Ο Μάρτιν
Βόλφ το περιγράφει μάλλον απλά (και κυνικά)
στους Financial Times: «Οι τράπεζες», λέει, «δεν
έχουν σχεδιαστεί για να είναι ασφαλείς. Όμως,
κρίση με την κρίση, έχουμε δημιουργήσει έναν
τραπεζικό κλάδο που θεωρητικά είναι ιδιωτικός
αλλά, πρακτικά, αποτελεί τμήμα του κράτους».
Έγινε
(επιλεκτικά έστω) στη μεγάλη κρίση του 2008,
έγινε στην κρίση χρέους της Ευρωζώνης και
ξαναγίνεται τώρα, υπό την απειλή της νέας
χρηματοπιστωτικής κρίσης και στις δύο πλευρές
του Ατλαντικού.
Η CREDIT
SUISSE διασώθηκε (σε πρώτο χρόνο τουλάχιστον) με
απευθείας γραμμή ρευστότητας 50 δισ. ευρώ από
την κεντρική τράπεζα της Ελβετίας και η
αμερικανική First Republic διασώζεται με τα 30
δισ. δολάρια που ρίχνουν οι 12 μεγαλύτερες
τράπεζες της Wall Street (στηριζόμενες στην
ευνοϊκή χρηματοδότηση της ομοσπονδιακής Fed).
Δεν
συμφωνούν όλοι ο Μπιλ Άκμαν, ο
δισεκατομμυριούχος γκουρού των hedge fund
εξεμάνη με τη διάσωση της First Republic,
διακήρυξε ότι δημιουργεί «ψευδές αίσθημα
εμπιστοσύνης» και αποτελεί «κακή πολιτική», και
εν κατακλείδι προειδοποίησε ότι «εξαπλώνει τον
κίνδυνο χρεοκοπίας και στις μεγαλύτερες
αμερικανικές τράπεζες».
Το
μοντέλο όμως δείχνει πια περίπου νομοτελειακό:
την κρίσιμη στιγμή, όταν δηλαδή κινδυνεύσουν οι
καταθέσεις, ο θεός των τραπεζών θα εμφανιστεί
και θα σώσει τις τράπεζες, είτε ως κράτος είτε
ως ιδιώτης (με κρατικά εχέγγυα).
Αλλιώς,
η ζημιά θα κοινωνικοποιηθεί και το κόστος θα
πολιτικοποιηθεί. Και, άλλωστε, όπως επίσης λέει
ο Βολφ, «ελάχιστοι είναι εκείνοι που παραμένουν
καπιταλιστές όταν κινδυνεύουν τα δικά τους
λεφτά»…
Νικόλ
Λειβαδάρη (Ναυτεμπορική) |