Πράγματι, οι πρώτοι συνταξιοδοτούμενοι του
Ταμείου Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης
(ΤΕΚΑ) θα είναι μετά από 45 χρόνια εργασίας με
την αύξηση βέβαια των ορίων ηλικίας
συνταξιοδότησης. Σε αυτό το χρονικό διάστημα το
κράτος θα χρηματοδοτεί τις συντάξεις των
συνταξιούχων του ΤΕΚΑ επιβαρύνοντας τον κρατικό
προϋπολογισμό με τουλάχιστον 78 δις ευρώ (κόστος
μετάβασης). Όμως, αυτό για το οποίο θα πρέπει να
φροντίζει, μεταξύ άλλων, η κοινωνικο-ασφαλιστική
πολιτική μιας χώρας είναι τόσο η αξιοποίηση των
αποθεματικών με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκτούν
νέα έσοδα, όσο και η μη απαξίωση της αξία τους
με το πέρασμα των χρόνων.
Η
ορθολογικού τύπου αυτή αξιοποίηση οδηγεί στη μη
απαξίωση και απομείωση των αποθεματικών του ΣΚΑ,
ο ρόλος των οποίων συνίσταται στην αντιμετώπιση
των οικονομικών κρίσεων και υφέσεων της
οικονομίας καθώς και στη γήρανση του πληθυσμού,
ώστε να διατηρούνται μακροχρόνια οι παροχές προς
τους ασφαλισμένους σε σταθερά επίπεδα. Όμως, η
πορεία εξέλιξης του ΣΚΑ στην Ελλάδα
χαρακτηρίζεται από το γεγονός της εφαρμογής της
περιοριστικής εισοδηματικής πολιτικής για τους
μισθωτούς, σε σχέση με το επίπεδο
παραγωγικότητας και το επίπεδο του δείκτη τιμών
καταναλωτή, σε βαθμό που διαμορφώθηκε ως
επιχειρηματικό κέρδος μια μάζα κεφαλαίου η οποία
επενδύεται ή κατατίθεται, σε μικρό ή σε μεγάλο
βαθμό, στο τραπεζικό-πιστωτικό σύστημα ή
διατίθεται για αγορά εντόκων γραμματίων από το
Δημόσιο.
Πράγματι, τα ασφαλιστικά ταμεία για να καλύψουν
τις τρέχουσες ανάγκες τους, ιδιαίτερα μετά τα
τέλη της δεκαετίας του 1980, κατέφευγαν σε
τραπεζικό δανεισμό, καταβάλλοντας πολύ υψηλά
επιτόκια. Το γεγονός αυτό οφείλεται στον
αναγκαστικό νόμο 1611/1950, σύμφωνα με τον οποίο
τα διαθέσιμα των ασφαλιστικών ταμείων
κατατίθεντο υποχρεωτικά στην Τράπεζα της Ελλάδος
στην οποία τοκίζονταν με επιτόκιο που καθόριζε η
Νομισματική Επιτροπή. Μέχρι το 1993, η «απόδοση»
αυτών των διαθεσίμων κεφαλαίων στην Τράπεζα της
Ελλάδος, σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία της ΤτΕ,
δεν είναι αποτέλεσμα μιας ενεργητικής
επενδυτικής διαχείρισής τους, αλλά ταυτίζεται με
το εκάστοτε διοικητικά οριζόμενο επιτόκιο.
Σημειώνεται ότι για το μεγαλύτερο τμήμα αυτής
της περιόδου (1951-2006) το επιτόκιο αυτό
οριζόταν σε επίπεδα χαμηλότερα από το τρέχον
επιτόκιο ταμιευτηρίου, καθώς και από τον
πληθωρισμό, με αποτέλεσμα την αρνητική απόδοση
και τη μείωση της πραγματικής αξίας των
καταθέσεων.
Παράλληλα, κατά τη δεκαετία του 2000, η πώληση
μετοχών στη φάση κατάρρευσης του Χρηματιστηρίου
επέφερε στα ασφαλιστικά ταμεία απώλειες της
τάξης των 3,5 δισ. ευρώ. Επιπλέον, τα
αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων τα οποία
πριν από το PSI ήταν περίπου 24 δισ. ευρώ
συνολικά, υπέστησαν, με το κούρεμα (12/3/2012)
των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου που κατείχαν
στο χαρτοφυλάκιό τους, απώλειες σε ονομαστικές
αξίες, λόγω του PSI, της τάξης του 53%
(απομείωση του ήδη συρρικνωμένου κεφαλαίου κατά
12 δισ. ευρώ) και σε πραγματικές αξίες άνω του
70%, εάν ληφθούν υπόψη οι τιμές διαπραγμάτευσης
των νέων ομολόγων (λήξεως 2023-2042) στη
δευτερογενή αγορά.
Επίσης,
τα ασφαλιστικά ταμεία απώλεσαν και ένα μεγάλο
ποσό από τόκους και προσόδους έναντι αρχικών
τίτλων που κατείχαν, με αποτέλεσμα από το
προβλεπόμενο ποσό των 700-800 εκατ. ευρώ που
επρόκειτο να αποκομίσουν οι ασφαλιστικοί φορείς
σε ετήσιες αποδόσεις, να λαμβάνουν πλέον περίπου
120-160 εκατ. ευρώ.
Με άλλα
λόγια, η διαχρονική αυτή ανορθολογική στρατηγική
διαχείρισης των διαθεσίμων των ασφαλιστικών
ταμείων, σε συνδυασμό με τη διαχρονική
συστηματικότητα και διεύρυνση του φαινομένου της
εισφοροδιαφυγής, εισφοροαποφυγής κ.λπ. (4 δισ.
ευρώ τον χρόνο – 2015), την επέκταση της
ευελιξίας της απασχόλησης –μερική απασχόληση, εκ
περιτροπής εργασία– 1,8 δισ. ευρώ (2016) κατά
μέσο όρο τον χρόνο, οδήγησαν και οδηγούν
ουσιαστικά στη μεταφορά των ίδιων πόρων της
κοινωνικής ασφάλισης εκτός του Συστήματος
Κοινωνικής Ασφάλισης, μειώνοντας τα επίπεδα των
συνολικών περιουσιακών στοιχείων στα επίπεδα των
16 δισ. ευρώ (6 μηνών συντάξεις).
Η
ανορθολογική αυτή διαχείριση των αποθεματικών
του ΣΚΑ, όπως αποδεικνύεται, συντελέστηκε σε
βάρος των οικονομικών της κοινωνικής ασφάλισης
στην Ελλάδα, αναδεικνύοντας ότι το χρηματοδοτικό
της υπόβαθρο κατηγοριοποιήθηκε θεσμικά ως
κεφαλαιακά και κερδοφόρα αξιοποιήσιμο από
εξωασφαλιστικούς, επιχειρηματικούς και
χρηματο-πιστωτικούς οργανισμούς, με αποτέλεσμα
οι ελλειμματικές παθογένειες του ΣΚΑ αλλά και τα
προκαλούμενα ελλείμματα της μνημονιακής
λιτότητας (2010-2020) να καλύπτονται, ως ένα
βαθμό, με τη σωρευτική μείωση τουλάχιστον κατά
65 δισ. ευρώ των συντάξεων.
Με άλλα
λόγια, από το 1951 και μετά τα αποθεματικά της
κοινωνικής ασφάλισης αντί να δημιουργούν
υπεραξία και να χρησιμοποιούνται για την κάλυψη
των διακυμάνσεων των οικονομικών κύκλων και της
γήρανσης του πληθυσμού, χρησιμοποιούνταν για να
χρηματοδοτούν το κρατικό χρέος και κατά
δευτερεύοντα λόγο να χρηματοδοτούν τις τράπεζες.
Αυτή η πολιτική που οδήγησε στην απαξίωση και
τον μηδενισμό των αποθεματικών της κοινωνικής
ασφάλισης, παρατηρούμε ότι εμφανίζεται ξανά ως
πολιτική και οικονομική πρόταση με τον μανδύα
της εθνικής αποταμίευσης, μέσω των
κεφαλαιοποιητικών συνταξιοδοτικών συστημάτων
όπως το ΤΕΚΑ, τα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης
και τα συνταξιοδοτικά προγράμματα των
ασφαλιστικών εταιρειών.
Οι
προτάσεις αυτές προχωρούν ακόμα περισσότερο
προτείνοντας και την κεφαλαιοποίηση της κύριας
σύνταξης προβάλλοντας ως ισχυρισμό την εξάλειψη
μετά το 2050 του αφανούς χρέους της κοινωνικής
ασφάλισης. Το αφανές χρέος δεν είναι τίποτα άλλο
παρά το σύνολο των συντάξεων που θα πληρωθούν
για τους σημερινούς συνταξιούχους και τους
σημερινούς εργαζόμενους και μελλοντικούς
συνταξιούχους τα επόμενα 50 έτη. Το ποσό αυτό,
σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας θα είναι
περίπου 570 δις ευρώ για την κύρια ασφάλιση, εκ
των οποίων τα 350 δις ευρώ αντιστοιχούν στους
2,5 εκατ. συνταξιούχους και τα 220 δις ευρώ για
τα δεδουλευμένα δικαιώματα (προϋπηρεσία) των 4,2
εκατ. σημερινών εργαζομένων.
Στην
περίπτωση που κεφαλαιοποιούνταν η κύρια σύνταξη
αυτό το ποσό θα έπρεπε να καλυφθεί από τον
κρατικό προϋπολογισμό γεγονός που θα οδηγούσε
την χώρα μας σε χρεοκοπία (κόστος μετάβασης).
Επιπλέον βέβαιη θα ήταν και η αρνητική αντίδραση
των αγορών στην ανακοίνωση ότι ο κρατικός
προϋπολογισμός θα αναλάμβανε ένα τόσο μεγάλο
οικονομικό βάρος. Επίσης, το αφανές χρέος στην
κοινωνική ασφάλιση ουσιαστικά δεν έχει κάποιο
νόημα.
Είναι
απλά ένα αναλογιστικό μέγεθος που μας πληροφορεί
για το σύνολο των συντάξεων που θα πληρωθούν τα
επόμενα 50 έτη και για αυτόν ακριβώς τον λόγο,
τεχνικά και μεθοδολογικά, δεν λαμβάνεται υπόψη
από το Ageing Working Group της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής στις μελέτες του για την βιωσιμότητα
των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης των
κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό που
εξετάζει ως δείκτη βιωσιμότητας των συστημάτων
κοινωνικής ασφάλισης η Ευρωπαϊκή Επιτροπή
αναφέρεται στο ποσοστό των συνταξιοδοτικών
δαπανών ως προς το ΑΕΠ το οποίο δεν θα πρέπει να
υπερβαίνει το 16,2%. Στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό
για την κύρια σύνταξη θα είναι 10,5% του ΑΕΠ
μέχρι το 2070. Κατά συνέπεια, μπορεί το σύνολο
των μελλοντικών κύριων συντάξεων που πρέπει να
πληρωθούν στην χώρα μας να είναι 570 δις ευρώ,
αλλά στο ίδιο χρονικό διάστημα η ελληνική
οικονομία με 1,1% μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης του
ΑΕΠ, θα έχει παράγει συνολικά αυτά τα 50 έτη
πάνω από 11 τρις ευρώ συνολικό ΑΕΠ.
Επίσης,
θα πρέπει να επισημανθεί ότι ούτε και τα Ταμεία
Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΤΕΑ) και τα
συνταξιοδοτικά προγράμματα των ασφαλιστικών
εταιρειών μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως οχήματα
για την χρηματοδότηση του ελληνικού κρατικού
χρέους. Κι’ αυτό επειδή για τα ΤΕΑ με βάση την
ευρωπαϊκή οδηγία IORP II και για τις
ασφαλιστικές εταιρείες στο Solvency II, έχουν
θεσπισθεί συγκεκριμένοι κανόνες επενδύσεων οι
οποίοι δεν επιτρέπουν να τοποθετούνται τα
κεφάλαια των εισφορών των ασφαλισμένων υπέρμετρα
σε μια επενδυτική κατηγορία, ή σε μια χώρα, αλλά
απαιτείται να τηρούνται οι κανόνες
ικανοποιητικής διασποράς προκειμένου να
περιορίζουν τoν κίνδυνο των αγορών. Επιπλέον, θα
ήταν αδύνατη, όπως υποστηρίζεται, μια μείωση των
εισφορών για σύνταξη κατά 30% επειδή θα οδηγούσε
τηv μέση κύρια σύνταξη των μελλοντικών γενεών
από 800 ευρώ που είναι σήμερα, στο επίπεδο των
560 ευρώ.
Των
Σάββα Γ. Ρομπόλη Ομ. Καθ. Παντείου
Πανεπιστημίου, Βασίλειου Γ. Μπέτση Διδάκτορα
Παντείου Πανεπιστημίου
Πρώτη
δημοσίευση στον Οικονομικό Ταχυδρόμο |