Μετά την
πανδημική και γεωπολιτική/ενεργειακή κρίση, οι
πληθωριστικές πιέσεις εντάθηκαν αισθητά διεθνώς
και αναμένονταν να επιμείνουν εξαιτίας
παραγόντων όπως:
Η
μεταβολή των συνθηκών στην αγορά εργασίας.
Η
αύξηση τιμών που εντάθηκε εξαιτίας και των
διαταραχών στις αλυσίδες εφοδιασμού.
Οι
μισθολογικές αυξήσεις λόγω έλλειψης προσωπικού.
Σήμερα
και ενώ οι κεντρικές τράπεζες έχουν
πραγματοποιήσει διαδοχικές αυξήσεις επιτοκίων, η
αβεβαιότητα για τη διάρκεια των πληθωριστικών
πιέσεων παραμένει υψηλή. Αυτή τροφοδοτείται από
σειρά παραγόντων, υπό το βάρος και των πολιτικών
για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, ενώ
την ίδια στιγμή, στις προηγμένες οικονομίες,
εντείνεται η ανησυχία για «ψαλίδισμα» των
αποταμιεύσεων, εξαιτίας της γήρανσης του
πληθυσμού, καθώς οι συνταξιούχοι τείνουν να
δαπανούν μεγαλύτερο μέρος του πλούτου τους. Στο
σύνθετο αυτό τοπίο, οι διαχειριστές χρήματος
προσαρμόζονται ενσωματώνοντας νέα εργαλεία και
στρατηγικές στη βάση νέων κριτηρίων, όπως η
τεχνολογία/ανάλυση μεγάλων δεδομένων, οι
εναλλακτικές μορφές επενδύσεων και οι νέοι
κλάδοι, τα δημογραφικά δεδομένα και η ανάγκη για
προσωποποιημένα – βάσει αναγκών – χαρτοφυλάκια.
Μέσα από
όλα αυτά, η Ελλάδα επανακάμπτει δυναμικά και
διεκδικεί μεγαλύτερο μερίδιο στη στρατηγική
κατανομή των χαρτοφυλακίων διαχείρισης, τόσο των
εγχώριων όσο και των ξένων θεσμικών. Η ελληνική
αγορά ενισχύει σταθερά τη δυναμική της εν μέσω
θετικών προσδοκιών για την εγχώρια οικονομία,
που αναπτύσσεται με ρυθμό υψηλότερο του μέσου
όρου της ευρωζώνης, καταγράφοντας και αύξηση
επενδύσεων, ενώ επιστρέφει σε πρωτογενή
πλεονάσματα και, όπως όλα δείχνουν, σε
επενδυτική βαθμίδα ύστερα από 13 χρόνια. Την
ίδια στιγμή, αναμένεται να διατηρηθεί η πτωτική
πορεία στο χρέος με στόχο την αποκλιμάκωση στο
150% του ΑΕΠ το 2025. Παράλληλα, τα εταιρικά
ομόλογα, ακολουθώντας τα κρατικά,
συμπεριφέρονται πολύ καλά τα τελευταία χρόνια
λόγω θετικών χρηματοροών, κερδοφορίας και της
πορείας δανεισμού των εταιρειών.
Το
βελτιωμένο αυτό περιβάλλον αντανακλάται και στην
αγορά των θεσμικών χαρτοφυλακίων, κυρίως των
Αμοιβαίων Κεφαλαίων. Από την αρχή του χρόνου
έχουν εισρεύσει καθαρές ροές της τάξης των €750
εκατ. σε Αμοιβαία Κεφάλαια που επενδύουν σε
ελληνικά, κρατικά και εταιρικά ομόλογα.
Επιπλέον, €125 εκατ. καθαρά, έχουν τοποθετηθεί
σε Α/Κ Χρηματαγοράς. Αξίζει, επίσης, να
σημειωθεί πως από την περασμένη εβδομάδα
καταγράφεται αύξηση επενδύσεων σε Μετοχικά
Εσωτερικού Α/Κ. Ενώ από την αρχή του χρόνου στην
κατηγορία αυτή οι καθαρές ροές είναι αρνητικές
(-€43 εκατ.), την εβδομάδα 22-26/5/23 οι καθαρές
ροές στα Α/Κ που επενδύουν στο ελληνικό
χρηματιστήριο αυξήθηκαν κατά €30 εκατ., τάση που
αποδίδεται στην εκτίμηση για σταθερότητα και
ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας εντός του
έτους. Κάτι που αναμένεται να συνοδευθεί από
αυξημένες επενδυτικές ροές ιδιωτικών κεφαλαίων,
αναβαθμίζοντας τον ρόλο της ελληνικής οικονομίας
στον επενδυτικό χάρτη της ευρύτερης περιοχής και
ενισχύοντας συνολικά την ελληνική επιχειρηματική
κοινότητα.
* Ο κ.
Φάνης Μυλωνάς είναι πρόεδρος και διευθύνων
σύμβουλος της Eurobank Asset Management ΑΕΔΑΚ.
Πρώτη
δημοσίευση στον Οικονομικό Ταχυδρόμο |