Στις
αρχές Νοεμβρίου, η υφυπουργός Παιδείας κ. Δόμνα
Μιχαηλίδου ξάφνιασε την εκπαιδευτική κοινότητα
με μια εγκύκλιο που απέστειλε στις διευθύνσεις
των Λυκείων. Αυτή αναφέρεται στην πορεία της
διδασκαλίας των μαθημάτων της Α, Β, Γ του
Γενικού Λυκείου που εξετάζονται γραπτώς στις
προαγωγικές και απολυτήριες εξετάσεις κατά το
σχολικό έτος 2023-24. Σύμφωνα με την εγκύκλιο,
«όπου παρατηρείται καθυστέρηση στη διδασκαλία
των μαθημάτων, οι διευθυντές των ΓΕΛ σε
συνεργασία με τους συλλόγους διδασκόντων να
προβαίνουν σε αναμόρφωση του ωρολογίου
προγράμματος με σκοπό την ολοκλήρωσή τους».
Πράγμα που σημαίνει, να αφαιρούνται ώρες από
«δευτερεύοντα μαθήματα» όπως Θρησκευτικά, Φυσική
Αγωγή, Υπολογιστές, Πολιτική Παιδεία, Φυσική
Γενικής Παιδείας (Β΄ Λυκείου) και να δίνονται σε
μαθήματα που εξετάζονται με Τράπεζα Θεμάτων.
Δίχως άλλο ένα μέτρο θετικό, που μάλλον όμως
αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία. |
Φαίνεται
ότι ένας εκ των λόγων της δημιουργίας Τράπεζας
Θεμάτων (ΤΘ), δηλαδή ο εξαναγκασμός των
εκπαιδευτικών να ολοκληρώνουν την ύλη, απέτυχε.
Η ύλη βασικών μαθημάτων συχνά δεν τελειώνει ή
τελειώνει προσχηματικά. Τότε, όμως, αν στις
εξετάσεις κληρωθεί θέμα από τα τελευταία
κεφάλαια που δεν έχουν διδαχθεί, ο εκπαιδευτικός
θα βρεθεί εκτεθειμένος στα μάτια γονέων και
μαθητών. Και επειδή το πρόβλημα είναι παλιό
δίνεται η ευχέρεια στον καθηγητή να κατεβάσει
από την Τράπεζα 6 θέματα και να διαλέξει προς
εξέταση τα 2. Εκτός και αν είναι τόσο άτυχος και
τα 5 εξ αυτών είναι εκτός της διδαχθείσας ύλης,
πράγμα σπάνιο. Μην αναρωτιέστε αν ο διευθυντής ή
ο σχολικός σύμβουλος ελέγχουν την περαίωση της
ύλης. Στα «βιβλία ύλης», τα οποία υπογράφει ο
εκπαιδευτικός, όλα φαίνονται κανονικά. Ούτε
βέβαια να αναρωτηθείτε αν οι μαθητές πηγαίνουν
στην επόμενη τάξη με βασικές ελλείψεις. Τα
φροντιστήρια με ίδιες ώρες διδασκαλίας
ολοκληρώνουν την ύλη μια χαρά. Και κυρίως to the
point.
Το
πρόβλημα είναι παμπάλαιο και είναι προς τιμήν
του Υπουργείου που για πρώτη φορά το αναγνωρίζει
επισήμως και αναζητά τρόπο επίλυσης. Έστω και αν
είναι εμβαλωματικός και μη πολιτικά ορθός.
Σημασία έχει η δουλειά να γίνεται. Τώρα, βέβαια,
τι ακριβώς δουλειά θα γίνει τσοντάροντας ώρες
από δω και από κει προς το τέλος της χρονιάς
είναι μια άλλη συζήτηση. Αλλά αν δεν ήταν το
σχολείο μας ανορθολογικό πώς θα είχαμε τα
μεγαλύτερα και περισσότερα φροντιστήρια της
Ευρώπης και ίσως ολόκληρου του κόσμου;
Και πού χάνονται οι ώρες; Όταν μάλιστα δεν
γίνονται ούτε καταλήψεις αλλά ούτε και μεγάλες
απεργίες; Όταν δεν έχουμε δραματικές κακοκαιρίες
ή φονικές επιδημίες σε όλη την επικράτεια;
Υπάρχουν μερικοί διαχρονικοί λόγοι που απλώς η
Τράπεζα Θεμάτων ανέδειξε. Η πολιτεία και η
εκπαιδευτική κοινότητα τους έκρυβαν επιμελώς,
αλλά φαίνεται ότι η νέα ηγεσία του Υπουργείου
δεν διστάζει να βάλει το δάχτυλο επί τον τύπον
του ανορθολογισμού.
Ο πρώτος
λόγος, που αφορά το Υπουργείο, είναι τα «κενά»
στα σχολεία και ο διορισμός των αναπληρωτών που
πάντοτε καθυστερεί. Ακόμα και σε ειδικότητες
πανελλαδικώς εξεταζόμενων μαθημάτων. Εφέτος
διορίστηκαν 41.000 αναπληρωτές αλλά κάποια κενά
θα παραμείνουν ακάλυπτα ακόμα και μέχρι τον
Δεκέμβρη. Μπορεί πολλοί εκπαιδευτικοί να έχουν
μειωμένο ωράριο αλλά τα κενά είναι απέθαντα.
Διότι το ελληνικό σχολείο δεν νοιάζεται για την
ουσία, δηλαδή για τα εκπαιδευτικά αντικείμενα
και τη σωστή και ολοκληρωμένη διδασκαλία τους.
Εργάζεται πρωτίστως για τους εργαζόμενους σ’
αυτό. Ως εκ τούτου, 40 χρόνια τώρα δεν βρήκε
μηχανισμό ώστε την 1η Σεπτέμβρη κάθε έτους να
είναι όλοι στη θέση τους. Είναι το σύγχρονο
«Δήλιο πρόβλημα».
Ο
δεύτερος λόγος, τον οποίο επικαλούνται συχνά οι
εκπαιδευτικοί, είναι οι τάξεις «πολλών
ταχυτήτων», δηλαδή τα πολλά και διαφορετικά
επίπεδα προόδου των μαθητών που τους αναγκάζουν
να καθυστερούν την ύλη μέχρι να κατανοήσουν όλοι
και όλες τις έννοιες. Αυτό είναι πιο έντονο στην
Α΄ Λυκείου όπου οι μαθητές έρχονται από το
Γυμνάσιο με σοβαρές ελλείψεις στα βασικά
μαθήματα αφού συνήθως δεν πηγαίνουν
φροντιστήριο. Αλλά και διότι η ύλη του Γυμνασίου
είναι χαοτική και «λίγο απ’ όλα» και δεν
επιμένει στα θεμέλια των αντικειμένων που είναι
απαραίτητα για το Λύκειο. Είναι φτιαγμένη με τη
λογική ότι ο μαθητής μπορεί να μη συνεχίσει στο
Λύκειο και ό,τι μάθει στη ζωή του θα είναι από
το Γυμνάσιο. Δηλαδή, επί της ουσίας, λίγα ή
τίποτα. Αυτό θα μπορούσε να επιλυθεί εύκολα με
διαγνωστικά τεστ στη αρχή κάθε χρονιάς που θα
έδιναν την ευχέρεια στο κάθε Λύκειο να
διαμορφώσει τμήματα με μαθητές (τριες) περίπου
ίδιου επιπέδου. Έτσι οι εκπαιδευτικοί θα
μπορούσαν να προσαρμόσουν το μάθημά τους στην
ανάγκες του τμήματος και να βοηθήσουν όλους να
βελτιωθούν πραγματικά χωρίς να καθυστερούν τους
καλύτερους, αλλά και χωρίς να αδικείται κανένας.
Αλλά στο εξισωτικό σχολείο της ήσσονος
προσπάθειας αυτό απαγορεύεται διότι θεωρείται
αντιεκπαιδευτικό. Το εφαρμόζουν όμως τα
φροντιστήρια, φυσικά με επιτυχία.
Ο τρίτος
λόγος είναι η μεγάλη, όπως λέγεται, ύλη σε σχέση
με τις διαθέσιμες ώρες διδασκαλίας. Ειδικά σε
μαθήματα όπως τα Μαθηματικά, η Φυσική και η
Χημεία. Η ύλη δεν είναι επί της ουσίας μεγάλη.
Αλλού είναι το πρόβλημα. Οι πανελλαδικές
εξετάσεις και τα πολλά φροντιστηριακά βιβλία
έχουν μπολιάσει την ύλη του Λυκείου με απίθανες
και παράλογες λεπτομέρειες. Μοναδικές στον κόσμο
όλο. Πολλές από τις ασκήσεις που διδάσκουμε π.χ.
στη Φυσική του Λυκείου δεν υπάρχουν σε κανένα
βιβλίο Μέσης Εκπαίδευσης ούτε στα περισσότερα
πανεπιστημιακά του 1ου έτους του δυτικού κόσμου.
Κάθε σελίδα πραγματικής ύλης σχολικού βιβλίου
που προστίθεται αντιστοιχεί σε 10 τουλάχιστον
σελίδες φροντιστηριακής υποστήριξης. Πράγμα που
φαίνεται ότι αγνοούν οι σοφοί που καθορίζουν τη
διδακτέα ύλη. Και όλα αυτά τα παράξενα υπάρχουν
στην Τράπεζα Θεμάτων ή «πέφτουν» στις
πανελλαδικές εξετάσεις.
Τα
ποσοστά αποτυχίας (<10) στις Πανελλαδικές
εξετάσεις σε Μαθηματικά, Φυσική και Χημεία
κυμαίνονται συνήθως γύρω στο 40% - 45%, σε
χρονιά «νορμάλ» θεμάτων. Αν τα θέματα τα έβαζαν
Αμερικάνοι εκπαιδευτικοί, ακόμα και του
πανεπιστημίου, τα ποσοστά θα ήταν πολύ
μικρότερα. Εδώ δεν ψάχνουμε ένα επαρκές επίπεδο
βασικών γνώσεων, αλλά να κάνουμε καψώνι στα
παιδιά και κυρίως να δούμε αν το «έπιασε» ο
φροντιστής. Στην ουσία συναγωνίζονται οι
«θεματοδότες» με τα φροντιστήρια. Αν μάλιστα
καθιερωθεί και το πολλαπλό βιβλίο, η ζωή των
μαθητών του Λυκείου θα γίνει «κόλαση». Καθότι το
κάθε βιβλίο του ίδιου μαθήματος θα έχει τις
δικές του λεπτομέρειες και μυστήριες -
εξωπραγματικές ασκήσεις, η Τράπεζα θα τα
καλύπτει αναγκαστικά όλα και η πραγματική ύλη
επί της ουσίας θα πολλαπλασιαστεί. Τότε ακόμα
και τα φροντιστήρια θα αδυνατούν να καλύψουν την
ύλη. Στα μαθήματα τουλάχιστον των θετικών
επιστημών, κάτω από έναν τίτλο κεφαλαίου κάθε
βιβλίου μπορείς να βρεις πάρα πολλά διαφορετικά
«πραγματάκια». Όλα προς εξέταση.
Στα
μέτρα αυτά, ο εκπαιδευτικός της τάξης πρέπει να
είναι πολύ έμπειρος και βαθύς γνώστης της ύλης,
της ασκησιολογίας, της ΤΘ και φυσικά του
επιπέδου των μαθητών του ώστε να προλάβει να τα
διδάξει όλα επαρκώς χωρίς να χαθεί σε
λεπτομέρειες και παλιλλογίες. Και κυρίως να
γνωρίζει αυτά που θα χρειαστούν στον μαθητή στις
επόμενες τάξεις ώστε να σταθεί και να επιμείνει.
Σήμερα, για παράδειγμα, το πιο σημαντικό
κεφάλαιο της Φυσικής Α΄ Λυκείου στα περισσότερα
σχολεία πρακτικά δεν διδάσκεται. Πρόκειται για
το θεμέλιο των φυσικών επιστημών, το «Έργο -
Ενέργεια- Ισχύς» στο οποίο είναι αρθρωμένη και η
ύλη των επόμενων τάξεων. Αν τα παιδιά σας έχουν
πρόβλημα με τη Φυσική της Γ΄ Λυκείου, σ’ αυτήν
την έλλειψη θα βρείτε τον ένοχο. Αλλά πόσοι το
ξέρουν, ποιος νοιάζεται και ποιος ασχολείται;
Και φυσικά δεν υπάρχει κανένας μηχανισμός που να
ελέγχει πραγματικά και όχι τυπικά την πρόοδο
διδασκαλίας της ύλης των μαθημάτων σε καμιά
τάξη. Για την ουσία της διδασκαλίας, δεν
συζητάμε. Αυτή επαφίεται στον πατριωτισμό, τη
διάθεση και τις γνώσεις του (της) κάθε
εκπαιδευτικού.
Λεωνίδας
Καστανάς (Athens Voice) |