Σήμερα,
οι ξένες άμεσες επενδύσεις, έπειτα από μια
περίοδο «καθήλωσης», έχουν εκτοξευθεί. Ετσι, το
2022 αυξήθηκαν κατά 48,2% σε σχέση με το 2021,
ενώ η αύξηση αγγίζει το 76,8% αν γίνει σύγκριση
με το 2019, που ήταν προ COVID-19 έτος. Σύμφωνα
με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Τράπεζας
της Ελλάδος (ΤτΕ), οι (καθαρές) εισροές ξένων
άμεσων επενδύσεων στην Ελλάδα για το σύνολο του
2022 ξεπέρασαν τα 7,9 δισ. ευρώ (7.928 εκατ.
ευρώ), έναντι 5,3 δισ. (5.350 εκατ. ευρώ) το
ίδιο διάστημα του 2021. Πρόκειται για
επίπεδα-ρεκόρ (οι μεγαλύτερες καθαρές εισροές
ΞΑΕ από το έτος 2002), τα οποία επιβεβαιώνουν
την ανοδική πορεία της ελληνικής οικονομίας και
την επιτυχημένη προσπάθεια που γίνεται τα
τελευταία χρόνια για την προσέλκυση ξένων
επενδύσεων στην Ελλάδα. Η ανάκτηση της
επενδυτικής βαθμίδας, επιπλέον, εκτός από τη
μείωση του κόστους δανεισμού για το Δημόσιο, τις
τράπεζες και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, είναι
βέβαιο ότι θα δώσει περαιτέρω σημαντική ώθηση
στις ξένες επενδύσεις. Ενώ λοιπόν υπάρχουν αυτές
οι πολύ θετικές εξελίξεις, η διεθνής
ανταγωνιστικότητα της χώρας παρουσιάζει
επιδείνωση! Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του
Institute for Management Development (IMD), η
Ελλάδα υποχώρησε στην 49η θέση μεταξύ 64 χωρών,
από την 47η που είχε καταταγεί στην προηγούμενη
αντίστοιχη έκθεση.
Η Ελλάδα
βρίσκεται κάτω από χώρες όπως η Ρουμανία, η
Τουρκία και το Καζακστάν και πάνω από τη
Βραζιλία, τη Μογγολία και τη Βενεζουέλα. Με βάση
την οικονομική λογική, η αύξηση των άμεσων ξένων
επενδύσεων διευκολύνει τις εξαγωγικές
δυνατότητες της χώρας και επομένως βελτιώνει τη
διεθνή ανταγωνιστικότητά της. Εδώ, όμως, δεν
συμβαίνει αυτό. Γιατί;
Η
απάντηση βρίσκεται στην κλαδική κατανομή των
άμεσων ξένων επενδύσεων. Σύμφωνα με την ΤτΕ, τα
βασικά χαρακτηριστικά των ΞΑΕ επικεντρώνονται
κυρίως στον τριτογενή τομέα (86%) και αφορούν
χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές
δραστηριότητες, τηλεπικοινωνίες, τουρισμό,
τόνωση του εμπορίου, κατασκευές και
δραστηριότητες αποθήκευσης και μεταφορών. Με
λίγα λόγια στις υπηρεσίες! Το ποσοστό του
πρωτογενούς τομέα, παρά τα σημαντικά
ανταγωνιστικά κλιματολογικά πλεονεκτήματα της
χώρας, είναι σχετικά ασήμαντο (2%), ενώ του
δευτερογενούς τομέα σε σύγκριση με τις
δυνατότητες και τις ανάγκες της χώρας είναι
αμελητέο (15%) και αφορά κυρίως τα φαρμακευτικά,
τα τρόφιμα-ποτά-καπνό, τα χημικά και σε
μικρότερο βαθμό τα ηλεκτρονικά προϊόντα και τους
ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Σημειώνεται ότι για
μια περίοδο 11 ετών, από το 2012 έως το 2022, οι
καθαρές εισροές ΞΑΕ στον πρωτογενή και
δευτερογενή τομέα ανήλθαν σε μόλις 6,2 δισ. ευρώ
σε σύνολο 36,2 δισ. ευρώ.
Δεν
είναι κακό για την οικονομία να γίνονται
επενδύσεις στα ακίνητα και στον τουρισμό. Αλλά
τέτοιου είδους επενδύσεις έχουν χαμηλή
εξωστρέφεια και βραχυχρόνια αναπτυξιακά
αποτελέσματα. Αυτό θέλουμε;
*Ο κ.
Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι πρόεδρος του ΚΕΠΕ
και του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας,
καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
** Το
άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της
Κυριακής. |