Απαντώ
εξετάζοντας την αποτίμηση του γεωπολιτικού
ρίσκου στην οικονομία. Πρόσφατη εμπειρική μελέτη
έκανε χρήση του δείκτη γεωπολιτικού ρίσκου των
ερευνητών Caldara και Iacoviello για να
καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το αυξανόμενο
γεωπολιτικό ρίσκο επιτείνει τη χρηματοοικονομική
αβεβαιότητα και οδηγεί σε μείωση των ιδιωτικών
επενδύσεων μέχρι και 1,5% εντός ενός έτους.
Επιπλέον, το αυξανόμενο γεωπολιτικό ρίσκο
μειώνει τη διεθνή ανάπτυξη του επόμενου έτους.
Για χώρες στις οποίες η υπάρχουσα ανάπτυξη είναι
ήδη χαμηλή, η επίδραση του γεωπολιτικού ρίσκου
είναι τέσσερις φορές υψηλότερη σε σχέση με
εκείνη των χωρών με ισχυρότερη ανάπτυξη! Η
συγκεκριμένη παρατήρηση είναι κάπως «ελπιδοφόρα»
για την Ελλάδα, όπου ο ρυθμός ανάπτυξης είναι
πολύ υψηλότερος της ευρωζώνης.
Σε
πρόσφατη ανάλυσή μου μαζί με τον συνάδελφο
Michael Ellington για το Business Review blog
στη London School of Economics «τρέξαμε»
οικονομετρικά μοντέλα βάσει βρετανικών δεδομένων
των τελευταίων 65 ετών για να καταλήξουμε σε
σειρά συμπερασμάτων.
Πρώτον,
αυτό καθαυτό το γεωπολιτικό ρίσκο δεν οδηγεί σε
στατιστικά σημαντική και παρατεταμένη αύξηση της
τιμής πετρελαίου.
Δεύτερον, η όποια απότομη αύξηση της τιμής
πετρελαίου πυροδοτεί πληθωριστικές πιέσεις για
ένα έτος.
Τρίτον,
ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης επηρεάζεται
αρνητικά από την αύξηση της τιμής πετρελαίου για
τουλάχιστον δύο έτη.
Τέταρτον, οι αποφάσεις για αύξηση ή μείωση των
επιτοκίων δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν τις μεταβολές
του γεωπολιτικού ρίσκου.
Πέμπτον,
οι αποφάσεις για αύξηση των επιτοκίων
επηρεάζονται λιγότερο σήμερα, σε σχέση με το
παρελθόν, από την αύξηση της τιμής πετρελαίου.
Πρέπει
να λαμβάνουμε τα οικονομετρικά μοντέλα τοις
μετρητοίς; Σε μικρό βαθμό μόνο. Απλώς να
υπενθυμίσω ότι μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις
της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στις ΗΠΑ (ήτοι μια
«έκρηξη» του γεωπολιτικού ρίσκου), οι κεντρικές
τράπεζες προχώρησαν σε απρογραμμάτιστες μειώσεις
επιτοκίων ως αντίβαρο στο ενδεχόμενο βαθιάς
ύφεσης.
Τι
σημαίνουν τα παραπάνω; Ο διοικητής της Τράπεζας
της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας εξέφρασε
επιφυλάξεις ως προς την ιδέα δημοσιοποίησης
λεπτομερών προβλέψεων επιτοκίων πολιτικής από
τους κεντρικούς τραπεζίτες της ΕΚΤ. Δικαίως,
λοιπόν, αναρωτήθηκε κατά πόσο εύκολα μπορούν να
προβλεφθούν τα επιτόκια όταν αρκετά δύσκολα
προβλέπεται ο πληθωρισμός. Πόσω μάλλον, θα
πρόσθετα, όταν το αυξημένο γεωπολιτικό ρίσκο
δυσκολεύει ακόμα περισσότερο τις αποφάσεις
επιτοκίων.
Και, σε
τελική ανάλυση, οι κεντρικοί τραπεζίτες
αποφασίζουν, σε κάθε δεδομένη χρονική στιγμή, το
επιτόκιο πολιτικής που μπορεί να τιθασεύσει τον
πληθωρισμό εντός διετίας. Δεν υποχρεούνται να
αποφασίζουν, ταυτόχρονα, και όλα τα επιτόκια
πολιτικής των επόμενων δύο ετών! Γιατί, λοιπόν,
να προβλέπουν ο καθένας (η καθεμία) ξεχωριστά τα
επιτόκια πολιτικής σε βάθος διετίας;
Ο κ.
Κώστας Μήλας είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών
στο University of Liverpool.
Πρώτη
δημοσίευση στον Οικονομικό Ταχυδρόμο |