Αρχικά,
κατά τις διατάξεις του άρθρου 79 του ν.
5960/1933, η έκδοση ακάλυπτης τραπεζικής
επιταγής, δηλαδή επιταγής η οποία, κατά την
εμπρόθεσμη εμφάνισή της στην πληρώτρια Τράπεζα,
δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης αντίστοιχων
κεφαλαίων του εκδότη, αποτελεί αξιόποινη πράξη,
όταν ο εκδότης ενήργησε από δόλο, που μπορεί να
είναι και ενδεχόμενος, αφού, μετά την
αντικατάσταση του αρχικού άρθρου 79 του ν.
5960/1933 με το άρθρο 1 του ν.δ/τος 1325/1972,
δεν αποτελεί πλέον στοιχείο της ποινικής
υπόστασης του οικείου εγκλήματος η έκδοση της
επιταγής εν γνώσει του ότι δεν υπάρχουν ή δεν θα
υπάρξουν, κατά την εμφάνισή της προς πληρωμή,
αντίστοιχα κεφάλαια. Έτσι, δολίως ενεργεί ο
εκδότης ακάλυπτης επιταγής όχι μόνο όταν
γνωρίζει ότι δεν έχει κατά την έκδοση ή δεν θα
έχει κατά την πληρωμή της επιταγής αντίστοιχα
κεφάλαια, αλλά και όταν γνωρίζει ότι ο
λογαριασμός του, κατά τους χρόνους αυτούς,
ενδέχεται να είναι χωρίς διαθέσιμα κεφάλαια και
αποδέχεται το ενδεχόμενο αυτό. Οι διατάξεις του
άρθρου 79 του ν. 5960/1933 έχουν θεσπισθεί για
την προστασία τόσο δημόσιου όσο και του ατομικού
συμφέροντος του δικαιούχου της επιταγής και
μάλιστα, μετά την τροποποίηση και συμπλήρωση του
παραπάνω άρθρου, με το άρθρο 4 παρ. 1 του ν.
2408/1996, αυτό είναι το κατ’ εξοχήν έννομο
συμφέρον που προστατεύεται.
Κατά
τούτο λοιπόν, η έκδοση ακάλυπτης τραπεζικής
επιταγής αποτελεί για τον εκδότη της, που
ενήργησε δολίως κατά την ανωτέρω έννοια,
αδικοπραξία, που τον υποχρεώνει κατά το άρθρο
914 AK σε ισόποση με το ποσό της επιταγής
αποζημίωση του νόμιμου κομιστή της. Ο εκδότης
ακάλυπτης επιταγής είναι υποχρεωμένος να
αποζημιώσει τον κομιστή της, ακόμη και αν αυτή
είναι μεταχρονολογημένη, οπότε ευθύνεται κατά τα
άρθρα 28, 29 παρ. 1 και 4 και 56 του ν.
5960/1933, αν η επιταγή εμφανισθεί προς πληρωμή
οποτεδήποτε εντός του χρονικού διαστήματος που
αρχίζει από την επομένη της ημέρας που
πραγματικά εκδόθηκε και λήγει την όγδοη ημέρα
μετά την αναγραφόμενη στο σώμα της επιταγής
ημεροχρονολογία έκδοσης. Η αξίωση αυτή προς
αποζημίωση εκ του άρθρου 914 AK συρρέει με την
αξίωση από την επιταγή και απόκειται στον
δικαιούχο να ασκήσει αυτήν που προκρίνει και
μόνο η ικανοποίηση της μιας εξ αυτών έχει ως
αποτέλεσμα την απόσβεση και των λοιπών, εκτός αν
με αυτές ζητείται κάτι περισσότερο, οπότε
σώζεται μόνο ως προς αυτό.
Επιπρόσθετα, σημειώνεται ότι, με βάση το
άρθρο 1047 παρ.1 περ. β’ ΚΠολΔ, με την άσκηση
αξίωσης αποζημίωσης από αδικοπραξία, παρέχεται
στον κομιστή της επιταγής η ευχέρεια να ζητήσει
και την απαγγελία προσωπικής κράτησης κατά του
εναγόμενου εκδότη ακάλυπτης επιταγής, ειδικά δε
και κατά του φυσικού προσώπου το οποίο εξέδωσε
την επιταγή καθ’ οιονδήποτε τρόπο και για
λογαριασμό της εκδότριας εταιρίας. Τέλος,
διευκρινίζεται ότι, η ανωτέρω διάταξη δεν
καταργήθηκε με το άρθρο 11 του Διεθνούς Συμφώνου
για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του ΟΗΕ,
κατά το οποίο «Κανείς δεν φυλακίζεται
αποκλειστικά λόγω της αδυναμίας του να
εκπληρώσει συμβατική υποχρέωση», αφού η διάταξη
αυτή προδήλως αναφέρεται μόνο στις συμβατικές
ενοχές και όχι στις αδικοπρακτικές και δεν
μπορεί να εφαρμοστεί αναλόγως και επί των
τελευταίων, διότι είναι διαφορετικές οι
προϋποθέσεις και η εσωτερική απαξία του
αδικήματος από εκείνες της συμβατικής παράβασης.
Σουζάνα
Κλημεντίδη (Οικονομικός Ταχυδρόμος) |