Πώς όμως
έφτασε η γερμανική οικονομία να αποτελεί τη μόνη
μεγάλη από τις ευρωπαϊκές, η οποία συρρικνώνεται
από την αρχή μέχρι και το τέλος του χρόνου; Είναι
ποτέ δυνατόν η Γερμανία, η οποία από το ξέσπασμα
της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους καθόριζε
–μέσες-άκρες– τους τρόπους με τους οποίους
εκείνη αντιμετωπίστηκε, χρησιμοποιώντας την
οικονομική της ισχύ ως βατήρα, να αποτελεί ξανά
τον «sick man of Europe»; Η απάντηση είναι,
φυσικά, ναι, και οι αιτίες βρίσκονται καλά
κρυμμένες μέσα σε συστημικά –και πολιτικά, αντί
για οικονομικά– λάθη.
Η
ενεργειακή εξάρτηση της Γερμανίας από τη Ρωσία
Από τις
πρώτες μέρες μετά το ξέσπασμα του
ρώσο-ουκρανικού πολέμου, η εξάρτηση της
Γερμανίας από τη ρωσική ενέργεια αποτέλεσε
ζήτημα καθοριστικής σημασίας, τόσο για το
Βερολίνο, όσο και για την ΕΕ, σε ευρύτερο
επίπεδο. Οι κυρώσεις τις οποίες επέβαλαν οι
Βρυξέλλες στη Μόσχα –και στις οποίες το Βερολίνο
εναντιώθηκε σε έναν βαθμό– αποτέλεσαν το πρώτο
μεγάλο πλήγμα για τη γερμανική οικονομία· μέχρι
και τον Φεβρουάριο του 2022, η γερμανική
οικονομία κάλυπτε το 55% των ενεργειακών της
αναγκών σε φυσικό αέριο –αλλά και το 1/3 του
συνολικού πετρελαίου που καταναλώνει– μέσω της
εισαγωγής ρωσικής ενέργειας. Αναπόφευκτα, η
βίαιη απεξάρτηση από τη ρωσική ενέργεια
αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα στην αρχική
συρρίκνωση της βιομηχανικής οικονομίας. Αξίζει
να σημειωθεί πως η Ουάσινγκτον είχε
προειδοποιήσει αμέτρητες φορές το Βερολίνο από
τις αρχές της δεκαετίας του 2000 σχετικά με την
εξάρτηση της από τη ρωσική ενέργεια, όμως οι
τότε κυβερνήσεις της Άνγκελα Μέρκελ αγνόησαν
τους αμερικανικούς συναγερμούς – παρότι αυτοί
ήλθαν από τρεις διαφορετικούς Προέδρους, σε
εντελώς διαφορετικούς πολιτικούς χρόνους. Με
δεδομένο πως πάνω από το 40% της συνολικής
ενέργειας την οποία καταναλώνει η Γερμανία αφορά
τη βιομηχανική της παραγωγή, αλλά και το γεγονός
πως τα απαραίτητα καύσιμα ήταν, για δεκαετίες,
ρωσικής προέλευσης, το σοκ στη γερμανική
βιομηχανία μετά το ξέσπασμα του πολέμου ήταν
τεράστιο.
Ο λόγος
είναι πως, ως άμεση συνέπεια των ευρωπαϊκών
κυρώσεων στη Ρωσία, το γερμανικό ενεργειακό
κόστος αυξήθηκε περισσότερο από 170%, γεγονός
πως οδήγησε σε μια απότομη – για τα γερμανικά
δεδομένα – αποβιομηχανοποίηση. Ακόμα χειρότερα,
ωστόσο, το γεγονός πως η Γερμανία κλήθηκε να
επενδύσει – σχεδόν σε νεκρό χρόνο – σε κρίσιμες
υποδομές τις οποίες είχε αγνοήσει – όπως στη
δημιουργία σταθμών και δικτύων LNG – σε
συνδυασμό με τα υψηλά ενεργειακά κόστη, οδήγησε
σε μια άνευ προηγουμένου κρίση εμπιστοσύνης
απέναντι στη γερμανική οικονομία από τις
διεθνείς αγορές. Σήμερα, το ύψος των συνολικών
ξένων επενδύσεων προς τη γερμανική οικονομία
έχει πέσει σε χαμηλό δεκαετίας, ενώ το σύνολο
των ξένων παραγγελιών προς τους γερμανικούς
μηχανολογικούς κολοσσούς βρίσκεται σε συνεχή
πτώση. Προφανώς, το μέγεθος και η ισχύς της
γερμανικής οικονομίας λειτουργούν ως δικλείδες
ασφαλείας σε ό,τι αφορά το ύψος της ανεργίας –
το οποίο παραμένει χαμηλά – όμως ο ρυθμός της
γερμανικής αποβιομηχανοποίησης και η έλλειψη της
εμπιστοσύνης των αγορών έχουν δημιουργήσει
συστημικό πρόβλημα. Τέλος, είναι δεδομένο πως η
συρρίκνωση της γερμανικής οικονομίας, η οποία
αποτελεί αποτέλεσμα κυρίως της ενεργειακής της
εξάρτησης από τη ρωσική ενέργεια, έχει
σημαντικές επιπτώσεις και στην πορεία της
οικονομίας της ΕΕ.
Η
οικονομική εξάρτηση της Γερμανίας από την Κίνα
Ως
αποτέλεσμα, αμέτρητοι γερμανικοί κολοσσοί
ξεκίνησαν να μεταφέρουν όλο και περισσότερες από
τις παραγωγικές τους δραστηριότητες εκτός
Ευρώπης· ενδεικτικά, τα μεγαλύτερα ονόματα της
γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας – όπως η
Mercedes, η BMW, και η Audi – έχουν πλέον
αναπτύξει έναν εντυπωσιακό κύκλο εργασιών στην Κίνα,
ενώ η VW αποφάσισε να επενδύσει στην ανάπτυξη
της τεχνογνωσίας της στην ηλεκτροκίνηση στο
Οντάριο του Καναδά. Και αν οι εμπορικές σχέσεις
της ΕΕ με τον Καναδά έχουν απλοποιηθεί λόγω της
ιστορικής διμερούς συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου
(CETA) και η επιλογή της VW απλώς στερεί έναν
σημαντικό αριθμό θέσεων εργασίας στη γερμανική
οικονομία, οι αντίστοιχες εμπορικές σχέσεις με
την Κίνα δε θα μπορούσαν να είναι δυσκολότερες.
Ο λόγος είναι πως, λόγω του κινεζικού
τεχνολογικού πλεονεκτήματος στην αυτοκίνηση, οι
Βρυξέλλες βρίσκονται στα πρόθυρα κήρυξης
εμπορικού πολέμου με το Πεκίνο, με την Πρόεδρο
της Ευρωπαϊκής Κομισιόν να υποστηρίζει δημοσίως
πως υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο τα προϊόντα τα
οποία παράγοντα στην Κίνα να αντιμετωπίζονται –
τελωνειακά – ως κινεζικά, ακόμα και αν ανήκουν
σε ευρωπαϊκές – δηλαδή, γερμανικές – εταιρείες.
Προφανώς, όπως ακριβώς το Βερολίνο δε
δημιούργησε μια εξαρτητική ενεργειακή σχέση με
τη Μόσχα σε ένα απόγευμα, έτσι δε δημιούργησε
και μια στενή εμπορική σχέση με το Πεκίνο
εντελώς ξαφνικά. Αντίθετα, οι στενές διμερείς
εμπορικές σχέσεις αποτελούν προϊόν ετών, με τους
γερμανικούς κολοσσούς να επιλέγουν τη μεταφορά
των εργασιών τους στην Κίνα ως λογική λύση·
εξάλλου, οι στενές διμερείς οικονομικές σχέσεις
αποδεικνύονται πέραν πάσας αμφιβολίας και από το
γεγονός πως το ύψος των άμεσων ξένων επενδύσεων
προς την Κίνα αυξήθηκε κατά 16% το 2023 σε σχέση
με το 2022, τη στιγμή όμως που το συνολικό ύψος
των γερμανικών ξένων επενδύσεων έχει μειωθεί
μέχρι στιγμής κατά 40%. Ενδεικτική της
σημαντικής σχέσης μεταξύ των δύο κρατών είναι η
προσπάθεια του Κινέζου Προέδρου, Σι Τζινπίνγκ να
πιέσει τον Γερμανό Καγκελάριο, Όλαφ Σολτς, να
μεσολαβήσει έτσι ώστε ένας εμπορικός πόλεμος
μεταξύ ΕΕ και Κίνας να αποφευχθεί. Σοκαριστικά –
αξιακά μιλώντας – ο Σολτς ενέδωσε πλήρως στην
πίεση του Πεκίνου, δηλώνοντας πως η κυβέρνηση
του εναντιώνεται πλήρως στο ενδεχόμενο
εκτεταμένων ευρωπαϊκών κυρώσεων προς την Κίνα,
υποστηρίζοντας τις θέσεις του με ρητορικούς
πλατειασμούς σχετικά με τη σημασία στο ελεύθερο
εμπόριο, τις οποίες πολύ δύσκολα θα φανταζόταν
κανείς πως θα εκστόμιζε ένας επικεφαλής του
γερμανικού SPD – και δη, Καγκελάριος.
Γερμανία: Πολιτικά σφάλματα με οικονομικές
συνέπειες – και όχι μόνο
Στην
ουσία, το Βερολίνο πληρώνει – σε δύο
διαφορετικές δόσεις – τις οικονομικές σχέσεις
που έχει αναπτύξει με δύο μεγάλες οικονομίες
τρίτων κρατών. Το παράδοξο στη συγκεκριμένη
συνθήκη είναι πως, τόσο η Ρωσία, όσο και η Κίνα,
αποτελούν δύο επί της ουσίας δικτατορικά
καθεστώτα, των οποίων το οικονομικό μέγεθος
αποτελεί τον βασικό λόγο για τον οποίο η Δύση
είχε ανέκαθεν οικονομικές σχέσεις μαζί τους. Όσο
και αν το ρωσικό και το κινεζικό πολιτικό
σύστημα δεν είναι εύπεπτο σε Ουάσιγκτον και
Βρυξέλλες, από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και
μετά ήταν αδύνατο – για τον οποιονδήποτε – να
αγνοήσει πως η μεν Ρωσία αποτελούσε έναν
ενεργειακό πυρήνα για την Ευρώπη, και η δε Κίνα
τη μεγαλύτερη παραγωγική και εξαγωγική δύναμη
φτηνών προϊόντων, τα οποία βρίσκονται παντού
γύρω μας. Όμως, υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά
ανάμεσα στην οικονομική συναλλαγή – ή ακόμα και
τη συστημική συνεργασία – με αυταρχικά καθεστώτα
στο πλαίσιο του οικονομικού και γεωπολιτικού
ρεαλισμού, και στην οικονομική εξάρτηση απέναντι
τους. Το αποτέλεσμα αυτής της διαφοράς είναι
ακριβώς αυτό που βιώνει αυτή τη στιγμή το
Βερολίνο, το οποίο βλέπει τη γερμανική
βιομηχανική παραγωγή να αγκομαχά λόγω του
τεράστιου ενεργειακού κόστους, αλλά και τα
γερμανικά προϊόντα τα οποία παράγονται στην Κίνα
να βρίσκονται στα πρόθυρα αντιμετώπισης τους ως
κινεζικά, στερώντας – δυνητικά – από τους
γερμανικούς κολοσσούς ένα συντριπτικό ποσοστό
των κερδών τους.
Κάποιος
κακεντρεχής θα σημείωνε πως η σημερινή κατάσταση
της γερμανικής οικονομίας αποτελεί τη νέμεση του
Βερολίνου απέναντι στην ύβρη που διέπραξε –
συστηματικά – κατά τη διάρκεια της ευρωπαϊκής
κρίσης χρέους, υιοθετώντας τις σκληρότερες
πολιτικές λιτότητας που μπορούσε, με περίσσια
σιγουριά και αυτοπεποίθηση. Ωστόσο, αν η
Γερμανία αποτελεί σήμερα – για άλλη μια φορά –
τον «άρρωστο της Ευρώπης» τότε αυτό σημαίνει πως
η ΕΕ και η Ευρωζώνη θα υποφέρουν μαζί της, τη
στιγμή που η Ευρώπη δοκιμάζεται από δύο
δυσεπίλυτες περιφερειακές συγκρούσεις στα
ανατολικά και νοτιοανατολικά της σύνορα.
Εξάλλου, η Γερμανία έχει αποδείξει ιστορικά πως
δεν υπάρχει οικονομική κρίση που δεν μπορεί να
ξεπεράσει· σίγουρα, πάντως, η σημερινή γερμανική
κυβέρνηση δεν αποτελεί την ιδανική ώστε να
επανέλθει η γερμανική οικονομία σε τροχιά
ανάκαμψης. Σε κάθε περίπτωση, με τις ενδείξεις
να υποδεικνύουν πως το 2024 ενδέχεται να
αποτελέσει μια υφεσιακή χρονιά για της ευρωπαϊκή
οικονομία στο σύνολο της, τόσο η Γερμανία, όσο
και τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΕ θα κληθούν να
παραμερίσουν επιμέρους διαφορές, και να
συνεργαστούν έτσι ώστε η Ένωση να παραμείνει η
σημερινή οικονομική υπερδύναμη στο πλαίσιο του
διεθνούς οικονομικού ανταγωνισμού. Σαν πρώτο
βήμα, η συνολική ευρωπαϊκή επένδυση στον
ενεργειακό και τον τεχνολογικό τομέα αποτελεί
μονόδρομο, έτσι ώστε τόσο η γερμανική, όσο και η
ευρωπαϊκή οικονομία, να εξαρτώνται στο μικρότερο
δυνατό βαθμό από τις – αναπόφευκτες – σχέσεις
τους με τις οικονομίες ημί-δικατορικών
καθεστώτων ανά τον κόσμο
Άγης
Παπαγεωργίου (Athens Voice) |