Κατά την
παρ. 2 του ίδιου άρθρου κάθε δανειστής, εφ’ όσον
έχει απαίτηση που στηρίζεται σε εκτελεστό τίτλο
και κοινοποίησε στον καθ’ ου η εκτέλεση επιταγή
προς εκτέλεση, μπορεί να επισπεύσει τον
πλειστηριασμό. Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου
άρθρου, εάν ένας δανειστής, άλλος από τον
επισπεύδοντα, θέλει να επισπεύσει τον
πλειστηριασμό κατά την παράγραφο 2, πρέπει να το
δηλώσει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και να
συνταχθεί σχετική πράξη. Εάν ο δανειστής αυτός
έχει και ο ίδιος επιβάλει κατάσχεση, η δήλωση
συνέχισης του πλειστηριασμού επέχει θέση
ανάκλησης της δικής του κατάσχεσης. Αντίγραφο
της πράξης επιδίδεται μέσα σε τρεις ημέρες από
τη δήλωση στον αρχικώς επισπεύδοντα. Ο
πλειστηριασμός γίνεται ενώπιον του ίδιου
υπαλλήλου. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού εντός
τριών ημερών μεριμνά, ώστε να αναρτηθεί η
γνωστοποίηση της δήλωσης και η ημέρα του
πλειστηριασμού στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων
πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών
Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του
Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων.
Κατά την
παρ. 6 του ίδιου άρθρου, αντιρρήσεις για
οποιοδήποτε λόγο που αφορά το κύρος της δήλωσης
συνέχισης και υποκατάστασης, ασκούνται με
ανακοπή μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την
ημέρα της κατά την παράγραφο 1 ανάρτησης. Κατ’
άρθρο 973 παρ.1 ΚΠολΔ, εάν για οποιονδήποτε λόγο
ο πλειστηριασμός δεν έγινε κατά την ημέρα που
είχε οριστεί, επισπεύδεται πάλι με δήλωση που
κατατίθεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και
συντάσσεται σχετική πράξη. Η νέα ημέρα του
πλειστηριασμού ορίζεται από τον υπάλληλο του
πλειστηριασμού δυο μήνες από την ημέρα της
δήλωσης και όχι πάντως μετά την παρέλευση τριών
μηνών από την ημέρα αυτή. Ο υπάλληλος του
πλειστηριασμού εντός τριών ημερών μεριμνά, ώστε
να αναρτηθεί η γνωστοποίηση της δήλωσης και η
ημέρα του πλειστηριασμού στην ιστοσελίδα
δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου
Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης
Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα
Απασχολουμένων. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου
κάθε δανειστής, εφ’ όσον έχει απαίτηση που
στηρίζεται σε εκτελεστό τίτλο και κοινοποίησε
στον καθ’ ου η εκτέλεση επιταγή προς εκτέλεση,
μπορεί να επισπεύσει τον πλειστηριασμό.
Κατά δε
την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, εάν ένας δανειστής,
άλλος από τον επισπεύδοντα, θέλει να επισπεύσει
τον πλειστηριασμό κατά την παράγραφο 2, πρέπει
να το δηλώσει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού
και να συνταχθεί σχετική πράξη. Εάν ο δανειστής
αυτός έχει και ο ίδιος επιβάλει κατάσχεση, η
δήλωση συνέχισης του πλειστηριασμού επέχει θέση
ανάκλησης της δικής του κατάσχεσης. Αντίγραφο
της πράξης επιδίδεται μέσα σε τρεις ημέρες από
τη δήλωση στον αρχικώς επισπεύδοντα. Ο
πλειστηριασμός γίνεται ενώπιον του ίδιου
υπαλλήλου. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού εντός
τριών ημερών μεριμνά, ώστε να αναρτηθεί η
γνωστοποίηση της δήλωσης και η ημέρα του
πλειστηριασμού στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων
πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών
Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του
Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων.
Κατά την
παρ. 6 του ίδιου άρθρου, αντιρρήσεις για
οποιοδήποτε λόγο που αφορά το κύρος της δήλωσης
συνέχισης και υποκατάστασης, ασκούνται με
ανακοπή μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την
ημέρα της κατά την παράγραφο 1 ανάρτησης. Η
συζήτηση της ανακοπής προσδιορίζεται υποχρεωτικά
μέσα σε εξήντα ημέρες από την κατάθεσή της και
γίνεται με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. Κατά
της απόφασης που εκδίδεται μέσα σε ένα μήνα από
τη συζήτηση της ανακοπής δεν επιτρέπεται η
άσκηση ένδικων μέσων. Η τελευταία αυτή ειδική
ανακοπή κατά των δηλώσεων συνέχισης
πλειστηριασμού και υποκατάστασης άλλου δανειστή
εισήχθη το πρώτον με το ν. 4335/2015. Και αυτό
γιατί μέχρι τις τροποποιήσεις του νόμου αυτού η
σχετική ανακοπή κατά των δηλώσεων αυτών
ασκούνταν στην προθεσμία του άρθρου 934 περ. β
ΚΠολΔ, όπως ίσχυε προ του ν. 4335/2015, ήτοι
μέχρι τον πλειστηριασμό, πρώτη δε πράξη
εκτελέσεως θεωρούνταν ανάλογα η δήλωση συνέχισης
ή υποκατάστασης (ΑΠ 610/2002ΤΝΠ Νόμος).
Ωστόσο,
μετά την αναμόρφωση του άρθρου 934 με το ν.
4335/2015 και τη συγχώνευση των περιπτώσεων α
και β του προϊσχύσαντος άρθρου 934 στην
περίπτωση α του νέου άρθρου 934 με προθεσμία
άσκησης της ανακοπής ενιαία 45 ημερών απ’ την
ημέρα της κατάσχεσης και διατήρηση της ανακοπής
κατά του πλειστηριασμού ως περίπτωση β (τέως γ),
η εν λόγω ανακοπή κατά των δηλώσεων συνέχισης
πλειστηριασμού και υποκατάστασης δεν μπορεί να
υπαχθεί σε καμία απ’ τις προβλεπόμενες πλέον
περιπτώσεις του άρθρου 934, έτσι ώστε να
επιλεγεί απ’ το νομοθέτη να εισαχθεί γι’ αυτές
μία ιδιαίτερη ανακοπή, που ρυθμίστηκε αυτοτελώς
στο νέο άρθρο 973 παρ. 6. Είναι δε προφανές ότι
ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος ισχύει και για την
περίπτωση ασκήσεως ανακοπής κατά της δήλωσης
συνέχισης πλειστηριασμού σε περίπτωση ματαίωσης
του προηγούμενου λόγω μη εμφάνισης πλειοδοτών
του άρθρου 966 παρ. 1 ΚΠολΔ, που αποτελεί μία
ειδική μορφή δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού
του άρθρου 973 παρ. 1 ΚΠολΔ, έτσι ώστε και η
τελευταία αυτή ανακοπή να προβλέπεται και να
ρυθμίζεται απ’ το άρθρο 973 παρ. 6ΚΠολΔ. Με την
ανακοπή αυτή του άρθρου 973 παρ. 6 ΚΠολΔ
δύνανται να προβάλλονται λόγοι, οι οποίοι
αφορούν το κύρος της δήλωσης αυτής.
Αυτό
στην πράξη σημαίνει ότι, οι αντιρρήσεις που
μπορούν να προβληθούν με το σχετικό ένδικο
βοήθημα, πρέπει πρώτιστα να αφορούν είτε
πρωτογενείς πλημμέλειες της επίδικης πράξης
εκτέλεσης (δήλωσης συνέχισης ή υποκατάστασης)
καθώς και συνεπακόλουθα στις πράξεις που
ακολούθησαν αυτής (άρθρο 973 παρ. 1 ΚΠολΔ) είτε
δευτερογενείς ακυρότητες της δήλωσης συνέχισης ή
υποκατάστασης που προκύπτουν από δικονομικά
ανίσχυρες προγενέστερες πράξεις εκτέλεσης στις
οποίες στηρίζεται η επίδικη πράξη εκτέλεσης (πχ.
την κατάσχεση). Η δεύτερη όμως ως άνω περίπτωση
(δευτερογενούς ακυρότητας) τελεί υπό την
προϋπόθεση ότι κατά τον χρόνο που έλαβε χώρα η
(μετέπειτα προσβαλλόμενη) δήλωση συνέχισης, οι
εν λόγω (προγενέστερες ανίσχυρες) πράξεις είτε
έχουν ακυρωθεί με δικαστική απόφαση είτε έστω
έχουν παύσει να υφίστανται και να παράγουν
έννομες συνέπειες με κάθε άλλο νόμιμο τρόπο
(π.χ. απόφαση για ανατροπή κατάσχεσης, δήλωση
παραίτησης από κατάσχεση κ.α.).
Σε κάθε
περίπτωση -ανεξάρτητα από τον λόγο που
προτείνεται με την ανακοπή του άρθρου 973 παρ. 6
ΚΠολΔ και το ποια πράξη εκτέλεσης αφορά αυτός (ο
λόγος)- το αίτημα της ανακοπής του άρθρου 973
παρ. 6 ΚΠολΔ (όπως ανάλογα ισχύει και για την
ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ) είναι η ακύρωση
της προσβαλόμενης πράξης εκτέλεσης η οποία στην
συγκεκριμένη ανακοπή μπορεί και πρέπει να είναι
μόνο η επίδικη δήλωση συνέχισης ή υποκατάστασης
και όχι άλλες προγενέστερες πράξεις της
εκτελεστικής διαδικασίας.
Κατά της
απόφασης που εκδίδεται μέσα σε ένα μήνα από τη
συζήτηση της ανακοπής δεν επιτρέπεται η άσκηση
ένδικων μέσων. Η τελευταία αυτή ειδική ανακοπή
κατά των δηλώσεων συνέχισης πλειστηριασμού και
υποκατάστασης άλλου δανειστή εισήχθη το πρώτον
με το ν. 4335/2015. Και αυτό γιατί μέχρι τις
τροποποιήσεις του νόμου αυτού η σχετική ανακοπή
κατά των δηλώσεων αυτών ασκούνταν στην προθεσμία
του άρθρου 934 περ. β ΚΠολΔ, όπως ίσχυε προ του
ν. 4335/2015, ήτοι μέχρι τον πλειστηριασμό,
πρώτη δε πράξη εκτελέσεως θεωρούνταν ανάλογα η
δήλωση συνέχισης ή υποκατάστασης (ΑΠ 610/2002ΤΝΠ
Νόμος).
Ωστόσο,
μετά την αναμόρφωση του άρθρου 934 με το ν.
4335/2015 και τη συγχώνευση των περιπτώσεων α
και β του προϊσχύσαντος άρθρου 934 στην
περίπτωση α του νέου άρθρου 934 με προθεσμία
άσκησης της ανακοπής ενιαία 45 ημερών απ’ την
ημέρα της κατάσχεσης και διατήρηση της ανακοπής
κατά του πλειστηριασμού ως περίπτωση β (τέως γ),
η εν λόγω ανακοπή κατά των δηλώσεων συνέχισης
πλειστηριασμού και υποκατάστασης δεν μπορεί να
υπαχθεί σε καμία απ’ τις προβλεπόμενες πλέον
περιπτώσεις του άρθρου 934, έτσι ώστε να
επιλεγεί απ’ το νομοθέτη να εισαχθεί γι’ αυτές
μία ιδιαίτερη ανακοπή, που ρυθμίστηκε αυτοτελώς
στο νέο άρθρο 973 παρ. 6. Είναι δε προφανές ότι
ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος ισχύει και για την
περίπτωση ασκήσεως ανακοπής κατά της δήλωσης
συνέχισης πλειστηριασμού σε περίπτωση ματαίωσης
του προηγούμενου λόγω μη εμφάνισης πλειοδοτών
του άρθρου 966 παρ. 1 ΚΠολΔ, που αποτελεί μία
ειδική μορφή δήλωσης συνέχισης πλειστηριασμού
του άρθρου 973 παρ. 1 ΚΠολΔ, έτσι ώστε και η
τελευταία αυτή ανακοπή να προβλέπεται και να
ρυθμίζεται απ’ το άρθρο 973 παρ. 6ΚΠολΔ. Με την
ανακοπή αυτή του άρθρου 973 παρ. 6 ΚΠολΔ
δύνανται να προβάλλονται λόγοι, οι οποίοι
αφορούν το κύρος της δήλωσης αυτής.
Αυτό
στην πράξη σημαίνει ότι, οι αντιρρήσεις που
μπορούν να προβληθούν με το σχετικό ένδικο
βοήθημα, πρέπει πρώτιστα να αφορούν είτε
πρωτογενείς πλημμέλειες της επίδικης πράξης
εκτέλεσης (δήλωσης συνέχισης ή υποκατάστασης)
καθώς και συνεπακόλουθα στις πράξεις που
ακολούθησαν αυτής (άρθρο 973 παρ. 1 ΚΠολΔ) είτε
δευτερογενείς ακυρότητες της δήλωσης συνέχισης ή
υποκατάστασης που προκύπτουν από δικονομικά
ανίσχυρες προγενέστερες πράξεις εκτέλεσης στις
οποίες στηρίζεται η επίδικη πράξη εκτέλεσης (πχ.
την κατάσχεση). Η δεύτερη όμως ως άνω περίπτωση
(δευτερογενούς ακυρότητας) τελεί υπό την
προϋπόθεση ότι κατά τον χρόνο που έλαβε χώρα η
(μετέπειτα προσβαλλόμενη) δήλωση συνέχισης, οι
εν λόγω (προγενέστερες ανίσχυρες) πράξεις είτε
έχουν ακυρωθεί με δικαστική απόφαση είτε έστω
έχουν παύσει να υφίστανται και να παράγουν
έννομες συνέπειες με κάθε άλλο νόμιμο τρόπο
(π.χ. απόφαση για ανατροπή κατάσχεσης, δήλωση
παραίτησης από κατάσχεση κ.α.).
Σε κάθε
περίπτωση -ανεξάρτητα από τον λόγο που
προτείνεται με την ανακοπή του άρθρου 973 παρ. 6
ΚΠολΔ και το ποια πράξη εκτέλεσης αφορά αυτός (ο
λόγος)- το αίτημα της ανακοπής του άρθρου 973
παρ. 6 ΚΠολΔ (όπως ανάλογα ισχύει και για την
ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ) είναι η ακύρωση
της προσβαλόμενης πράξης εκτέλεσης η οποία στην
συγκεκριμένη ανακοπή μπορεί και πρέπει να είναι
μόνο η επίδικη δήλωση συνέχισης ή υποκατάστασης
και όχι άλλες προγενέστερες πράξεις της
εκτελεστικής διαδικασίας.
Η
Σουζάνα Κλημεντίδη είναι δικηγόρος
Πρώτη
δημοσίευση στον Οικονομικό Ταχυδρόμο |