Οι
εξελίξεις αυτές δείχνουν πόσο δύσκολο θα είναι
το τελευταίο μίλι στην προσπάθεια επαναφοράς του
πληθωρισμού στο 2%, στη μεγαλύτερη οικονομία του
κόσμου, πολύ περισσότερο όταν διανύει έτος
εκλογών, με τον πρόεδρο Μπάιντεν να ανακοινώνει
προϋπολογισμό για το επόμενο έτος $3,7 τρισ.,
τονώνοντας περαιτέρω τη δαπάνη, με κάποια
προφανώς επίδραση και στον αναμενόμενο
πληθωρισμό. Ολα αυτά στενεύουν τα περιθώρια
γρήγορης αποκλιμάκωσης των αμερικανικών
επιτοκίων. Ο κεντρικός τραπεζίτης της Μινεάπολις
N. Kashkari δήλωσε πρόσφατα ότι είναι πιθανή μια
αποκλιμάκωση των επιτοκίων μόλις μία ή δύο φορές
το 2024, εάν η οικονομία συνεχίσει να μην
προσγειώνεται (ομαλά), εξακολουθώντας να «πετά».
Η
εξέλιξη αυτή τοποθετεί ένα πλαίσιο δράσης για τη
νομισματική πολιτική και στην ευρωζώνη. Η
πρόεδρος της ΕΚΤ σε σχετική ερώτηση που αφορούσε
την επίδραση στη νομισματική πολιτική από μια
ενδεχόμενη πρώτη κίνηση της Fed απάντησε ορθώς
ότι η ΕΚΤ ασκεί με ανεξάρτητο τρόπο τη
νομισματική της πολιτική. Η ΕΚΤ έχει να
αντιμετωπίσει πρωτίστως τις αυξήσεις των μισθών,
6% στη Γερμανία το 2023, 3,1% τον Ιανουάριο και
2,7% τον Φεβρουάριο σε ετήσιο ρυθμό. Παρόμοιες
οι εξελίξεις και στις άλλες μεγάλες οικονομίες
της ευρωζώνης, Γαλλία και Ισπανία.
Οι
μισθολογικές εξελίξεις βρίσκονται πλέον στα
θετικά επίπεδα των ρυθμών του πληθωρισμού, σε
ένα περιβάλλον όμως οικονομικής στασιμότητας: +4,7%
συνολικά για την ευρωζώνη το γ’ τρίμηνο
του 2023, +4,5% το δ’ τρίμηνο, πάνω
από το 3% που η ΕΚΤ υπολογίζει ώστε να
συνάδει με έναν πληθωρισμό προς το 2%. Είναι
φανερό λοιπόν ότι πολλά θα κριθούν βραχυχρονίως
από το πόσο σφικτή θα συνεχίσει να είναι η
ευρωπαϊκή αγορά εργασίας. Ωστόσο, θα καταστεί
δύσκολο να συνεχίσει η ΕΚΤ να μειώνει τα
επιτόκια, χωρίς παράλληλες μειώσεις και των
επιτοκίων της Fed.
Οι
διαδοχικές προβλέψεις στην ευρωζώνη δείχνουν
προσώρας πράγματι αποκλιμάκωση του πληθωρισμού
αλλά και μια συνεχιζόμενα αδύναμη οικονομική
δραστηριότητα. Τουναντίον στις ΗΠΑ η ετήσια
ανάπτυξη βρέθηκε στο 3,4% (2023), με μια ισχυρά
επεκτατική δημοσιονομική πολιτική αλλά και
αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας που
υπολογίζεται στο +6% σωρευτικά από το 2019 – 1%
μόλις για την ευρωζώνη –, γεγονός που βοηθά την
αμερικανική οικονομία να απορροφά σημαντικό
μέρος της πίεσης της αυξημένης δαπάνης προς τις
τιμές.
Στο
περίπλοκο αυτό οικονομικό περιβάλλον αναφύονται
ομοίως περίπλοκα ζητήματα πολιτικής. Εάν η ΕΚΤ
προχωρήσει πρώτη σε μια μείωση των επιτοκίων, το
ερώτημα είναι πόσο γρήγορα μπορεί να κινηθεί
μετά, γεγονός που προφανώς εξαρτάται και από την
αντίδραση του πληθωρισμού σε ένα περιβάλλον
πτώσης των επιτοκίων, το αν δηλαδή θα παραμείνει
αγκυροβολημένος πέριξ του 2%.
Ο
κ. Θεόδωρος Πελαγίδης είναι υποδιοικητής της ΤτΕ
και καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης στο
Πανεπιστήμιο Πειραιώς.
Πρώτη
δημοσίευση στο Βήμα |