Η χώρα
μας ήδη το βιώνει αυτό.
Την ίδια
στιγμή το γεγονός ότι η φετινή σύνοδος
φιλοξενείται σε μια χώρα που στήριξε την
οικονομική ανάπτυξη και τον αξιοσημείωτο πλούτο
της στα ορυκτά καύσιμα, δηλαδή τον αιτιώδη
μηχανισμό της κλιματικής καταστροφής, αποτυπώνει
με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο την αντίφαση που
καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε σε πλανητική
κλίμακα.
Το
γεγονός, δηλαδή, ότι καλούμαστε να απαλλαγούμε
όχι απλώς από μια τεχνολογία, αλλά από ένα
ολόκληρο μοντέλο ανάπτυξης που προώθησε τα
ορυκτά καύσιμα, υπονόμευσε την έγκαιρη αναζήτηση
εναλλακτικής και ακόμη και σήμερα επιδίδεται σε
αγώνα δρόμου για έναν τελευταίο μεγάλο γύρο
επενδύσεων σε εγκαταστάσεις εξόρυξης ιδίως
φυσικού αερίου.
Στην
πραγματικότητα και παρά τις διάφορες δηλώσεις
αισιοδοξίας για τη συγκράτηση της αύξησης της
θερμοκρασίας σε 1,5 β. Κελσίου, αυτό που ζούμε
είναι η αποτυχία της στρατηγικής που δοκιμάστηκε
μέχρι τώρα, την ώρα που εξακολουθεί να μην
υπάρχει ένα πραγματικό παγκόσμιο σχέδιο που
ταυτόχρονα να οδηγεί όντως στον μηδενισμό των
εκπομπών αερίων που επιφέρουν την κλιματική
αλλαγή και να απαντά στις υπαρκτές ενεργειακές
ανάγκες μεγάλου μέρους του αναπτυσσόμενου
κόσμου.
Το
γεγονός ότι δεν συζητάμε τις αναγκαίες αλλαγές
ακόμη και στην καθημερινότητά μας (π.χ. ένας
κόσμος με πολύ λιγότερα αεροπορικά ταξίδια),
αλλά προτιμάμε να θεωρούμε εφικτά φαραωνικά
σχέδια γεωμηχανικής που δεν έχουν ακόμη
δοκιμαστεί, είναι επίσης ενδεικτικό αυτής της
συλλογικής απρονοησίας.
Το ίδιο
και ότι επικρίνουμε τους ακτιβισμούς εφήβων σε
μουσεία, αλλά δεν συζητάμε ότι αυτοί οι έφηβοι
θα ζήσουν σε έναν αβίωτο πλανήτη.
Premium
έκδοση «ΤΑ ΝΕΑ» |