Δυστυχώς, η θεωρία αυτή δεν αφορά την Ελλάδα,
παρά το εξαιρετικά επώδυνο ιστορικά εθνικό της
γίγνεσθαι. Μεταπολεμικά, η ελληνική κοινωνία δεν
βίωσε το αίσθημα της συλλογικής αυτοπεποίθησης
και της κοινωνικής ακμής παρά στιγμιαία, και
αυτό μόνον ως αυταπάτη. Η πορεία της οικονομίας
της, ασχέτως της μεγέθυνσής της, παρέμεινε
σταθερά επισφαλής, οι δε έντονες μεταπτώσεις και
αναταράξεις της μεταβιβάζονταν πάντοτε με
πολλαπλασιαστική ισχύ στο κοινωνικοπολιτικό
προσκήνιο. Αποκορύφωμα, η διαρθρωτική κατάρρευσή
του 2009, η οποία οφείλεται στο ότι στην
μεταπολεμική περίοδο η οικονομία οικοδομήθηκε
ευκαιριακά και με συνολικά λανθασμένο τρόπο.
Η Ελλάδα δεν μπόρεσε να κατακτήσει αυτό που στην
σύγχρονη οικονομική θεωρία ονομάζεται
«ενδογενής» αναπτυξιακή δυναμική διότι, παρά τις
μεταλλάξεις και τις ανατροπές από το 1949 ως το
2009 αλλά και ως σήμερα, εφάρμοσε οικονομικές
πολιτικές των οποίων την φιλοσοφία διέτρεχαν
τρεις ασαφείς και μάλλον λανθασμένες αντιλήψεις.
Πρώτη λανθασμένη αντίληψη ήταν πως εκείνο που θα
έπρεπε να προστατευθεί δεν ήταν ο μεμονωμένος
πολίτης, ως δυνητική παραγωγική μονάδα, αλλά η
συγκεκριμένη θέση απασχόλησης που κάλυπτε, ακόμη
και αν ήταν μη ανταγωνιστική και μη αποδοτική.
Αντί το σύστημα να μεριμνά ώστε να εφοδιάζει τον
πολίτη με δεξιότητες και γνώσεις για την
καλύτερη αξιοποίηση των δυνατοτήτων του σε μία
συνεχώς εξελισσόμενη διεθνή αγορά, μέρος της
οποίας ήταν και είναι η ελληνική, μεριμνούσε,
αντίθετα, για την διασφάλιση της «δια βίου»
απασχόλησής του ασχέτως παραγωγικής συμβολής.
Στην μετεμφυλιακή περίοδο και στην δικτατορία
αυτό πήρε κυρίως την μορφή της θεσμοθέτησης των
δεκάδων «κλειστών επαγγελμάτων»κάποια από τα
οποία επιβιώνουν καισήμερα. Στην περίοδο μετά το
1981,αυτός ο πελατειακός κρατισμός, πήρε την
μορφή μαζικής εισόδου «εργαζομένων» στο ευρύτερο
Δημόσιο.
Δεύτερη λανθασμένη αντίληψη, συνέπεια και της
πρώτης, ήταν ότι η οικονομική πολιτική αφιέρωνε
τις δυνάμεις της όχι στο να υποστηρίξει τα
δικαιώματα των πολιτών ως καταναλωτών για τις
προσφερόμενες δημόσιες και ιδιωτικές υπηρεσίες
και προϊόντα, αλλά για να διασφαλίσει τα
συμφέροντα των «παραγωγών» τους (του δημόσιου
και του ιδιωτικού τομέα). Η εμπειρία του 200u
αιώνα, όμως, έδειξε ότι οι οικονομίες που
αναπτύσσονται και επιβιώνουν είναι εκείνες στις
οποίες οι παραγωγοί προσαρμόζονται στις ανάγκες
των καταναλωτών και όχι το αντίστροφο.
Διαφορετικά, η Σοβιετική Ένωση δεν θα είχε
καταρρεύσει.
Τρίτη λανθασμένη αντίληψη, και αυτή συνέπεια των
δύο προηγουμένων, ήταν ότι, εφόσον δεν
επιτρεπόταν στους μηχανισμούς του ανταγωνισμού
και της αγοράς να διαμορφώσουν τον παραγωγικό
ιστό της χώρας προσδίδοντάς του δυναμισμό,
μπορούσε να είναι ισοδύναμου αποτελέσματος μία
πολιτική με την οποία υποστηρίζονται η παραγωγή
και οι «επιχειρηματίες» εμμέσως, με «κατάλληλη
διευθέτηση» της ζήτησης. Στην μετεμφυλιακή και
χουντική περίοδο αυτό έγινε κυρίως με τον
πολλαπλό προστατευτισμό. Στην μετά την είσοδο
στην ΕΟΚ περίοδο έγινε με τον εκτεταμένο
δανεισμό και με την διαχείριση των κοινοτικών
κονδυλίων. Αποτέλεσμα, βέβαια, των συγκεκριμένων
καταστρεπτικών πολιτικών ήταν ότι η χώρα πλέον
απειλείται γιατί δεν διαθέτει επαρκή παραγωγική
βάση.
Τίποτε που μάς βασανίζει σήμερα δεν είναι
ασυσχέτιστο με τα τρία αυτά μακροχρόνια σφάλματα
οικονομικής πολιτικής. Ένα κράτος που φιλοδοξεί
να καθορίζει τα πάντα, όπως την ελάχιστη
απόσταση μεταξύ δύο κομμωτηρίων, είναι φυσικό,
αντί για προστάτης και αρωγός της ανάπτυξης, να
καθίσταται σταδιακά γραφειοκρατικό τέρας που την
στραγγαλίζει, χωρίς παράλληλα να έχει χρόνο ή
δυνατότητα να συντάξει εθνικό Κτηματολόγιο ή να
εισαγάγει διπλογραφικό λογιστικό σύστημα στα
νοσοκομεία. Ένα Δημόσιο από το οποίο περνά το
μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων της κοινωνίας
είναι φυσικό να λειτουργεί ως εκτροφείο
διαφθοράς και φαυλοκρατίας. Αντιστοίχως, ένας
πολίτης που σε όλη του την ζωή έμαθε να θεωρεί
το εισόδημα κυρίως ως πρόσοδο από το κράτος και
όχι ως αμοιβή της προσπάθειάς του, είναι φυσικό
να προσαρμόζει αναλόγως τις πολιτικές επιλογές
και την πολιτική πράξη του. Έτσι, όμως, όταν
παίρνουν φωτιά το χωράφι και το σπίτι του, αντί
να προσπαθήσει να την σβήσει ο ίδιος περιμένει
το πυροσβεστικό αεροπλάνο — και αν αυτό αργήσει,
καταριέται τον πυροσβέστη, τον «άλλον».
Στην οικονομία οι άνθρωποι ενεργούν αντιδρώντας
σε κίνητρα και ευκαιρίες, η μακροχρόνια
επανάληψη των οποίων εμπεδώνει νοοτροπίες,
συμπεριφορές και στερεότυπες κοινωνικές
πρακτικές. Τα κίνητρα και οι ευκαιρίες που
προσέφερε η ελληνική οικονομική πολιτική της
μεταπολεμικής περιόδου διαμόρφωσαν μία
μεταπρατική οικονομία και μία φοβική έναντι της
παραγωγής κοινωνία. Συνεπώς, «προτάσεις»
οικονομικής πολιτικής που αναπαράγουν τα
θεμελιώδη σφάλματα της προηγούμενης ιστορικής
εμπειρίας μόνον ακόμη μεγαλύτερα πρόβλήματα
είναι δυνατόν να επιφέρουν. Δυνατότητα διεξόδου
προσφέρεται αποκλειστικά από οικονομικές
πολιτικές στον αντίποδα των σφαλμάτων της
μεταπολεμικής περιόδου, ήτοι:
Δεν υπάρχουν δια βίου εξασφαλισμένες
απασχολήσεις. Το κράτος πρέπει να συνδράμει τον
οικονομικά ενεργό πολίτη να ακολουθεί τις
εξελίξεις στην αγορά εργασίας. Όχι να επιχειρεί
να τού προσφέρει σταθερό εισόδημα και απασχόληση
για το υπόλοιπο της ζωής του ασχέτως
παραγωγικότητας και συνεισφοράς στην οικονομία.
Αυτό καταλήγει να είναι καταστροφικό για τον
ίδιο τον πολίτη και αυτοκτονικό για την
κοινωνία.
Ο πολίτης-καταναλωτής (προϊόντων αλλά και
υπηρεσιών, ιδιωτικών αλλά και δημοσίων)
δικαιούται προτεραιότητα έναντι του οιονεί
«παραγωγού». Η κοινωνία δεν μπορεί να
ενδιαφέρεται πρωτίστως για το ποσοστό κέρδους
του φαρμακοποιού ή για την εντοπιότητα του
δασκάλου. Κύριο μέλημά της πρέπει να είναι η
υγεία και η μόρφωση των πολιτών της.
Η ουσιαστική ανάπτυξη, ειδικά μάλιστα σε μία
«μικρή ανοικτή οικονομία» όπως η ελληνική, δεν
θα έρθει ποτέ από πολιτικές «διαχείρισης της
ζήτησης». Η μόνη πραγματική ζήτηση είναι εκείνη
της παγκόσμιας αγοράς, της οποίας μέρος είναι
και η ελληνική. Οι ψευδεπίγραφες πολιτικές
«τόνωσης της ζήτησης» είναι αντιαναπτυξιακές,
γιατί σπαταλούν πολύτιμους πόρους κατευθύνοντάς
τους σε αδιέξοδες ή και επιλήψιμες χρήσεις.
Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος (European Business
Review) |