Καθώς,
όπως φαίνεται, αυτή η ταραγμένη «αντιμνημονιακή»
εποχή τελείωσε, και μάλιστα χωρίς κρότους και
λυγμούς αλλά μάλλον με πικρά χαμόγελα, έχω μια
προσωπική απορία. Πρέπει να εξομολογηθώ ότι όλη
αυτή τη θλιβερή περίοδο της ανορθολογικής
παραζάλης δεν με απασχόλησαν τόσο πολύ οι
πρωταγωνιστές της. Ξέρω καλά ως πού οι τεχνικοί
της εξουσίας είναι διατεθειμένοι να φτάσουν στο
σκληρό παιχνίδι της επικράτησης. Αυτούς θα τους
κρίνει η Ιστορία και νομίζω ότι θα είναι πολύ
σκληρή μαζί τους. Όχι τόσο γιατί κράτησαν τη
χώρα καθηλωμένη σε οικονομική στασιμότητα μια
ολόκληρη δεκαετία. Αλλά γιατί υπονόμευσαν το πιο
πολύτιμο κεκτημένο της μεταπολίτευσης:
Δηλητηρίασαν με τοξικότητα την κοινωνία,
διέλυσαν τη συνοχή της και χώρισαν ξανά σε
στρατόπεδα τους ανθρώπους.
Η απορία
μου όλα αυτά τα χρόνια ήταν για τους άλλους.
Τους απλούς ανθρώπους, τους φίλους μου, τους
συναδέλφους μου. Πριν λίγους μήνες, στις
τελευταίες εκλογές, όταν ρώτησαν τους
δημοσκόπους πώς πέσατε τόσο έξω και δίνατε
διαφορές μόνο 5 και 6 μονάδες ενώ ήταν 20,
απάντησαν, το βλέπαμε αλλά φοβόμασταν να το
πούμε, εδώ και με τις πέντε μονάδες μάς
απειλούσαν δημοσίως ότι τη Δευτέρα θα στείλουν
εισαγγελείς στα γραφεία μας. Κανείς δεν ντράπηκε
που κάποιοι άνθρωποι φοβόντουσαν να κάνουν τη
δουλειά τους;
Την ίδια
περίοδο ένας αγαπημένος μεγάλος καλλιτέχνης, που
εκτιμούν και σέβονται όλοι, δέχτηκε μια
απίστευτη επίθεση δολοφονίας χαρακτήρα,
ονομάστηκε χαλασμένος, σάπιος, πουλημένος, γιατί
απλώς δήλωσε δημοσίως την πολιτική του
προτίμηση. Απέναντι σε αυτή τη χυδαία επίθεση
στον Διονύση από τους ομότεχνούς του δεν στάθηκε
ούτε ένας δίπλα του. Αυτοί όλοι οι ευαίσθητοι
άνθρωποι που τραγουδάνε «για τον άνθρωπο», που
κάθε μέρα δίνουν αγώνες για την ελευθερία, που
σηκώνουν τη γροθιά τους απέναντι στον φασισμό,
όταν τον φασισμό τον είδαν μπροστά τους πού
ήταν;
Τι πιο
αποκρουστικό και ολοκληρωτικό υπάρχει από το να
μην επιτρέπεις τη διαφορετική φωνή; Πού ήταν όλα
αυτά τα χρόνια, όταν ο Νίκος δεχόταν χυδαίες
επιθέσεις επειδή έκανε εκπομπή στην ΕΡΤ, η
Άλκηστη όταν έκανε συναυλία με το φορτηγό την
εποχή του lockdown, η Μόνικα όταν τραγουδούσε
στην εκδήλωση για την Ευρωπαΐκή Ένωση; Πού ήταν
αυτές οι ευαίσθητες ψυχές όταν κάθε συνάδελφός
τους, που δεν υπάκουε στην κομματική γραμμή,
δεχόταν απίστευτες επιθέσεις λάσπης και μίσους;
Πού ήταν
οι «προοδευτικοί» εκείνοι καθηγητές που
υπογράφουν πύρινες διακήρυξεις ακόμα και για το
δικαίωμα των δολοφόνων στην αποφυλάκιση, όταν
συνάδελφοί τους καθημερινά δέχονταν επιθέσεις
από τα τάγματα εφόδου; Πότε μίλησαν για τους
πρυτάνεις που πήγαν με έμφραγμα στην Eντατική
μετά από προπηλακισμό, αυτούς που τους
διαπόμπευαν σαν αιχμαλώτους πολέμου με
κρεμασμένη πινακίδα στον λαιμό; Τους καθηγητές
που έβαλαν μπρούμυτα στο πάτωμα με τα χέρια στον
σβέρκο, που τους έχτισαν στα γραφεία τους, που
τους παρακολουθούσαν μέχρι τα σπίτια τους, που
τους απαγόρευαν να διδάξουν, που τους κόλλαγαν
τις φωτογραφίες τους σε αφίσες Wanted; Πώς τόσα
χρόνια ένας δεν μίλησε, ένας από αυτούς δεν είπε
φτάνει πια; Πώς ένας δεν είπε, αν δεν μπορεί να
μιλάει ελεύθερα στο πανεπιστήμιο ακόμα και
κάποιος που εγώ διαφωνώ μαζί του, τότε δεν
υπάρχει ελευθερία ούτε και για μένα. Κανείς;
Ούτε ένας απ’ αυτούς που υπέγραφαν
κείμενα «εναντίον της πανεπιστημιακής αστυνομίας
γιατι θα εμπόδιζε τη διακίνηση των ιδεών»; Και
αυτοί οι άνθρωποι είναι πανεπιστημιακοί
δάσκαλοι;
Μερικές
μέρες πριν από τις προηγούμενες εκλογές ο
Σταύρος πήρε μια συνέντευξη από τον Τσίπρα. Ήταν
απλώς Τρίτη. Λίγες μέρες πριν όμως, που είχε
πάρει από τον Μητσοτάκη, τα τάγματα εφόδου πήγαν
νύχτα στο σπίτι του να τρομοκρατήσουν την κόρη
του. Έγραφαν στον τοίχο τα γνωστά συνθήματα για
πουλημένους δημοσιογράφους. Πάνω από 10 χρόνια
τώρα, δημοσιογράφοι προπηλακίζονται στον δρόμο,
καταλήγουν στο νοσοκομείο, δέχονται επιθέσεις σε
πανεπιστήμια και παρουσιάσεις βιβλίων,
τρομοκρατούνται τα παιδιά τους από επιθέσεις στο
οικογενειακό τους άσυλο, τους βάζουν γκαζάκια
στα σπίτια τους, καταστρέφουν τα αυτοκίνητά
τους, βάζουν φωτιά με εμπρηστικούς μηχανισμούς
στις εφημερίδες, βάζουν βόμβες στα κανάλια,
ρίχνουν ρουκέτες σε τηλεοπτικούς σταθμούς,
ομάδες κρούσης με λοστούς και βαριοπούλες
καταστρέφουν τα γραφεία τους. Στα κομματικά
συνέδρια εμφανίζουν σε γιγαντοοθόνες τα πρόσωπά
τους για να γιουχάρουν οι σύνεδροι, στις
διαδηλώσεις απειλούνται με συνθήματα «Πρετεντέρη
θα τρέχεις σαν τον Κώστα τον Κεντέρη», δέχονται
οργανωμένες συκοφαντικές επιθέσεις καθημερινά
στο διαδίκτυο και υπουργοί ανεβάζουν τις
φωτογραφίες τους με τίτλο «Να τελειώνουμε μ’
αυτούς».
Οι
δημοσιογράφοι είναι πια ευχαριστημένοι όταν οι
επιθέσεις είναι μόνο συκοφαντικές, όταν
εξαντλούνται μόνο στη δολοφονία χαρακτήρων και
δεν απειλείται η ζωή και η σωματική τους
ακεραιότητα. Είναι τόσες πολλές οι επιθέσεις
αυτά τα χρόνια, που πια ούτε καταγγέλλονται.
Καλύτερα κιόλας, ακόμα και εγώ τώρα αποφεύγω να
αναφέρω ολόκληρα ονόματα, η δημοσιοποίηση του
πολιτικού εκφοβισμού τον ενισχύει, τον
διαφημίζει. Όταν μένει ατιμώρητος.
Έχω όμως
την απορία όλα αυτά τα χρόνια, μετά από τόσες
δεκάδες, τόσες εκατοντάδες επιθέσεις, τόση
επίδειξη ωμού αυταρχισμού, ηθικής εξόντωσης του
αντιπάλου, φίμωσης της διαφορετικής φωνής,
πολιτικής βίας, ένας από όλους αυτούς τους
δημοσιογράφους της απέναντι όχθης, της
«στρατευμένης δημοσιογραφίας», από αυτούς που
κάθε μέρα δίνουν «προοδευτικές μάχες εναντίον
του φασισμού», ένας έστω πώς δεν βρέθηκε να πει,
φτάνει ρε παιδιά, ως εδώ με τα τρολ και τις
ομάδες κρούσης; Άμα ο απέναντί μου που έχει
διαφορετική άποψη δεν μπορεί να την πει, τότε
δεν έχει νόημα να μιλάω ούτε και εγώ. Ούτε μια
φορά, ούτε ένας;
Τι πιο
αποκρουστικό και ολοκληρωτικό από το να μην
επιτρέπεις τη διαφορετική φωνή;
Από αυτή
την υπερδεκαετή περίοδο του ανορθολογισμού, της
τυφλής οργής και της πολιτικής βίας, η κοινωνία
μας βγήκε πιο δυνατή, με αντισώματα,
εκπαιδευμένη απέναντι στον λαϊκισμό. Η
δημοκρατία έχει τη δύναμη να προχωράει, να
αφομοιώνει, να συγχωρεί, να αφήνει πίσω της.
Ωστόσο
είμαστε μικρή κοινωνία. Γνωριζόμαστε όλοι μεταξύ
μας, ξέρουμε όλοι τη ζωή του καθενός, ποιοι την
τίμησαν και ποιοι την αντάλλαξαν. Κι αυτούς τους
τελευταίους κανείς δεν τους εκτιμάει. Ούτε οι
ίδιοι, δηλαδή, δεν εκτιμάνε τον εαυτό τους.
Και έτσι
τώρα που, όπως φαίνεται, τελείωσε αυτή η θλιβερή
περίοδος, έχω μια απορία προς όλους τους παλιούς
μου φίλους και συναδέλφους. Τελικά άξιζε; Άξιζε
για 10 χρόνια εξουσίας όλος αυτός ο «βούρκος»
που τώρα ανακαλύπτετε κι εσείς;
Φώτης
Γεωργελές (Athens Voice) |