Εκείνο που άλλαξε από το
2010 είναι η βιωσιμότητα
των επιχειρήσεων στις
οποίες εργάζονται οι
δημοσιογράφοι. Στις
περισσότερες περιπτώσεις
οι επιχειρήσεις αυτές
είναι οριακά βιώσιμες,
με μειωμένους
προϋπολογισμούς και
ατζέντα η οποία εκφεύγει
της πολιτικής. Το
λεγόμενο «infotainment»
έφυγε από τα χέρια των
διευθυντών προγράμματος
της τηλεόρασης και έχει
επιμολύνει τα πάντα.
Οι δημοσιογράφοι πλέον
πρέπει να ανταγωνίζονται
και τους χρήστες των
κοινωνικών δικτύων.
Εκεί, βέβαια, τα κόμματα
και λογής κακόβουλοι
δρώντες έχουν κάνει τα
τελευταία χρόνια σκληρή
δουλειά. Αποτέλεσμα
είναι ολόκληρες στρατιές
από «τρολ» και
ανωνυμογράφους να κάνουν
τη «βρώμικη» κομματική
δουλειά. Ενα «τρολ»
μπορεί να καθυβρίζει
σκαιά όποιον θέλει, και
όταν κάποιος πει
επωνύμως τη γνώμη του
είτε είναι μακρύ χέρι
κάποιου κόμματος, είτε
απλά κατακρεουργείται.
Στα κόμματα συχνά
νομίζουν ότι υπάρχει
έστω και ένας πολίτης
που μπορεί να διαβάζει
τις ανακοινώσεις τους.
Με εξαίρεση τις
πολιτικές στήλες λίγων
εφημερίδων, τις
ανακοινώσεις αυτές
σπάνια τις διαβάζουν και
αυτοί που τις γράφουν.
Γνωρίζουν καλά ότι αλλού
«παίζεται» και ίσως
κερδίζεται το παιχνίδι.
Τα ζήσαμε την περίοδο
της έκρηξης του
αντιμνημονιακού ψεύδους
και είναι ακόμα τμήμα
της καθημερινότητάς μας.
Η έννοια της ενημέρωσης
ξεφεύγει πολύ από την
ανάγκη να τεθεί η
«ατζέντα» όπως την
αντιλαμβάνονται τα
κόμματα. Κάποια από τα
πιο σοβαρά πράγματα για
την κοινωνία, την
εξωτερική πολιτική, την
οικονομία, έχουν γραφεί,
τα τελευταία χρόνια της
δημοσιογραφικής
«αποβιομηχάνισης» (ας
επιτραπεί ο λίγο
σόλοικος όρος), σε
παραδοσιακά Μέσα
Ενημέρωσης από εκείνα
που οι ακραίοι κάθε
είδους αρέσκονται να
καθυβρίζουν αλλά και να
προσπαθούν να επηρεάσουν
την ίδια στιγμή.
Το ρεπορτάζ, η
ενημέρωση, η αποτύπωση
της πραγματικότητας
είναι δουλειά για τους
δημοσιογράφους και μόνο
γι’ αυτούς.
Βασίλης Νέδος
(Καθημερινή) |