Με τις
προκλήσεις να αυξάνονται, αποδείχθηκε ότι η δομή
των κανόνων οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ δεν
επαρκούσε να αντιμετωπίσει κυρίως το πρόβλημα
χρηματοδότησης και ανταγωνιστικότητας. Συναφώς,
κατόπιν πολιτικής συμφωνίας Συμβουλίου/ΕΚ,
τέθηκε σε ισχύ (από 30 Απριλίου τ.έ.) το νέο
πλαίσιο κανόνων οικονομικής διακυβέρνησης της
ΕΕ.
Οι νέοι
κανόνες διασφαλίζουν ένα απλούστερο και
ανταγωνιστικότερο πλαίσιο, με έμφαση στην
«εθνική ιδιοκτησία και διαφοροποιημένη, ανά ΚΜ,
προσέγγιση». Το σημαντικότερο στοιχείο είναι ότι
η μείωση του χρέους και των ελλειμμάτων
βασίζεται σε δείκτες δαπανών και όχι στο
δημοσιονομικό ισοζύγιο, προάγοντας ταυτόχρονα
μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις σε στρατηγικούς
τομείς, συμπεριλαμβανομένης της άμυνας.
Αναμένεται εντός Οκτωβρίου τ.έ. τα ΚΜ να
υποβάλουν, κατόπιν διαπραγμάτευσης με την ΕΕ,
μεσοπρόθεσμα σχέδια με τους στόχους δαπανών, τις
επενδύσεις και τις μεταρρυθμίσεις. Τα
προγράμματα πρέπει να είναι συμβατά με τις
ασφαλιστικές δικλίδες που έχουν τεθεί για τη
μείωση των ελλειμμάτων και του χρέους με
ταυτόχρονο σχηματισμό αποθέματος δαπανών.
Επιπλέον, και εν μέσω γεωπολιτικών εξελίξων, τον
νέο προγραμματικό κύκλο χαρακτηρίζουν η κρίση
στην ανταγωνιστικότητα της ΕΕ και η ανάγκη
ενίσχυσης της Ενιαίας Αγοράς. Δεν θα μπορούσε να
παραβλεφθεί ότι οι εκθέσεις του κ. Ενρίκο Λέτα
(18.4.2024) για την Ενιαία Αγορά μαζί με την
έκθεση για την ανταγωνιστικότητα του κ. Μάριο
Ντράγκι (9.9.2024) έρχονται να διαμορφώσουν νέες
τάσεις και δυναμικές, παρέχοντας δυνατότητα για
σημαντικές συζητήσεις και αποφάσεις στα ανώτατα
θεσμικά όργανα της ΕΕ.
Συναφώς,
διαφαίνεται ότι εξακολουθούν να υφίστανται
εμπόδια στην Ενιαία Αγορά και στρεβλώσεις λόγω
χαλάρωσης και του πλαισίου των κρατικών
ενισχύσεων, ενώ διαπιστώνεται ζήτημα στην
ανταγωνιστικότητα/παραγωγικότητα καθώς και
έλλειμμα στις καινοτόμες επενδύσεις. Η ανάπτυξη
στην EE έχει βασιστεί στον έντονο ανταγωνισμό
στην Ενιαία Αγορά, στο ανοιχτό εμπόριο και στο
ισχυρό ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο. Ωστόσο, η
ανάπτυξη ήταν χαμηλότερη τα τελευταία έτη σε
σχέση με ορισμένες τρίτες χώρες (Κίνα, ΗΠΑ, οι
οποίες και παρουσιάζουν διπλάσιες δαπάνες από
την ΕΕ σε κίνητρα για έρευνα και ανάπτυξη)
κυρίως λόγω υψηλών τιμών ενέργειας, ασθενούς
εξωτερικού εμπορίου και μείωσης επενδύσεων.
Υφίσταται συνεπώς αναγκαιότητα επιτάχυνσης των
επενδύσεων, μείωσης των τιμών ενέργειας και
αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής με
απεξάρτηση απο τα ορυκτά καύσιμα. Η έκθεση Λέτα
προτείνει την εμβάθυνση της Ενιαίας Αγοράς με
ανάπτυξη συντονισμένων πολιτικών, ενώ με την
έκθεση Ντράγκι προτείνονται επενδύσεις ύψους
750-800 δισ. ευρώ ετησίως με ανταγωνιστικό
ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, κοινό δανεισμό (κατά τα
πρότυπα του Ταμείου Ανάκαμψης) και νέο σύστημα
διακυβέρνησης.
Κεντρικό
ρόλο στη δημιουργία ισχυρής Ενιαίας Αγοράς και
στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας έχει η
φορολογία. Αναμφίβολα υφίσταται αναγκαιότητα
αντιμετώπισης του φορολογικού σχεδιασμού και
άρσης φορολογικών εμποδίων, περαιτέρω
εναρμόνισης στην έμμεση φορολογία (ΦΠΑ,
ΕΦΚ/Ενέργεια), επανεξέτασης του τρόπου λήψης
αποφάσεων στο Συμβούλιο της ΕΕ, με δυνατότητες
και διευρυμένης συνεργασίας («εναρμόνιση με
ευελιξία»), ενίσχυσης ΜΜΕ, επενδυτικών κινήτρων
κ.λπ.
Διαπιστώνεται πρόοδος (π.χ. υιοθέτηση της
Οδηγίας FASTER για την άρση διασυνοριακών
επενδυτικών εμποδίων), ωστόσο προκρίνονται
περαιτέρω μεταρρυθμίσεις προκειμένου οι
επιχειρήσεις να λειτουργήσουν εντός της Ενιαίας
Αγοράς (με προώθηση και της Ενωσης
Κεφαλαιαγορών/CMU και της Τραπεζικής Ενωσης),
χωρίς το υφιστάμενο συνονθύλευμα εθνικών κανόνων
που εμποδίζουν την καινοτομία.
Επιπρόσθετα, η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται
στην αρχή μιας νέας ψηφιακής επανάστασης, με την
αύξηση εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης (ΑΙ), με
τεράστιες δυνατότητες αλλά και προκλήσεις.
Ουσιαστικά, παρέχεται στην ΕΕ ένα μοναδικό
παράθυρο ευκαιρίας να αντιμετωπίσει τα κενά στην
καινοτομία, ανακτώντας έναν δυναμικό βιομηχανικό
τομέα με κάθετη ενσωμάτωση της ΑΙ. Ωστόσο,
ανακύπτουν πολλά ερωτήματα σχετικά με τις
επιπτώσεις της ΑΙ στις αγορές εργασίας, στα
κοινωνικά/εκπαιδευτικά συστήματα κ.λπ.
Η
φορολογική πολιτική μπορεί να μετριάσει τις
αρνητικές επιπτώσεις της ΑΙ στην αγορά εργασίας
συντελώντας στην πιο ομοιόμορφη κατανομή των
κερδών. Ωστόσο, τα φορολογικά συστήματα δεν
φαίνεται να είναι έτοιμα να αντιμετωπίσουν αυτές
τις προκλήσεις, δεδομένου ότι στην ΕΕ τα
φορολογικά έσοδα βασίζονται ακόμη στη φορολόγηση
της εργασίας. Επιπλέον, τα φορολογικά κίνητρα
που έχουν εισαχθεί για την ενίσχυση της
καινοτομίας δεν φαίνεται να έχουν αξιολογηθεί,
λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι η αποτίμηση των
φορολογικών δαπανών στα ΚΜ, συμπεριλαμβανομένων
και αυτών για την ενίσχυση της ΑΙ, φαίνεται να
είναι αποσπασματική και όχι εναρμονισμένη.
Υφίσταται συνεπώς αναγκαιότητα στην ΕΕ
επανεξέτασης/αξιολόγησης των φορολογικών
κινήτρων, της φορολόγησης των επιχειρήσεων και
κεφαλαίου, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις σημαντικές
αλλαγές που επέρχονται μέσω των εφαρμογών της
AI.
Αναμφίβολα η ψηφιακή μετάβαση συντελεί στη
μείωση της φοροδιαφυγής και στην απλούστευση
διαδικασιών. Ομως, η νέα πραγματικότητα απαιτεί
εναρμονισμένες φορολογικές πολιτικές και
φορολογικά κίνητρα συναφή με το νέο περιβάλλον.
Τα ανωτέρω, σε συνδυασμό με τους νέους κανόνες
οικονομικής διακυβέρνησης και την εφαρμογή του
μεταρρυθμιστικού πλαισίου του Ταμείου Ανάκαμψης
και Ανθεκτικότητας, παρέχουν στη χώρα μας
μοναδική ευκαιρία για την αποτελεσματική
οριοθέτηση του εθνικού πλαισίου δημοσιονομικής
προσαρμογής βασισμένου σε ένα ανθεκτικό
φορολογικό σύστημα.
Η
κυρία Αθηνά Καλύβα (Ph.D.) είναι επικεφαλής της
Οικονομικής Μονάδας της Μόνιμης Ελληνικής
Αντιπροσωπείας στην ΕΕ.
Πρώτη
δημοσίευση στο Βήμα |