Ακόμα,
την άλλη μέρα από τις δηλώσεις του στους 25
Ευρωπαίους ηγέτες ο Εμμ. Μακρόν τόνισε ότι θα
ήταν δυνατή και η αποστολή χερσαίων δυνάμεων
στην Ουκρανία ακόμα και σε διμερές επίπεδο.
«Διότι μια ρωσική νίκη θα έχει ενδεχομένως
δραματικές συνέπειες για την Ευρώπη.»τόνιζε εκ
νέου ο Γάλλος πρόεδρος.
Σε κάθε
περίπτωση πάντως, η γαλλική κοινή γνώμη σε
ποσοστό 70% απορρίπτει την αποστολή Γάλλων
στρατιωτών στην Ουκρανία, μια χώρα η οποία για
ανταγωνιστικούς λόγους στον τομέα της γεωργίας
είναι «κόκκινο πανί» για τους Γάλλους αγρότες.
Τι γίνεται όμως με το ΝΑΤΟ;
Μέχρι
τώρα, το τελευταίο, κατά τον Βρετανό στρατιωτικό
αναλυτή Κίντον Γουάιτ, περιοριζόταν στην
εκπαίδευση των ουκρανικών στρατιωτικών δυνάμεων
και στην παροχή αμυντικών όπλων. Τα κράτη μέλη
φοβούνται ότι μια άμεση αντιπαράθεση με τις
ρωσικές δυνάμεις στην Ουκρανία θα μπορούσε να
οδηγήσει σε μαζική κλιμάκωση. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν
και οι
κορυφαίοι υπουργοί του έχουν απειλήσει τακτικά
ότι η Ρωσία θα προσφύγει στο πυρηνικό της
οπλοστάσιο σε περίπτωση μεγαλύτερης σύγκρουσης.
Αυτό εξάλλου δήλωσε ο Ρώσος πρόεδρος, και στην
τελευταία καλά σκηνοθετημένη επίσημη ομιλία του
μετά τις γαλλικές δηλώσεις.
Έχοντας
υπόψη του βέβαια ότι επί του παρόντος, το NATO
διεξάγει επίσης τη μεγαλύτερη στρατιωτική του
άσκηση από τον Ψυχρό Πόλεμο. To Steadfast
Defender διαρκεί από τον Ιανουάριο έως τον Μάιο
και περιλαμβάνει και τα 31 κράτη μέλη. Με στόχο
την ενίσχυση των συλλογικών αμυντικών
δυνατοτήτων και της ετοιμότητας της συμμαχίας,
είναι η μεγαλύτερη άσκηση από το Reforger το
1988, στην οποία συμμετείχαν 125.000 στρατιώτες
από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Γερμανία, τον
Καναδά, τη Γαλλία και τη Δανία.
Ο
Στρατηγός Christopher Cavoli, Ανώτατος
Συμμαχικός Διοικητής του NATO για την Ευρώπη,
δήλωσε: « To Steadfast Defender 2024 θα είναι
μία ξεκάθαρη απόδειξη της ενότητας μας, της
δύναμης μας και της αποφασιστικότητας μας να
προστατεύσουμε ο ένας τον άλλον, να
προστατεύσουμε τις αξίες μας και τη διεθνή τάξη
που βασίζεται σε κανόνες.»
Σημαντική πτυχή αυτών των ασκήσεων είναι η
συμμετοχή αμερικανικών και καναδικών δυνάμεων, η
οποία έχει ως στόχο να καταδείξει την ταχύτητα
και την κλίμακα των δυνατοτήτων ενίσχυσης του
NATO. Χρησιμεύουν ετσι τόσο για να καθησυχάσουν
τα ευρωπαϊκά κράτη μέλη του NATO όσο και για να
επιδείξουν στους πιθανούς εχθρούς την ικανότητα
του NATO να αναπτύξει σημαντικές δυνάμεις στο
έδαφος. Οι ασκήσεις αποτελούν μέρος της
στρατηγικής αποτροπής. Η άσκηση στοχεύει στην
προσομοίωση ενός «αναδυόμενου σεναρίου
σύγκρουσης με έναν κοντινό αντίπαλο». Αυτή είναι
μια λεπτή συγκαλυμμένη αναφορά στη Ρωσία, η
οποία δείχνει ότι το
NATO
αρχίζει να παίρνει στα σοβαρά την απειλή της
άμεσης σύγκρουσης με αυτήν τη χώρα.
Κατά τη
διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, το NATO
πραγματοποιούσε τακτικά ασκήσεις μεγάλης
κλίμακας. Για παράδειγμα, στην Άσκηση Lionheart,
με επικεφαλής το Ηνωμένο Βασίλειο το 1984,
συμμετείχαν σχεδόν 58.000 Βρετανοί στρατιώτες
και αεροπόροι από μια συνολική δύναμη 131.565,
συμπεριλαμβανομένων στρατευμάτων από τις
Ηνωμένες Πολιτείες, την Ολλανδία και την τότε
Δυτική Γερμανία.
Μετά τη
διάλυση του σοβιετικού μπλοκ, το NATO αναζήτησε
μια νέα ταυτότητα. Στη δεκαετία του 1990,
μεταπήδησε από την προστασία του κοινού εδάφους
στην προστασία των κοινών συμφερόντων των μελών
του, όπως έκανε με την παρέμβαση στους πολέμους
στη Βοσνία το 1995 και στο Κοσσυφοπέδιο το 1999,
όταν ενέκρινε επίσημα αυτή τη νέα στρατηγική
αντίληψη.
Υπό αυτή
την έννοια, η επίδειξη της ενότητας και της
στρατιωτικής ικανότητας του NATO είναι
σημαντική, καθώς έρχεται μετά από δύο χρόνια
διχόνοιας σχετικά με τον τρόπο απάντησης στον
πόλεμο στην Ουκρανία και εν μέσω καυγάδων για
τις παραδόσεις όπλων των Δυτικών συμμάχων στον
ουκρανικό στρατό.
Επίσης,
η δυτική στρατιωτική ενότητα πήρε μεγάλο ειδικό
βάρος μετά τις πρόσφατες δηλώσεις του πρώην
προέδρου Ντόναλντ Τραμπ ότι τα μέλη του NATO που
απέτυχαν να τηρήσουν τις κατευθυντήριες γραμμές
για τις δαπάνες, δεν θα προστατεύονται πλέον από
τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Τα μέλη
υποτίθεται ότι ξοδεύουν τουλάχιστον το 2% του
ετήσιου ΑΕΠ τους για την άμυνα, αλλά τα πράγματα
είναι πιο περίπλοκα από αυτό. Οι αμυντικές
δαπάνες ορισμένων χωρών διατίθενται εξ ολοκλήρου
στο NATO.
Από την
άλλη, όμως, άλλες χώρες μπορεί να ορίσουν τις
αμυντικές τους δαπάνες σε λιγότερο από 2%, αλλά
οι κατά κεφαλήν δαπάνες τους είναι υψηλότερες
από τις χώρες που ακολουθούν τις κατευθυντήριες
γραμμές του NATO.
Για
παράδειγμα, το Λουξεμβούργο δεν αγγίζει το 2%,
ξοδεύοντας μόνο το 0,72%. Αλλά κατά κεφαλήν,
ξοδεύει 921 δολάρια, περισσότερα από την Πολωνία
(3,9%) ή τη Γαλλία (1,9%).
Αν και
οι Ηνωμένες Πολιτείες ξοδεύουν το 3,5% του ΑΕΠ
τους για την άμυνα, δεν διατίθενται όλα αυτά στο
NATO. Μεγάλο μέρος της δύναμης της Αμερικής
αναπτύσσεται στον Ειρηνικό και στοεσωτερικό της.
Είναι επομένως παραπλανητικό να κρίνουμε την
αξία της ένταξης στο NATO με αυτούς τους όρους.
Η βασική
ρήτρα της συνθήκης του NATO είναι το Άρθρο 5, το
οποίο διέπει τη συλλογική ασφάλεια και απαιτεί
από τα μέλη να ανταποκρίνονται εάν ένα άλλο
μέλος δεχθεί επίθεση από εχθρικό τρίτο μέρος. Οι
Ηνωμένες Πολιτείες είναι το μόνο κράτος μέλος
του NATO που επικαλέστηκε το Άρθρο 5 μετά τις
επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.
Τούτων
λεχθέντων, κατά τον Κ. White, ένα από τα μεγάλα
προβλήματα που αντιμετωπίζει το NATO, ωστόσο,
δεν είναι η ανάπτυξη των στρατευμάτων που
διαθέτει, αλλά ο εφοδιασμός τους.
Όπως
έδειξαν οι προσπάθειες για την προμήθεια
εξοπλισμού και πυρομαχικών στην Ουκρανία, το
NATO δεν έχει ούτε τα αποθέματα ούτε την
ικανότητα παραγωγής για να αντιμετωπίσει έναν
παρατεταμένο σύγχρονο πόλεμο.
Πράγματι, το NATO έχει από καιρό προγραμματίσει
για αυτό που είναι γνωστό ως «τυφλός πόλεμος»,
που σημαίνει ότι έχει την ικανότητα να πολεμήσει
μόνο όσο διαρκούν ο εξοπλισμός και οι
προμήθειες. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η
στρατηγική του NATO ήταν πάντα, σε περίπτωση
σύγκρουσης,η όποια εμπλοκή να ολοκληρωθεί το
συντομότερο δυνατό.
Χωρίς τη
δημιουργία ετσι μιάς πολεμικής οικονομίας,είναι
πολύ αμφίβολο αν η Ατλαντική Συμμαχία θα
εμπλεκόνταν σε πόλεμο διαρκείας.Και αυτό είναι
σήμερα τεράστιο γεωπολιτικό πρόβλημα για τη
Δύση.
Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος (EBR) |