Η
αβελτηρία του πολιτικού συστήματος της χώρας
μετά την ένταξη στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα με
την υπέρβαση των δημοσιονομικών κανόνων οδήγησε
στο χείλος της στάσης πληρωμών. Τα δίδυμα
ελλείμματα, στον κρατικό προϋπολογισμό και τις
εξωτερικές πληρωμές, είχαν φθάσει στο 15%
περίπου του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Οι
διεθνείς αγορές, μετά την παγκόσμια οικονομική
κρίση του 2008-2009, απαιτούσαν υπέρογκα
επιτόκια για να συνεχίσουν να δανείζουν την
ελληνική οικονομία. Η συνέχεια είναι γνωστή.
Η πίεση
για όλο και υψηλότερα εισοδήματα και μεγαλύτερη
κατανάλωση από ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού,
χωρίς αντιστοίχιση με τις παραγωγικές
δυνατότητες της χώρας μας, και η «ψηφοθηρική»
συμπεριφορά του πολιτικού συστήματος είχαν
οδηγήσει σε οικονομικό αδιέξοδο. Η Ευρωπαϊκή
Ενωση (8 Μαΐου 2010) ανέλαβε να βοηθήσει, με τη
συνδρομή του ΔΝΤ, τη χώρα μας με τεράστιο
κόστος.
Η
ελληνική οικονομία έχασε σωρευτικά το 25% του
προϊόντος και η ανεργία άγγιξε το 27%. Μετά από
πολλές πολιτικές ανατροπές, με αποκορύφωμα τον
παροξυσμό λαϊκισμού και την παραλίγο έξοδο της
χώρας μας από την ΕΕ το 2015, η χώρα ολοκλήρωσε
το «καθαρτήριο», αλλά σωτήριο, γερμανικής
έμπνευσης δεκαετές σχεδόν «πείραμα» τον Αύγουστο
2018.
Πολύ σύντομα, στις αρχές του 2020, εμφανίστηκε
μια δεύτερη διαφορετική κρίση: η πανδημία. Η νέα
κρίση οδήγησε χαμηλότερα το ΑΕΠ της χώρας, ώστε
μετά το τέλος της η ελληνική οικονομία να έχει
απολέσει περισσότερο από 30% του προϊόντος της
σε σχέση με αυτό του 2009. Αυτή τη φορά, η ΕΕ
συμπεριφέρθηκε με έμπρακτη αλληλεγγύη προς
αναξιοπαθούσες (χωρίς δική τους ευθύνη)
χώρες-μέλη του ευρωπαϊκού Νότου.
Σε κάθε
κρίση, η Ευρωπαϊκή Ενωση λειτούργησε ως ασπίδα
προστασίας. Στην περίπτωση της οικονομικής
κρίσης συμπεριφέρθηκε σχεδόν «τιμωρητικά», ώστε
να μην εμφανισθεί στο μέλλον χώρα-μέλος να
αμελεί τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη
συμμετοχή της στην ευρωζώνη. Στην περίπτωση της
πανδημίας, καθώς δεν υπήρχε πολιτική ευθύνη για
την κρίση, η ΕΕ συμπεριφέρθηκε «γενναιόδωρα»,
τόσο με τη «ρήτρα διαφυγής» στο ζήτημα της
τήρησης των δημοσιονομικών κανόνων, όσο και με
τη δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης προσφέροντας
στη χώρα μας και τις άλλες νοτιοευρωπαϊκές χώρες
σημαντικούς επιπλέον πόρους.
Το
ερώτημα που τίθεται είναι τι θα γινόταν αν η
χώρα μας βρισκόταν εκτός ΕΕ και στις δύο
κρίσεις. Η απάντηση είναι προφανής. Οσο και αν η
συμμετοχή της χώρας μας στην ευρωπαϊκή
οικογένεια θεωρείται σήμερα δεδομένη, η υπόμνηση
της επίμονης πρωτοβουλίας του Κωνσταντίνου
Καραμανλή για την ένταξη της χώρας μας στην ΕΕ
το 1981, σε αντίθεση με ολόκληρο σχεδόν το τότε
πολιτικό σύστημα, είναι πολλαπλά χρήσιμη εν όψει
των ευρωεκλογών. (1)
(1) Ναπ.
Μαραβέγιας, Ψηφίδες Σύγχρονης Οικονομίας και
Πολιτικής, Παπαζήσης Αθήνα, 2024.
Ο κ.
Ναπολέων Μαραβέγιας είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής
Πολιτικής Οικονομίας στο ΕΚΠΑ
Πρώτη
δημοσίευση στον Οικονομικό Ταχυδρόμο |