Ζούμε
την κυριαρχία του πολύ μεγάλου κεφαλαίου και
κυρίως του χρηματιστικού κεφαλαίου, το οποίο
υποβαθμίζει την παραγωγή. Έχει διαμορφωθεί ένα
ολιγάριθμο/αλληλοδιαπλεκόμενο ολιγοπώλιο
επιχειρηματικών κολοσσών με επίκεντρο τις ΗΠΑ
που ελέγχουν ασφυκτικά κεφάλαια, τεχνολογίες και
προσωπικά δεδομένα, και που απειλεί να μας
εξουσιάσει με πρωτοφανείς τρόπους: ενδεικτικά:
α) πολυεθνικές επενδυτικές εταιρείες (big asset
companies), όπως η BlackRock, που διαχειρίζεται
κεφάλαια που ξεπερνούν τα 10 τρισ. $, με τα
κεφάλαια αυτά να είναι μεγαλύτερα από το ΑΕΠ
όλων των χωρών, με εξαίρεση των ΗΠΑ και της
Κίνας και με μερίδιο στο σύνολο σχεδόν των
σημαντικών πολυεθνικών του πλανήτη). β)
Γενικότερα σχεδόν όλοι οι κλάδοι σε παγκόσμιο
επίπεδο ελέγχονται σε πολύ μεγάλο βαθμό από
λίγες μεγάλες και διαπλεκόμενες πολυεθνικές
επιχειρήσεις (οι Βig Tech: Google, Χ, Apple,
Microsoft). Η σαρωτική επικράτηση των
υπερμεγεθών επιχειρηματικών κολοσσών, χωρίς
προηγούμενο ιστορικά, δεν συνοδεύεται από
κάποια αντίστοιχη εμφάνιση υπερεθνικών
ρυθμιστικών δομών. Έτσι, τα γιγαντιαία
οικονομικά συμφέροντα προσδιορίζουν και εν τέλει
διαμορφώνουν κρίσιμες αποφάσεις: Η διαρκής
συγκέντρωση οικονομικής ισχύος γύρω από την
Wall Street και λίγα άλλα διεθνή χρηματιστικά
κέντρα, αφαιρεί βαθμούς ελευθερίας από την Ε.Ε.,
την προσδένει στο άρμα του μεγάλου κυρίως
χρηματιστικού κεφαλαίου και της αμερικανικής
ηγεμονίας.
Ζούμε
μια παρατεταμένη περίοδο κατά την οποία οι ΗΠΑ
προσπαθούν να διασφαλίσουν συνέχιση της
παγκόσμιας ηγεμονίας τους. Ακολουθώντας τους
Braudel (1979), Arrighi (1994/2016) και εν μέρει
Van Bavel (2016) κατανοούμε την καπιταλιστική
εξέλιξη, υπό το πρίσμα ηγεμονικών διαδοχών
κυρίαρχων οικονομικά/χρηματιστικά. Εδώ και 2-3
δεκαετίες βιώνουμε την «παραδοξότητα» αδυναμίας
υλοποίησης της ηγεμονικής μετάβασης, που
ιστορικά σηματοδοτούσε ένα νέο
αναπτυξιακό/ηγεμονικό κύκλο, όπως συνέβαινε τα
τελευταία 500 χρόνια από την Βενετία, στη
Γένοβα, στην Ολλανδία, στη Μ. Βρετανία και από
το 1940 στις ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ για δεκαετίες
καταφέρνουν να διατηρούν την φθίνουσα ηγεμονία
τους αναχαιτίζοντας αποτελεσματικά και οδηγώντας
στην στασιμότητα και την κρίση ανερχόμενες
δυνάμεις (όπως την Ιαπωνία που το 1995 παρήγαγε
το 17,8% του παγκόσμιου ΑΕΠ ενώ το 2023 μόλις το
3,8% και πλέον την Ε.Ε.), ενώ στις μέρες μας σε
πλήρη εξέλιξη βρίσκεται η προσπάθειά τους για
επανάληψη του ίδιου μοτίβου και με την Κίνα (και
ίσως αύριο με τους BRICS+).
Με αυτές
τις δυο μεγάλες τάσεις/επικυριαρχία κολοσσιαίων
πολυεθνικών και αμερικανική ηγεμονία, κανείς
μπορεί να κατανοήσει καλύτερα:
Αφενός,
την αλλαγή των χαρακτηριστικών της
παγκοσμιοποίησης: Οι αναπτυγμένες χώρες, από τη
δεκαετία του ’80, επέλεξαν να μεταφέρουν σε
χώρες χαμηλού κόστους τα τμήματα της παραγωγής
έντασης εργασίας. Έτσι, η Κίνα έγινε το
«παγκόσμιο εργοστάσιο». Η συνειδητοποίηση ότι η
πολιτική αυτή οδηγούσε στην υποβάθμιση της
οικονομικής δύναμης των ΗΠΑ και στην άνοδο της
Κίνας οδήγησε στην απόφαση των ΗΠΑ και των
συμμάχων της (Ε.Ε., συλλογική Δύση) για
αποσύνδεση (decoupling) από την Κίνα. Βέβαια
παράλληλα με αυτό υπήρξαν και άλλοι συγκυριακοί
παράγοντες όπως οτι με την πανδημία και τον
Ουκρανικό πόλεμο, «έσπασαν» οι παγκόσμιες
αλυσίδες εφοδιασμού και έγινε εμφανές ότι η
παγκοσμιοποίηση δημιουργούσε κρίσιμες ελλείψεις
και ανεπιθύμητες εξαρτήσεις. Ως αποτέλεσμα,
αλλάζει μορφή, περιορίζεται (slowbalisation
κ.ά.) και αντικαθίσταται, από τη «φιλική
παγκοσμιοποίηση» (friend shoring), δηλαδή οι
κρίσιμες επενδύσεις και οι υπεργολαβίες θα
γίνονται σε χώρες του ίδιου γεωπολιτικού
στρατοπέδου.
Αφετέρου ότι οι κοινωνίες μας μοιάζουν
«ναρκωμένες»: υπνοβατούν προς ένα πολύ αβέβαιο
και –το πιθανότερο– εξαιρετικά επικίνδυνο μέλλον
με χαρακτηριστικά σκοτεινών δεκαετιών του 20ου
αιώνα ως προς την όξυνση των διεθνών
ανταγωνισμών. Ως Ε.Ε. βιώνουμε δύο πολέμους στη
γειτονιά μας: στην Ουκρανία και στη σφαγή των
Παλαιστινίων από το Ισραήλ με κινδύνους
επέκτασης και στα δύο μέτωπα. Στο Ουκρανικό,
αντί να επιδιωχθεί η λήξη της σύγκρουσης, να
επουλωθούν τα τραύματα και να αναζητηθεί η
συνεργασία χάριν του μέλλοντός μας, η κρίση η
εμβαθύνεται, με τον πυρηνικό πόλεμο να μας
απειλεί και τις στρατιωτικές δαπάνες να
αυξάνονται ιλιγγιωδώς, με τελικό στόχο –μέσω της
μείωσης της ρωσικής επιρροής την αποδυνάμωση της
Κίνας. Στο Παλαιστινιακό, πάλι, αντί της άμεσης
κατάπαυσης του πυρός και «λύσης των δύο
κρατών», η Ε.Ε. στηρίζει την κυβέρνηση του
Ισραήλ στην πολιτική της μεταξύ εθνοκάθαρσης και
γενοκτονίας, με κρίσιμο τον ρόλο του Ισραηλινού
λόμπι.
Τι
πρέπει να γίνει
Η Ε.Ε.
να συμβάλει με όλες της τις δυνάμεις στην
επικράτηση της ειρήνης και της διεθνούς
συνεργασίας. Η λογική επίλυσης των διαφορών με
τα όπλα οδήγησε ήδη σε κούρσα εξοπλισμών με
κυρίως ευνοημένες τις αμερικανικές πολεμικές
βιομηχανίες. Δεν πρέπει να οδηγηθούμε σε
περιπέτειες (οικονομικές και στρατιωτικές)
ακολουθώντας τις ΗΠΑ στη διασφάλιση της
συνέχισης της ηγεμονίας τους, αλλά στην
προοπτική ενός πολυπολικού ειρηνικού κόσμου.
Η Ε.Ε.
χρειάζεται νέα βιομηχανική πολιτική αναβάθμισης
της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας της
ιδίως στους τομείς προηγμένης τεχνολογίας.
Χρειάζεται μια πολιτική για τη στήριξη της
πράσινης βιομηχανικής και τεχνολογικής
ανταγωνιστικότητάς της, προστατεύοντας παράλληλα
την ευρωπαϊκή συνοχή και την ενιαία αγορά.
H
αντιμετώπιση του ανταγωνισμού από τις ΗΠΑ που
επιχειρείται με τη χαλάρωση των περιορισμών στις
κρατικές ενισχύσεις ευνοεί τα ήδη ισχυρά
κράτη-μέλη (όπως συνέβη ήδη με το European Chip
Act). Η Γερμανία δαπανά το 54% του συνόλου των
κρατικών ενισχύσεων της Ε.Ε. και η Γαλλία το
24%, έτσι όταν η Ιntel αποφάσισε να επενδύσει
στην Ευρώπη επέλεξε την Γερμανία, που της έδωσε
κρατική ενίσχυση ύψους 10 δισ.
Δεν
μπορεί η ΕΕ να γίνει πιο ανταγωνιστική/ πράσινη/
καινοτόμα/ και ψηφιακή χωρίς συνοχή. Είναι
ψευτοδίλημμα το «ανταγωνιστικότητα ή συνοχή»,
δεν μπορεί να επιτευχθεί κανένα από τα δυο
μεμονομένα». Ούτε μπορεί να αντιμετωπίσει τον
διεθνή ανταγωνισμό, επιλέγοντας αποκλειστικά την
«εύκολη» λύση της στήριξης των «πρωταθλητών» της
(χωρών, περιφερειών, επιχειρήσεων). Η πολιτική
αυτή εντείνει τις ανισότητες μεταξύ των
κρατών-μελών και περιφερειών και επομένως
υποσκάπτει τη συνοχή της και επακόλουθα
υπονομεύει την τεχνολογική/καινοτομική της
επάρκεια, καθώς στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά
στον αναπτυγμένο πυρήνα της και αγνοεί την
περιφέρειά της.
Πρέπει
να δοθεί η δυνατότητα να συμμετάσχουν στην
τεχνολογική πρωτοπορία και στα οφέλη της όχι
μόνο οι ήδη λειτουργούντες βορειοδυτικοί πυρήνες
τεχνολογικής πρωτοπορίας, αλλά και άλλοι
αξιόλογοι αντίστοιχοι που θα αναπτυχθούν (π.χ.
σε Βίσεγκραντ και Ιβηρική). Μόνο έτσι θα
υπάρξει μακροπρόθεσμα εσωτερική συνοχή και
παράλληλα ανταγωνιστικότητα έναντι των
κρατών-μεγαθηρίων (ιδίως Κίνας και ΗΠΑ). Τα
κίνητρα προς επιχειρήσεις πρέπει να
υποστηρίζουν αλυσίδες αξίας που περιλαμβάνουν
όσο το δυνατόν περισσότερα κράτη-μέλη και με
«αντάλλαγμα» τη βελτίωση των περιβαλλοντικών
συνθηκών λειτουργίας και την ανταπόδοσή τους
στην κοινωνία (π.χ. ποιοτικές δουλειές).
Όλα αυτά
δεν θα επιτευχθούν με την παρούσα κυρίαρχη
πολιτική στην Ε.Ε.. Πολύ απλά δεν υπάρχουν τα
αναγκαία κεφάλαια για κλιματική βελτίωση,
τεχνολογική αναβάθμιση και κοινοτική συνοχή, με
τις σχεδιαζόμενες τεράστιες αυξήσεις για
πολεμικό υλικό, ενώ παράλληλα η Ε.Ε. συνεχίζει
να μην ελέγχει και φορολογεί ουσιαστικά τις
πολυεθνικές και τα χρηματιστικά μεγαθήρια ιδίως
των ΗΠΑ. Η συνέχιση της παρούσας κυρίαρχης
πολιτικής θα οδηγεί από κρίση σε κρίση, θέτοντας
σε υπαρξιακό κίνδυνο το ενοποιητικό εγχείρημα
των μεταπολεμικών χρόνων και την ευημερία που
δημιούργησε.
*Ο Λόης
Λαμπριανίδης είναι οικονομικός γεωγράφος, αφ.
καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας, πρ. Γενικός
Γραμματέας Ιδιωτικών Επενδύσεων υπ. Οικονομίας &
Ανάπτυξης.
Πρώτη
δημοσίευση στην Ναυτεμπορική |