Η προ
δεκαετίας περίπου (το 2016) Συμφωνία των
Παρισίων για 1,5 βαθμό μεσοσταθμική αύξηση της
θερμοκρασίας του πλανήτη θα διαψευσθεί καθώς θα
κινηθούμε στα επίπεδα των 3 βαθμών. Στην τότε
συμφωνία συμμετείχαν 196 κράτη και στο πόρισμά
της αναφέρεται ότι κάθε χώρα θα έπρεπε να
σχεδιάσει και να τονίσει τη συνεισφορά της στις
πρωτοβουλίες που θα λάμβανε για την αντιμετώπιση
του φαινομένου της υπερθέρμανσης. Από τότε
βέβαια ελάχιστα έχουν γίνει, γι’ αυτό και στο
εξής θα είμαστε μάρτυρες αυξανόμενων ακραίων
καιρικών φαινομένων, ξηρασίας και ισχυρών
βροχοπτώσεων. Επιπλέον, η πρώιμη αύξηση της
θερμοκρασίας θα επηρεάσει την παραγωγή σιταριού,
σόγιας και καλαμποκιού, η παραγωγή λαδιού έχει
εξασθενήσει σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου, η δε
παγκόσμια παραγωγή κακάο λόγω μεγάλων
βροχοπτώσεων και υγρασίας έχει μειωθεί
σημαντικά. Γενικώς πάντως η μειωμένη παραγωγή
προκαλεί αυξημένη ζήτηση, ενώ η τελευταία με τη
σειρά της είναι αυτή που οδηγεί σε άνοδο των
τιμών. Στη μεγάλη εικόνα, βέβαια, η αλλαγή των
αγοραστικών και διατροφικών συνηθειών σε λαούς
της Απω Ανατολής, της Ασίας, εξαιτίας της ανόδου
του βιοτικού επιπέδου τους έχει επίσης
προκαλέσει αυξημένη ζήτηση ζωικών προϊόντων και
παραγώγων αυτών, με συνέπεια την άνοδο του
γενικού επιπέδου τιμών.
Ως εκ
τούτου δεν μπορεί κανείς να παραγνωρίσει το
γεγονός της εισαγόμενης ακρίβειας που βασίζεται,
όπως προκύπτει, σε ρεαλιστικούς παράγοντες, οι
οποίοι δυναμικά με τη σειρά τους επηρεάζουν την
αλυσίδα αξίας. Το κυριότερο όμως είναι ότι
δύσκολα μπορούν σε αυτή την περίπτωση να
παρέμβουν οι κυβερνήσεις και να αποτρέψουν ή να
απομειώσουν την αρνητική επίδραση στις τιμές των
αγαθών. Αντιθέτως, σύνηθες είναι, από την
παγκόσμια εμπειρία, μετά την επιβολή
κατασταλτικών μέτρων η αγορά να αντιδρά με νέες
ανατιμητικές τάσεις.
Αλλά και
η πορεία του πληθωρισμού, ο οποίος κινείται μεν
πτωτικά αφού εμφανίζεται μειωμένος στο 2,5% για
τον περασμένο Ιούνιο στην Ευρώπη και στο 3,5%
στις ΗΠΑ, θα εξαρτηθεί το επόμενο διάστημα από
παραμέτρους που κάθε άλλο παρά καθησυχαστικές
μπορείς να τις χαρακτηρίσεις. Για παράδειγμα,
στη χώρα μας θα πρέπει να συνεκτιμηθούν η αύξηση
του μοναδιαίου κόστους εργασίας, η αναγκαιότητα
εφαρμογής μέτρων κοινωνικής πολιτικής και
επιδομάτων προστασίας, π.χ. λόγω ανόδου των
τιμών ηλεκτρικής ενέργειας κ.ά.
Στην
τελευταία λοιπόν αποκαλυπτική μελέτη της
Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) για την ακρίβεια
καταγράφεται η χώρα μας μεταξύ των ακριβότερων
στην Ευρωζώνη στα επώνυμα τυποποιημένα προϊόντα
στα σούπερ μάρκετ. Μεταξύ, δε, των λόγων της
ακρίβειας είναι η συγκέντρωση της αγοράς και η
συνεπακόλουθη έλλειψη ανταγωνισμού, καθώς και οι
αγοραστικές συνήθειες των καταναλωτών, που
δύσκολα αλλάζουν. Κατά μέσον όρο, όπως αναφέρει
η έκθεση, η Ελλάδα ήταν ακριβότερη το (2023) σε
σύγκριση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης κατά 10%
σε μια γκάμα 41 κατηγοριών επώνυμων
τυποποιημένων προϊόντων. Μια σημαντική επιπλέον
παρατήρηση είναι ότι στα πιο ακριβά προϊόντα
συγκριτικά με την Ευρωζώνη κατατάσσονται εκείνα
που έχουν τα μεγαλύτερα μερίδια πωλήσεων στην
αγορά, δηλαδή εκείνα που εμφανίζουν αυξημένη
ζήτηση.
Συμπερασματικά λοιπόν θα καταλήγαμε στο ότι η
μάχη κατά της ακρίβειας θα είναι αφενός άνιση
και ανυπέρβλητη, και αφετέρου διαρκής για τους
εξής δύο λόγους:
Πρώτον,
η πλειονότητα των διακινούμενων στην ελληνική
αγορά προϊόντων είναι εισαγόμενα, εκτεθειμένα ως
εκ τούτου στις μεταβολές τιμών στη διεθνή αγορά
αλλά και στις έξυπνες στρατηγικές των
πολυεθνικών, και τούτο βεβαίως παραπέμπει στην
αναγκαιότητα να ξαναεστιάσουμε στο δικό μας
αναπτυξιακό μοντέλο, της δικής μας οικονομίας.
Και δεύτερον, η ζήτηση κυρίως βασικών ειδών από
πλευράς καταναλωτών παραμένει ανεξήγητα αμείωτη,
κάτι που δεν επιτρέπει τη μείωση των τιμών και
τούτο με τη σειρά του παραπέμπει στην ενημέρωση
του αγοραστικού κοινού ότι έχει τη δύναμη και τη
δυνατότητα επιλογής προϊόντων ανάμεσα σε πολλές
εναλλακτικές λύσεις με διαφορές τιμών που
ξεπερνούν το 30%, αρκεί όμως να αξιοποιήσει αυτή
τη δύναμή του. Ως εκ τούτου, ανεξάρτητα από τις
όποιες κυβερνητικές παρεμβάσεις προστασίας των
καταναλωτών, μέρος της λύσης και της απομείωσης
των τιμών βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό στα χέρια
του ίδιου του καταναλωτή που παραμένει
κυρίαρχος.
*Ο κ.
Αντώνης Ζαΐρης είναι εκτελεστικός αντιπρόεδρος
ΣΕΛΠΕ.
** Το
άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της
Κυριακής. |