα τελευταία χρόνια είναι μεγαλύτερη,
όπως επίσης γεγονός είναι ότι συγκεκριμένα
στρώματα αντιμετωπίζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα,
όπως για παράδειγμα οι οικογένειες που ψάχνουν
τώρα για σπίτι σε εκείνα τα αστικά κέντρα που
ήδη καταγράφονται τα πρώτα σημάδια μιας
στεγαστικής κρίσης.
Ας μην
ξεχνάμε ότι την ίδια στιγμή παρότι η ανεργία
έχει υποχωρήσει, φαίνεται ότι το 10% είναι ένα
όριο και δεν μπορούμε να κινηθούμε πιο χαμηλά,
με ειδικούς να προειδοποιούν για δομική ανεργία
άμεσα συσχετιζόμενη με το παραγωγικό μοντέλο.
Δηλαδή, δεν καταφέρνουμε να πετύχουμε μια
συνθήκη «πλήρους απασχόλησης». Και σίγουρα δεν
βοηθά σε αυτή την κατεύθυνση ότι συχνά οι
επιπλέον θέσεις εργασίας που δημιουργούνται
μπορεί να δίνουν μεροκάματο, αλλά όχι ασφάλεια
και προοπτική, όπως φαίνεται π.χ. σε πλευρές της
τουριστικής βιομηχανίας, ούτε το ότι οι
ελαστικές, σε δικαιώματα και μισθούς, μορφές
εργασίας είναι τόσο διαδεδομένες.
Όλα αυτά
δείχνουν ότι μπορεί η χώρα μας να μην είναι
αντιμέτωπη με μία συνθήκη κοινωνικής καταστροφής
όπως αυτή της περασμένης δεκαετίας, όμως βιώνει
μια σοβούσα κοινωνική κρίση, που τροφοδοτεί μια
δυσαρέσκεια που παραμένει διάχυτη, αλλά όχι
λιγότερο σημαντική.
Μια
δυσαρέσκεια που μπορεί να μην παίρνει ανοιχτά
πολιτική μορφή, κυρίως γιατί δεν υπάρχει ένας
πειστικός αντιπολιτευτικός πόλος, όμως θα
μπορούσε να τροφοδοτήσει δυναμικές πολιτικής
αλλαγής και ανατροπής.
Κυρίως
γιατί από ένα σημείο και μετά οι άνθρωποι
κουράζονται και οργίζονται από τον συνεχή αγώνα
απλώς για να τα βγάλουν πέρα, χωρίς κάποια
προοπτική τα πράγματα να γίνουν ουσιωδώς
καλύτερα, και να μπορούν να ζουν και όχι μόνο να
επιβιώνουν.
Διαμορφώνονται οι συνθήκες για κοινωνικές
εκρήξεις, που κυοφορούνται με τρόπο «υπόγειο»,
αναμένοντας απλώς μια αφορμή για να ξεσπάσουν.
Σεισμοί κοινωνικοί και πολιτικοί, που η αδυναμία
του πολιτικού συστήματος να τους προβλέψει, δεν
σημαίνει ότι δεν θα συμβούν.
Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος (in.gr) |