Σημειώνεται ότι οι οικονομίες που εξαρτώνται από
τα ορυκτά καύσιμα θα δεχτούν μεγάλο πλήγμα από
την ενεργειακή μετάβαση, δεδομένου ότι σύμφωνα
με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (IEA) η ζήτηση
ορυκτών καυσίμων αναμένεται να κορυφωθεί πριν
από το 2030.
Γενικότερα, οι ενέργειες για απανθρακοποίηση
στην Ελλάδα επικεντρώνονται σε δύο βασικούς
τομείς: τη μείωση της ζήτησης ενέργειας και τη
μετάβαση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Η μείωση
της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας είναι
ζωτικής σημασίας. Οι επενδύσεις σε έξυπνα
δίκτυα, τα οποία βελτιστοποιούν τη διανομή
ενέργειας και μειώνουν τις απώλειες,
διαδραματίζουν ζωτικό ρόλο στην όλη προσπάθεια.
Ομοίως,
η μετάβαση στη χρήση ηλεκτρικών οχημάτων έχει
προταθεί ως μία βιώσιμη εναλλακτική λύση, που θα
μειώσει περαιτέρω την εξάρτηση από τα ορυκτά
καύσιμα. Η σημαντική μείωση της εξάρτησης της
Ελλάδας από τον λιγνίτη έχει οδηγήσει και σε
μείωση εκπομπών CO2, με τις τελευταίες μετρήσεις
της Eurostat να αποτυπώνουν μείωση των εκπομπών
ρύπων στην Ελλάδα κατά 4,7% στο γ΄ τρίμηνο του
2023. Η αποτίμηση αυτή είναι μεν θετική, αλλά
συγκρίνοντάς την με τις επιδόσεις άλλων χωρών
όπως η Εσθονία (-30,7%), η Βουλγαρία (-18,6%)
και η Γερμανία (-12,2%), φαίνεται ότι η Ελλάδα
έχει ακόμη βήματα να διανύσει για να επιτύχει
τους στόχους που η ίδια έχει θέσει. Θυμίζουμε
ότι ο εθνικός κλιματικός νόμος επιβάλλει μείωση
των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 55% έως
το 2030 και στοχεύει σε μηδενικές εκπομπές έως
το 2050.
Η Ε.Ε.
έχει θέσει φιλόδοξους στόχους για τις
ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, με στόχο τη
σημαντική αύξηση του μεριδίου τους στο
ενεργειακό μείγμα έως το 2030, αλλά εδώ η Ελλάδα
φαίνεται να βρίσκεται σε καλό δρόμο και να
διατηρεί την 7η θέση στη χρήση ανανεώσιμων πηγών
ενέργειας.
Παρά τις
προκλήσεις, οι ευκαιρίες είναι τεράστιες. Η
απαλλαγή από τον άνθρακα μπορεί να τονώσει την
καινοτομία, να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας
στις πράσινες τεχνολογίες και να βελτιώσει την
ποιότητα του αέρα. Επιπλέον, μπορεί να ενισχύσει
την ενεργειακή ασφάλεια της Ελλάδας μειώνοντας
την εξάρτηση από τα εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα,
μια ευπάθεια που αναδείχθηκε σε πρωταγωνιστή
κατά την πρόσφατη ενεργειακή κρίση.
Οι τρεις
πιο σημαντικές τάσεις που θα συμβάλουν στη
μετάβαση προς μια οικονομία χαμηλών εκπομπών
ρύπων τα επόμενα 5 χρόνια και αφορούν τις
ελληνικές εταιρείες, μεγάλες και μεσαίες, είναι:
ADVERTISING
Η
δέσμευση για την επίτευξη μηδενικών εκπομπών
αντιπροσωπεύει μια σημαντική αλλαγή στα
επιχειρηματικά μοντέλα των μεγάλων εταιρειών, με
περίπου το ένα πέμπτο των 2.000 μεγαλύτερων
εισηγμένων στο χρηματιστήριο εταιρειών να
δεσμεύονται για στόχους Net-Zero.
Αποδέσμευση από τα ορυκτά καύσιμα και άνοδος
των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Περίπου το 50%
των επενδυτικών κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένων
μεγάλων επενδυτικών ταμείων, αποδεσμεύεται από
επενδύσεις στα ορυκτά καύσιμα, σηματοδοτώντας
μια παγκόσμια στροφή προς τις εναλλακτικές
λύσεις ανανεώσιμης ενέργειας.
Ενσωμάτωση των στόχων μείωσης του άνθρακα στις
αλυσίδες εφοδιασμού. Η νέα ευρωπαϊκή νομοθεσία
βρίσκεται σε εφαρμογή, τονίζοντας την επείγουσα
ανάγκη ενσωμάτωσης των στρατηγικών μείωσης του
άνθρακα στις πρακτικές της αλυσίδας εφοδιασμού,
επηρεάζοντας τις επιχειρήσεις όλων των μεγεθών,
συμπεριλαμβανομένων εκατοντάδων ΜμΕ και στην
Ελλάδα πέρα από τις εταιρείες ενέργειας.
Επιπλέον, η προώθηση της έρευνας και της
ανάπτυξης στον τομέα των καθαρών ενεργειακών
τεχνολογιών είναι ζωτικής σημασίας για τη
διατήρηση του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος της
Ελλάδας στον αγώνα για ένα βιώσιμο μέλλον, με
ευκαιρίες για οικονομική ανάπτυξη, δημιουργία
θέσεων εργασίας και ένα καθαρότερο, υγιέστερο
μέλλον για τις επόμενες γενιές.
*Ο κ.
Νίκος Αυλώνας είναι πρόεδρος Κέντρου Αειφορίας
(CSE), επισκέπτης καθηγητής στο Οικονομικό
Πανεπιστήμιο Aθηνών (IMBA).
** Το
άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της
Κυριακής. |