Σε
μερικές μόνον ώρες η Μύκονος είχε – την
προηγούμενη εβδομάδα – ένα ατύχημα με λύματα
στον εμβληματικό Γιαλό της και μια μακρά και
πολύωρη συσκότιση στη Χώρα της. Και τα δύο, θα
έλεγε κάποιος, είναι συμβάντα που συναντά κανείς
στην ελληνική πολυνησία και στους
υπερφορτωμένους προορισμούς της χώρας κατά το
καλοκαίρι. Με μία διαφορά. Η Μύκονος διανύει μια
σεζόν όπου «τρώει» πολύ ξύλο στην εικόνα της για
δίκαιους και για άδικους λόγους.
Γιατί
όμως ξαφνικά ο κόσμος χωρίστηκε σε μυκονοκλάστες
και μυκονολάτρες; Και γιατί επανέρχεται το νησί
στη δημοσιότητα είτε για χρυσά καλαμάρια που
κοστίζουν πανάκριβα, είτε για πολεοδομικές
παραβάσεις, είτε για ξαπλώστρες που ακούμπαγαν
το νερό και κόστιζαν όσο οι κλίνες μιας σουίτας,
είτε για άλλα περιστατικά που εικονογραφούνται
στα κοινωνικά δίκτυα; Είναι χαρακτηριστικό πως
το θέρος του 2023 η Μύκονος απέκτησε τέτοιους
haters που έφτασαν να φτιάχνουν γκρουπ στο
ΤikΤok με το hashtag «Νο Mykonos» – σε αντίστιξη
πάντα υπάρχουν και οι φανατικοί της βέβαια.
Καταράστηκε κάποιος τον παγκόσμιο προορισμό; Ή
κάτι όντως τρέχει στη λευκή Δανιμαρκία; Η
αλήθεια είναι κάπου στη μέση. Με την προσεχτική
σκέψη πως σε άλλες χώρες, όπως η Γαλλία για
παράδειγμα, δεν ξυπνάει το μέσο λαϊκό παιδί και
βρίζει την Κυανή Ακτή ή τις Κάννες ή ο μέσος
Σικελός δεν καταριέται το Πορτοφίνο από το πρωί
ως το βράδυ. Στην Ελλάδα βέβαια όλες οι
ενηλικιώσεις κρατούν μακράν.
Η
Μύκονος μετρά πολλές πια δεκαετίες στον
τουρισμό. Με μία ειδοποιό διαφορά: πως κι εκείνη
μετασχηματίστηκε και ενηλικιώθηκε μέσα στα
χρόνια. Μαζί και το κοινό της. Και τα πρώτα
χαρακτηριστικά της που την κατέστησαν ελκυστική
παγκοσμίως δεν είναι ακριβώς τα ίδια, όσο και
εκείνη από Μύκονος γινόταν Mykonos. Για
παράδειγμα, εύκολα πια μπορεί κάποιος να
διαβάσει για την απαράμιλλη ανοιχτότητα του
τόπου, μια δημοκρατία των επιθυμιών που
ευδοκίμησε για δεκαετίες και που έκανε το όλο
μέρος εκτός από αγαπητό και άξιο να περιγραφεί ή
και να ερευνηθεί. Από αρχιτέκτονες –
διανοούμενους όπως ο Αρης Κωνσταντινίδης που δεν
σχεδίασε απλώς το περίφημο Ξενία στην περιοχή
των Κάτω Μύλων – ανακαινισμένο σήμερα -, αλλά
και έγραψε για τα Δύο Χωριά της Μυκόνου ή και τα
ξωκκλήσια της (1947 και 1953 αντίστοιχα). Από
πρόσωπα όπως ο Λε Κορμπιζιέ αλλά και τόσοι
άλλοι, περιηγητές του 19ου αιώνα ή ταξιδιωτικοί
συγγραφείς του 20ού, που κείμενά τους μπορεί να
βρει κανείς στο σπουδαίο πολύτομο έργο του
μυκονιάτη βραβευμένου λογοτέχνη Παναγιώτη
Κουσαθανά με τίτλο «Παραμιλητά» (εκδ. Ινδικτος),
ενώ τα ίδια ερεθίσματα συναντά κανείς και στις
ποιητικές και δοκιμιακές καταθέσεις του
πολυδιάστατου Γιώργου Βέλτσου – επίσης
Μυκονιάτη. Εκείνη ακριβώς η ομορφιά και η
ανοιχτότητα τους χώραγαν όλους. Και όλοι είχαν
μια ανάμνηση τα νεότερα χρόνια από τη Μύκονο.
Κι
ύστερα ήρθαν δύο ταυτόχρονα μεταβολές. Ο μεσαίος
Ελληνας κατέβηκε σκάλα. Η Μύκονος γινόταν
παράλληλα το mega νησί που άφηνε πίσω την μποέμ
ανεμελιά των 70s ή των 80s και προσδενόταν στο
luxury, στους άραβες spenders και στις βίλες που
μετατρέπονταν σε ιδιωτικές και οχυρωμένες κοίτες
διασκέδασης και υπερβολής. Ακριβώς εκείνη η
ανοιχτότητα που πια ξεθώριαζε ήταν η αιτία να
αρχίσει το νησί να αποκτά τους επικριτές του
– όχι όλοι αθώοι και όχι όλοι δίκαιοι.
Παράλληλα, το κοσμοδρόμιο της Μυκόνου γινόταν
και τόπος επιχειρηματικότητας από κόσμο που και
τι είχε προηγηθεί στον τόπο δεν ήξερε και δεν
ξέρει, και από τα φαραωνικά σχέδια διαφόρων που
βλέπουν τα νησιά ως πλωτές πόλεις υπερκέρδους.
Εδώ, ναι, θα βρει κάποιος και συμπτώματα
αισχροκέρδειας και μη σεβασμού. Με μια λεπτή
παρατήρηση: η αισχροκέρδεια αφορά τη σχέση
υψηλής τιμής – μέτριου προϊόντος με την
ταυτόχρονη αγνόηση των όρων της αγοράς. Και όχι
των αποσαφηνισμένων υψηλών (όντως υψηλών)
υπηρεσιών με το αντίστοιχο κόστος που επίσης ο
πελάτης – επισκέπτης ξέρει πριν ενδώσει.
Η
Μύκονος σήμερα ακροβατεί και στο να ικανοποιήσει
ένα μέσο αγοραστικό κοινό και ένα πολύ υψηλό. Το
θέρος όμως του 2023, παρουσιάστηκε και το
φαινόμενο να αναδιατάσσεται η επιχειρηματική
τάξη του νησιού αλλά και να αλλάζει ένα μέρος
των επισκεπτών του – προφανώς με λιγότερους
Ελληνες που προτίμησαν την προσομοίωση άλλων
κυκλαδίτικων νησιών που επίσης φτηνά πια δεν τα
λες, και με σαφώς πιο αδύνατο προϊόν από της
Μυκόνου.
Κι όμως,
αυτό εδώ το καλοκαίρι, που για τη Μύκονο είναι
και περίοδος ανακατατάξεων και ελπίζουμε
επαναρρύθμισης πολλών στρεβλών όψεων, ήταν και
είναι καλοκαίρι που επέλεξαν να την επισκεφθούν
πραγματικά σημαντικοί επισκέπτες αλλά και μία
ακόμη σεζόν που το νησί και οι υποδομές του
άντεξαν τον κορεσμό και τις πολλαπλάσιες
ανάγκες. Η κατάρα δεν έπιασε, παρά την κάμψη.
Απαιτείται όμως και κάτι πέραν ενός
ξεματιάσματος.
Έντυπη
έκδοση «ΤΑ ΝΕΑ» |